Δεν πρόλαβαν καλά-καλά να δημοσιοποιηθούν οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων για την έγκριση του εμβολίου Pfizer για παιδιά 12 ετών και άνω και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου Νόσων (ECDC), ανέτρεψε χθες το σκηνικό, ανακοινώνοντας ότι από τα υπάρχοντα στοιχεία και τα δεδομένα που καταγράφονται αυτή τη στιγμή, προκύπτει πως τα οφέλη από τον εμβολιασμό παιδιών και εφήβων είναι μάλλον μικρά.

Το  ECDC, επισημαίνει ωστόσο ότι τα παιδιά και έφηβοι που ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου πρέπει να εμβολιαστούν, αλλά για τον γενικό παιδικό πληθυσμό, καλεί τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να λάβουν μόνα τους τις αποφάσεις για την επέκταση των προγραμμάτων εμβολιασμού που εφαρμόζουν. 

Στην σχετική έκθεση του το ECDC αναφέρει χαρακτηριστικά: 

Ο εμβολιασμός εφήβων με υψηλό κίνδυνο σοβαρού COVID-19 πρέπει να θεωρείται προτεραιότητα, όπως και με άλλες ηλικιακές ομάδες. 

Τα μεμονωμένα άμεσα οφέλη από τον εμβολιασμό COVID-19 σε εφήβους αναμένεται να είναι περιορισμένα σε σύγκριση με τις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες. 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Το γενικό όφελος για τον γενικό πληθυσμό των εφήβων εμβολιασμού, θα είναι ανάλογο με τη μετάδοση SARS-CoV-2 εντός και από αυτήν την ηλικιακή ομάδα.

Επιπλέον, το ECDC αναφέρει ότι «δεδομένης της αναμενόμενης μειωμένης ατομικής αναλογίας κινδύνου-οφέλους από τον εμβολιασμό COVID-19 των εφήβων σε σύγκριση με τις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες, πρέπει να δίνεται προσεκτική εξέταση της επιδημιολογικής κατάστασης και της πρόσληψης εμβολίων σε ηλικιωμένες ομάδες πριν από τη στόχευση αυτής της ηλικιακής ομάδας».

H έκθεση, τονίζει τέλος, «τη σημασία της συνέχισης της παρακολούθησης της εξάπλωσης παραλλαγών ανησυχίας μεταξύ των νεότερων ατόμων και της αξιολόγησης των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων του COVID-19».

Εξηγώντας το σκεπτικό της έκθεσης, η διευθύντρια του ECDC Andrea Ammon, ανέφερε ότι, «καθώς εξελίσσεται ο εμβολιασμός, φτάνουμε στο στάδιο όπου πρέπει να εξεταστεί ο εμβολιασμός νεότερων ηλικιακών ομάδων, όπως οι έφηβοι» και πρόσθεσε, «η καθοδήγησή μας, επισημαίνει πολλά σημαντικά ζητήματα που πρέπει να λάβουν υπόψη οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής. Αυτό περιλαμβάνει την τρέχουσα πρόσληψη εμβολιασμού, ιδίως σε ηλικιωμένες ομάδες, τη συχνότητα εμφάνισης COVID-19 στον πληθυσμό και ζητήματα σχετικά με τη διαθεσιμότητα και την πρόσβαση σε εμβόλια σε παγκόσμια κλίμακα». 

Ο εμβολιασμός των παιδιών, «πέραν από τις αποφάσεις των Κυβερνήσεων, είναι μια απόφαση που πρέπει να λαμβάνεται από τους γονείς για τα παιδιά τους», ανέφερε από πλευράς της η Επίτροπος για την Υγεία και την Ασφάλεια των Τροφίμων Στέλλα Κυριακίδου, τονίζοντας ότι «η επιστήμη ήταν πάντα η κατευθυντήρια αρχή για την κοινή μας στρατηγική για τα εμβόλια της ΕΕ και την ανάπτυξη εκστρατειών εμβολιασμού, και οι συμβουλές και η εμπειρογνωμοσύνη των οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εργασία μας. Μετά τη θετική αξιολόγηση του EMA, το ECDC παρακολουθεί τώρα πρακτικά στοιχεία που βασίζονται σε αποδεικτικά στοιχεία για να υποστηρίξουν τα κράτη μέλη που σκέφτονται να επεκτείνουν τα εθνικά προγράμματα εμβολιασμού και στους εφήβους». 

Από πλευράς του σε δηλώσεις του στον «Φ», ο επιστημονικός σύμβουλος του υπουργείου Υγείας για θέματα εμβολιασμού για τον κορωνοϊό, Αναπληρωτής Καθηγητής Φαρμακευτικής Χρίστος Πέτρου, ανέφερε ότι «πρώτα πρέπει να δούμε κατά πόσον τα παιδιά βρίσκονται σε μεγάλο κίνδυνο για να νοσήσουν σοβαρά. Αυτό, βλέπουμε ότι δεν συμβαίνει. Δεύτερο, τα παιδιά, σίγουρα μπορεί να είναι ασυμπτωματικοί φορείς του ιού και εν δυνάμει μεταδότες σε ευάλωτους πληθυσμούς όπως είναι οι ηλικιωμένοι». Με τον εμβολιασμό πρόσθεσε, «σίγουρα μειώνεται η πιθανότητα μετάδοσης». Ωστόσο, είπε, τίθενται κάποια ηθικά ζητήματα όπως «το κατά πόσον υπάρχει ανάγκη για εμβολιασμό ευάλωτων ατόμων ή πληθυσμών στη χώρα ή σε άλλες» και όλα αυτά είναι ζητήματα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Σε κάθε περίπτωση, είπε, «παιδιά που βρίσκονται σε μεγάλο κίνδυνο πρέπει να εμβολιαστούν κατά προτεραιότητα». 

Κάντε κλικ εδώ για να λαμβάνετε το newsletter του philenews.