Ο Αθανάσης είπε στη μικρούλα Αίγλη: «Έπεσεν το μάτι σου μες τον καφέ» κι αυτή άρχισε να κλαίει απαρηγόρητη, βλέποντας μια τεράστια φυσαλίδα στο καϊμάκι. Ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Αρτέμης, έσπευσε να την παρηγορήσει και να μαλώσει τον μικρότερο, που έκανε συχνά αυτό το αστείο. Πριν λίγες μέρες είχε φύγει «για πάντα» από τη ζωή ο πατέρας τους. Δεν καταλάβαιναν τι είναι το τώρα, το πάντοτε και το ποτέ, ούτε γιατί «Τον ήθελε ο καλός Θεούλης στον ουρανό». Θυμόντουσαν τον πατέρα στο τυπογραφείο του, να κρατά μεταλλικά γράμματα στα χέρια. Όταν έβαζε πολλά στη σειρά, γίνονταν λέξεις οι οποίες τυπώνονταν στο χαρτί με μελάνι και όλες μαζί έφτιαχναν μιαν ιστορία.
 
Σε μιαν άμαξα φόρτωσαν μπαούλα, ανέβηκαν με τη μητέρα τους, τη Δέσποινα, αφήνοντας πίσω τους την πόλη, κατευθυνόμενοι προς το χωριό, όπου τα παιδιά θα μεγάλωναν με τη βοήθεια της γιαγιάς Πηνελόπης. Ο παππούς, ο παπά-Αρτέμης, ήταν ο ιερέας μα και ο δάσκαλος του χωριού. Αυτός θα τα μάθαινε γράμματα. Τότε θα έγραφαν ένα γράμμα στον Θεό και θα τον παρακαλούσαν να τους στείλει πίσω τον πατέρα τους.
 
Ο ήχος της εκτυπωτικής μηχανής από το τυπογραφείο έσβησε μαζί με τα βήματα των αλόγων και με τον χρόνο έγιναν όλα σιωπή, ήχοι υπόκωφοι κάτω από ένα αμίλητο και αμείλικτο ουρανό. Τα παιδιά μεγάλωσαν κάτω από το άγρυπνο μάτι του Θεού, που τους έβλεπε όπου κι αν πήγαιναν, ότι κι αν έκαναν, χωρίς ωστόσο να τους δώσει ποτέ απάντηση για τον πατέρα τους.
 
Η κριθαρκά, «ο αμματάς» στο μάτι της μικρής Δέσποινας όλο και μεγάλωνε και μήτε οι αλοιφές, μήτε τα τάματα στην Παναγία τη Φωτολάμπουσα, δεν έπιαναν τόπο. Τότε την πήραν στην ξεματιάστρα του χωριού, η οποία άναψε κάρβουνα στη φουφού, έριξε μέσα φύλλα ελιάς, τραγούδησε κάποια ξόρκια για να της…«βκάλει τ’ αμμάτιν». Τρεις γυναίκες την κρατούσαν, ενώ αυτή κλωτσούσε και φώναζε, νομίζοντας πως θα της αφαιρούσαν το μάτι. Κοιμήθηκε εξαντλημένη με έναν ύπνο γεμάτο αναφιλητά. Το επόμενο πρωί με χαρά διαπίστωσε πως το μάτι της ήταν στη θέση του και είχε μάλιστα ξεπρηστεί. Απ’ το παραθύρι έβλεπε το χωριό να απλώνεται μπροστά της, ίδιο απαράλλαχτο, όπως θα το έβλεπε πάντα κατά τη διάρκεια των εκεί θερινών διακοπών της τα επόμενα χρόνια.
 
Έκτοτε, κάθε φορά που μια νέα «κριθαρκά» φυτρώνει στο μάτι της ο νους της τρέχει πίσω στα παλιά. Στις ψαλμωδίες του εσπερινού, που έψαλλε ο προπάππος της, ιερέας του χωριού, την παραμονή της μεγάλης γιορτής, των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στην Τόχνη. Ψαλμωδίες που έσμιγαν με τις μουσικές, τους θορύβους, τη βαβούρα και τις μυρωδιές της μεγάλης πανήγυρης, την ώρα που πέφτει το σούρουπο και ανάβουν τα φώτα στο χωριό.
 
Με το ακούραστο μάτι του Θεού να παρακολουθεί άγρυπνα πάντοτε. Τον παππού Χριστόφορο, τον πρώτο τυπογράφο της πόλης να κάθεται στα συννεφάκια και να παίζει με τις λέξεις. Δίπλα του ο παπά-Αρτέμης, γιαγιάδες, παππούδες, μητέρα και θείοι. Κάπου εκεί πρέπει να είναι κι η ξεματιάστρα με τη φουφού της και μέσα από καπνούς να ξεματιάζει αγίους και αγγέλους. Τα στάχυα είναι πάντα χρυσά την 21η Μαΐου. Η θεία Χρυσή, η Καλυψώ και η Πελαγία, που άλλοτε μας φίλευαν καφέ και γλυκό, στην αυλή με τις καμάρες και τις πολλές γάτες της Αγίας Ελένης,  είναι κι αυτές στα σύννεφα. Τα σπίτια τους στη μούττη του βουνού, πάνω από τον τουρκομαχαλά και την ποταμοσιά, παραμένουν βουβά, με τις καλαμιές να ανεβαίνουν ως την έρημη αυλή και να λεν το τραγούδι τους, με το φύσημα του ανέμου.
 
Κοιτάζω των ουρανών την Πλατυτέρα και τότε ο παππούς Χριστόφορος, ο τυπογράφος, μου πετάει γράμματα και λέξεις. Μ’ αυτές γράφω τις ιστορίες που σας διηγούμαι κάθε τόσο, ξαναφέρνοντας κοντά μου ανθρώπους, χώρους και χρόνους μακρινούς, που χωράνε σε μια λέξη, μια εικόνα σε μια αιώνια στιγμή. Με τη δύναμη να ξορκίζει το κακό «στα άρκα όρη», να διώχνει τον φόβο και τη φρίκη των ημερών που περνάμε και να αφήνει περιθώρια για ελπίδα και φως.
 
Όταν πια περάσει αυτό το κακό και αφού σύμφωνα με τον μύθο της αιώνιας επιστροφής, θα επικρατήσει και πάλι το καλό και η ισορροπία στη γη, θα έχουν αλλάξει πολλές από τις προτεραιότητές μας και μέσα από την περισυλλογή και την ταπεινότητα, θα κερδίσουμε την υπεροχή μας και την απάντηση που πάντα ζητούσαμε, που συνοψίζεται σε μια μόνο λέξη: Άνθρωπος!