«Ένας πλάνος Κερκυραίος νόμους, όρκους παραβαίνει,
Με το μισθωτό του χέρι Έλληνας αλυσοδένει,

Τον δεσποτικόν του θρόνον εις τους τάφους μας υψόνει,

Και κανείς απ’ τα δεσμά της την πατρίδα δεν λυτρόνει!

Εις βαρύν ζυγόν ο Έλλην χρόνια τέσσαρα στενάζει,

Και τας δάφνας του με λύπην να μαραίνωνται κυττάζει

Μιμητής του Αρμοδίου κι Αριστογείτων νέος,

Εις τον τύραννον θα πέσω, θα τον σφάξω, και γενναίως

Θα σφαγώ καθώς εκείνοι».

Έτσι εξύμνησε ο ρομαντικός ποιητής, Αλέξανδρος Σούτσος, τους Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη, στην εφημερίδα «Απόλλων», στις 30 Σεπτεμβρίου 1831, τρεις μέρες από τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, στις 27 Σεπτεμβρίου, έξω από τον ναό του Αγίου Σπυρίδωνα, στο Ναύπλιο. Καθώς ο Καποδίστριας πλησίαζε τον ναό, ο Κωνσταντίνος πυροβόλησε τον κυβερνήτη στο κεφάλι, ενώ ο Γεώργιος τον μαχαίρωσε στην κοιλιά. Η σωματοφυλακή του κυβερνήτη αντέδρασε, τραυματίζοντας θανάσιμα τον Κωνσταντίνο. Ο Γεώργιος κατέφυγε στη γαλλική πρεσβεία, η οποία γρήγορα τον παρέδωσε στις Αρχές για να ακολουθήσει η εκτέλεσή του.

Από τον Μάρτιο ως τον Σεπτέμβριο του 1831, ο «Απόλλων», τον οποίον εξέδιδε στην Ύδρα ο Αναστάσιος Πολυζωίδης, προβαλλόταν ως σάλπιγγα της αντιπολίτευσης ενάντια στον «καταπατητήν των νόμων» και «διώκτην της ελευθερίας» Καποδίστρια. Συστηνόταν, επίσης, ως προστάτης των «γνησίων» αγωνιστών οι οποίοι, όπως επισημαινόταν, αδικούνταν, διώκονταν και ψωμοζητούσαν.

«Ήρωες εξακουσμένοι […], να κληρονομήσουν όλας τας θυσίας σας, ζητούν,

Και αφίνουν της πατρίδος τους πατέρας, τους προμάχους,

Να ψωμοζητούν στας πόλεις και να ξενυκτούν στους βράχους»,

έγραψε, τον Αύγουστο, ο Σούτσος.

Πάντως, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε αργότερα, στα αντικαποδιστριακά ποιήματά του δεν αναπαριστούσε πιστά την πραγματικότητα. Επρόκειτο, κυρίως, για επινοήσεις, ώστε, οι Έλληνες, συνειδητοποιώντας τους ελλοχεύοντες κινδύνους, να αντιδράσουν ενάντια στον «πανούργον τύραννον».

Πέρα από τα εκδοτικά σημειώματα του Πολυζωίδη και τα στιχουργήματα του Σούτσου, κατά την επτάμηνη κυκλοφορία του ο «Απόλλων» δημοσίευσε εκατοντάδες επιστολές, διακηρύξεις και αναφορές συνόλων και προσώπων, εξοργισμένων με την κυβερνητική πολιτική.

Και όμως, αυτοί οι ίδιοι οι αντιπολιτευόμενοι, τον Ιανουάριο του 1828, είχαν υποδεχθεί, όπως και όλοι σχεδόν οι Έλληνες, τον Καποδίστρια ως σωτήρα, ο οποίος θα μεταμόρφωνε τη λεηλατούμενη και ασαφών συνόρων χώρα, σε κράτος ευνομούμενο, αξιοσέβαστο και οικονομικά εύρωστο, ώστε οι θυσίες των αγωνιστών να ανταμειφθούν. Μάλιστα, ενόψει της έλευσης του κυβερνήτη, άτομα και ομάδες είχαν καταστρώσει λεπτομερείς καταλόγους των πολυετών εκδουλεύσεων τους (1821-1827), ώστε να επιταχυνθεί η διαδικασία της αποκατάστασης.

Ο Καποδίστριας δεν ήταν μάγος, για να ανταποκριθεί στις πιο πάνω προσδοκίες. Τα άδεια ταμεία ήταν ένα σοβαρότατο ζήτημα και τη θέση του δυσχέραινε η καθυστέρηση της έγκρισης του δανείου των 60.000.000 φράγκων από τις Μεγάλες Δυνάμεις (το οποίο δάνειο έμελλε να φτάσει μαζί με τον Όθωνα). Όπως ο ίδιος τόνιζε, στον φιλέλληνα τραπεζίτη, Jean-Gabriel Eynard, η δανειοδότηση αποτελούσε ζήτημα ζωής και θανάτου, αφού η καθυστέρηση της καταβολής μισθών και περιθάλψεων παρήγε εξαθλίωση και οργή. Για να μην διολισθήσει η χώρα, ξανά, στην αναρχία έπρεπε άμεσα να εξασφαλιστούν χρήματα για την εύρυθμη μισθοδοσία των στρατιωτικών και των ναυτικών, την παραγωγική αξιοποίηση των παλαιμάχων, την αποζημίωση των παλαιών υπηρεσιών και τη λειτουργία του κράτους εν γένει.

Πανθομολογουμένως, όμως, παρά τις δυσκολίες, ο Κερκυραίος πολιτικός, κατόρθωσε, με το ανορθωτικό του όραμα και έργο, να μετατρέψει την καθημαγμένη Ελλάδα σε μια τεκμαρτά αναγεννώμενη χώρα. Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, της 22ας Ιανουαρίου/3ης Φεβρουαρίου 1830, η Ελλάδα αναγνωρίστηκε ως πλήρως ανεξάρτητο κράτος ενώ, χάρη εν πολλοίς στον διπλωματικό αγώνα του Καποδίστρια, με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (Ιούλιος 1832), επιτεύχθηκε η πρώτη διεύρυνση των ελληνικών συνόρων.

Η δυσφορία των αγωνιστών και τα αιτήματα για αποκατάσταση

Βάσει των παραπάνω, ποιοι, ήταν, στην πραγματικότητα, οι παράγοντες που τροφοδότησαν την αντιπολίτευση; Οπωσδήποτε, αφετηρία της δυσφορίας, ήταν η διάσταση των προσεγγίσεων, αναφορικά με την αξία των θυσιών των αγωνιστών, τους τρόπους αποζημίωσης και αποκατάστασης και τις κρατικές προτεραιότητες. Από την πρώτη ημέρα της άφιξής του στο Ναύπλιο, ο Καποδίστριας συνιστούσε υπομονή, υποταγή και συνεργασία, ώστε να εδραιωθούν η ευταξία και η εξωτερική υπόληψη. Οι αγωνιστές θα αποζημιώνονταν σταδιακά, στον βαθμό που το επέτρεπαν οι κρατικές οικονομικές δυνατότητες.

Άλλες σημαντικές αιτίες ήταν η αναστολή του Συντάγματος, το οποίο οριζόταν ως θεμελιώδες πατριωτικό δικαίωμα και η στελέχωση του Δημοσίου κυρίως με ετερόχθονες, με βασικά προσόντα την κατάρτιση, τη νομιμοφροσύνη και τη δυνατότητα συμβολής στην ανόρθωση του κράτους. Ωστόσο, η δεδηλωμένη θέληση του Καποδίστρια για την αποδέσμευση του μέλλοντος του κράτους από τις απαιτήσεις των ανδρών του Αγώνα εκλαμβανόταν από τους άμεσα ενδιαφερόμενους ως σφετερισμός.

Ο θνησιγενής συνασπισμός, υπό την ομπρέλα του συνταγματισμού, της αγγλικής φατρίας, της γαλλικής, των Υδραίων και των Μαυρομιχαλαίων, με πρόταγμα τον αγώνα υπέρ των καταπατημένων δικαιωμάτων των αγωνιστών, απέβη καταστροφικά αποτελεσματικός, εις βάρος μάλιστα των εν λόγω δικαιωμάτων.

Κλειστή, μάλλον πρόωρη και ίσως άκομψη, η στροφή του Καποδίστρια προς το μέλλον (στελέχωση του κράτους και οφειλές) άφησε πολλούς πρωταγωνιστές της επαναστατικής περιόδου και της προεπαναστατικής στο περιθώριο. Από εκεί πέρασαν στην αντιπολίτευση, της οποίας η ανατροφοδότηση και η όξυνση απέληξαν στη δολοφονία της 27ης Σεπτεμβρίου.

Δυνητικά η Ιστορία, διδάσκει και η περίοδος 1828-1831 συνιστά χαρακτηριστικό πεδίο, αναφορικά με τις συνέπειες των υπερβολικών προσδοκιών, των μονόπλευρων προσεγγίσεων αλλά και των κλειστών στροφών, έστω με ανορθωτικές προθέσεις. Οπωσδήποτε, και σε αντίθεση με όσα διακήρυσσαν οι αντικαποδιστριακοί και το εκφραστικό όργανό τους, ο «Απόλλων» –που στις 7 Οκτωβρίου τερμάτισε την κυκλοφορία του, θεωρώντας πως είχε επιτελέσει την αποστολή του– η απαλλαγή από τον «φθοροποιόν» και «δολοπλόκον» κυβερνήτη δεν έφερε την πολυπόθητη δικαίωση των αγωνιστών. Αντίθετα, η χώρα σύρθηκε σε ένα πολλαπλά επιζήμιο δεκαπεντάμηνο αναρχίας. Άλλωστε, κατά τα χρόνια που ακολούθησαν οι πλείστοι παραδέχθηκαν την πλάνη. Σημειώνεται, επίσης, πως οι Υδραίοι, οι οποίοι πρωτοστάτησαν στον αντικυβερνητικό αγώνα, χρειάστηκε να παλέψουν 75 ακόμα χρόνια για να τους ψηφιστούν ξανά (1906) οι αποζημιώσεις, που ο Καποδίστριας τους είχε προτείνει και τις οποίες θεωρούσαν εξοργιστικά υποτιμητικές.

Σημαίνουσα λεπτομέρεια, περί διχασμών: Μόλις το 1933 ανιδρύθηκε στο Ναύπλιο ανδριάντας του Καποδίστρια, όπως προέβλεπαν τα σχετικά ψηφίσματα των Εθνοσυνελεύσεων του 1832 και του 1843-1844. Στις 26 Ιουνίου, λίγο μετά την τοποθέτηση του αγάλματος, η επιγραφή υπέστη βανδαλισμό. Αιτία δεν ήταν ο τιμώμενος, αφού τα πάθη που συνδέονταν με εκείνον ανήκαν, πια, στην Ιστορία. Αιτία ήταν η καταγραφή, ως χορηγού, της κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος τον Μάρτιο του 1933 είχε χάσει τις εκλογές και στις 6 Ιουνίου 1933 είχε βιώσει δολοφονική απόπειρα εναντίον του.