Ευθύνες για τον σάλο που επικράτησε, για την ακύρωση της έκθεση των έργων σε γκαλερί, αλλά και για την επίθεση στην οικία του εικαστικού Γιώργου Γαβριήλ, αποδίδει μέσω ανακοίνωσής του το Άλμα. «Πόσο υπεύθυνο και αρμόζον με φιλελεύθερα δημοκρατικά ήθη είναι να κλείνει το μάτι σε πράξεις βανδαλισμού, βίας και ακύρωσης ο αναπληρωτής πρόεδρος του Δημοκρατικού Συναγερμού κ. Δίπλαρος, λέγοντας ότι “η ανοχή σε τέτοιες πράξεις [καλλιτεχνικής «βλασφημίας»]  δεν είναι ουδετερότητα, είναι συνενοχή”». Επιπλέον διερωτάται το Άλμα «σε ποια ώριμη δημοκρατία, κόμματα (ΕΛΑΜ, ΔΗΣΥ, ΔΗΚΟ), αλλά και η ίδια η Πρόεδρος της Βουλής, εκφέρουν αισθητική κρίση για το τί είναι και τι δεν είναι τέχνη;»

Αναλυτικά η ανακοίνωση του Άλμα:

Αποφύγαμε μέχρι σήμερα να σχολιάσουμε την υπόθεση των επίμαχων έργων ζωγραφικής του κ. Γ. Γαβριήλ διότι πιστεύουμε ότι τα κόμματα οφείλουν να απέχουν από την έκφραση γνώμης για θέματα αισθητικής κρίσης. Αυτή εναπόκειται στους πολίτες.

Στη φιλελεύθερη δημοκρατία, όμως, τα κόμματα οφείλουν να υπερασπίζουν την ακώλυτη καλλιτεχνική ελευθερία και, φυσικά, την ελευθερία της κριτικής, υπό τον όρο ότι δεν εκφέρεται λόγος μίσους. Οφείλουν, επίσης, να απέχουν από πράξεις διχασμού και δημιουργίας συνθηκών εκφοβισμού για τους καλλιτέχνες και τους πνευματικούς ανθρώπους.

Ο θόρυβος αναφορικά με έργα του κ. Γαβριήλ έχει ευδιάκριτα πολιτικά κίνητρα. Δεν είναι σύμπτωση ότι ξέσπασε τώρα, όπως και παλαιότερα, λίγους μήνες πριν τις εκλογές. Συγκεκριμένοι πολιτικοί κύκλοι θέλουν να μετατρέψουν αισθητικής φύσεως θέματα σε πολιτικά, με σκοπό να διχάσουν τους πολίτες και να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη από πολιτισμικούς πολέμους. Δεν πρέπει να τους το επιτρέψουμε.

Η ακύρωση της έκθεσης του κ. Γαβριήλ στην ιδιωτική γκαλερί και η επίθεση που δέχθηκε η κατοικία του είναι, όχι μόνο άκρως ανεπίτρεπτα γεγονότα, αλλά και πολύ ανησυχητικά. Συνιστούν δύο περαιτέρω βήματα στη διαδικασία του επιτηδευμένου διχασμού, εκφράζοντας, αντιστοίχως, την ακύρωση «ανεπιθύμητων» αντιλήψεων και την άσκηση βίας κατά των «αιρετικών» φορέων τους. Η ακύρωση και η βία αποσκοπούν στον εκφοβισμό του καλλιτέχνη, και δεν προκύπτουν τυχαία: έχουν επωασθεί σε περιβάλλον εμπρηστικού και ανεύθυνου πολιτικού λόγου.

Πόσο υπεύθυνο και αρμόζον με φιλελεύθερα δημοκρατικά ήθη είναι να κλείνει το μάτι σε πράξεις βανδαλισμού, βίας και ακύρωσης ο αναπληρωτής πρόεδρος του Δημοκρατικού Συναγερμού κ. Δίπλαρος, λέγοντας ότι «η ανοχή σε τέτοιες πράξεις [καλλιτεχνικής «βλασφημίας»]  δεν είναι ουδετερότητα,  είναι συνενοχή», προσθέτοντας ότι οι «βλάσφημοι κακοτέχνες» «χρειάζονται φρούρηση της αστυνομίας», και απαιτώντας «την άμεση απόσυρση των έργων»; Σε ποια ώριμη δημοκρατία, κόμματα (ΕΛΑΜ, ΔΗΣΥ, ΔΗΚΟ), αλλά και η ίδια η πρόεδρος της Βουλής, εκφέρουν αισθητική κρίση για το τί είναι και τι δεν είναι τέχνη; Σε ποια φιλελεύθερη δημοκρατία το υφυπουργείο Πολιτισμού παρατηρεί απαθώς την προσπάθεια εκφοβισμού ενός καλλιτέχνη και περιορισμού της ελευθερίας του;

Χρειάζεται, δυστυχώς, να θυμίσουμε τα προφανή. Η ελευθερία της έκφρασης, ιδιαίτερα της καλλιτεχνικής, είναι θεμελιώδης αξία της φιλελεύθερης δημοκρατία, η οποία  προστατεύεται, μεταξύ άλλων, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ). Το 2014, με αφορμή την αποκαθήλωση θεωρούμενων ως προσβλητικών φωτογραφιών στο πλαίσιο της έκθεση φωτογραφίας «Διόρθωση», η Ανεξάρτητη Αρχή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, γνωμοδότησε, με αναφορές σε παρόμοιες αποφάσεις του ΕΔΑΔ, για την ακώλυτη ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης: «Εξάλλου, από τη φύση της, η τέχνη ως εκδήλωση της ελευθερίας του ανθρώπου προκαλεί, σοκάρει, αμφισβητεί, δημιουργεί συγκρούσεις. Τέχνη δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, μόνο ό,τι είναι ευχάριστο, αρεστό και αποδεχτό σε όλους. Ως τέτοια, η τέχνη  αξιώνει μια ελευθερία πολύ πιο διευρυμένη από την ελευθερία της γνώμης.  Η ανάγκη λοιπόν για προστασία και προώθηση της καλλιτεχνικής έκφρασης είναι τότε ακριβώς πιο απαραίτητη όταν η δημιουργία προκαλεί αντιδράσεις».

Παρομοίως, σε σχετικό άρθρο του, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών, Καθηγητής Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, αναφέρει: «Το δικαίωμα του ατόμου να εκφράζεται καλλιτεχνικά θα πρέπει να θεωρείται εξίσου σημαντικό με το δικαίωμα μιας θρησκευτικής ομάδας να πιστεύει σε όποια θρησκεία επιθυμεί. Η ελευθερία, επομένως, δεν θα πρέπει να περιορίζεται απλώς και μόνο επειδή η άσκησή της είναι δυσάρεστη για την πλειοψηφία». Περαιτέρω, σε συναφή πρόσφατη ανάρτησή του, ο κ. Αιμιλιανίδης αναφέρει ότι «οποιοσδήποτε ποινικής φύσης περιορισμός της ελευθερίας της τέχνης κατ’ επίκληση προσβολής των συναισθημάτων μερίδας του κοινού είναι πλήρως ανεπιθύμητος σε μια δημοκρατική κοινωνία».

Το μέτρο και η αυτοσυγκράτηση πρέπει να συνοδεύουν την άσκηση κριτικής από πολιτικά πρόσωπα σε καλλιτεχνικά έργα, διότι, ως προβεβλημένοι φορείς δημόσιας εξουσίας, δεν πρέπει να δίνουν την εντύπωση ότι περιστέλλουν την καλλιτεχνική ελευθερία.  Ο εμπρηστικός λόγος των δημαγωγών είναι ανεύθυνος και επικίνδυνος.

Εξακολουθούμε, ως κόμμα, να μην εκφέρουμε κρίση για τα εικαστικά έργα του κ. Γαβριήλ. Ο καθένας και η καθεμία τα κρίνουν υποκειμενικά. Έχουμε την ευθύνη, όμως, να υπερασπίσουμε δημοσίως τη δυνατότητά του κάθε κ. Γαβριήλ να ασκεί την τέχνη του ελεύθερα, όπως αυτός νομίζει, χωρίς εκφοβισμό και βία.