Το Εφετείο αύξησε από 9 σε 12 χρόνια τις συντρέχουσες ποινές φυλάκισης που είχαν επιβληθεί σε καταδικασθέντα για εισαγωγή και κατοχή μεγάλης ποσότητας κάνναβης με σκοπό την προμήθεια, κρίνοντας ότι η πρωτόδικη ποινή ήταν έκδηλα ανεπαρκής υπό το φως της σοβαρότητας των αδικημάτων και της ανάγκης αποτροπής.

Η απόφαση, η οποία ήταν ομόφωνη και εκδόθηκε από τη δικαστή Ι. Στυλιανίδου, αφορά υπόθεση στην οποία το Κακουργιοδικείο Πάφου είχε καταδικάσει τον εφεσίβλητο, κατόπιν παραδοχής του, για εισαγωγή, κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, συγκεκριμένα 8 κιλών και 154,9 γραμμαρίων κάνναβης.

Πρωτοδίκως είχαν επιβληθεί συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 9 ετών για τις κατηγορίες της εισαγωγής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, ενώ για την απλή κατοχή δεν είχε επιβληθεί ποινή, καθώς τα γεγονότα της περιλαμβάνονταν στη σοβαρότερη κατηγορία. Κατά της ποινής άσκησε έφεση ο Γενικός Εισαγγελέας, υποστηρίζοντας ότι το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε την απαιτούμενη βαρύτητα στο αποτρεπτικό στοιχείο και στους επιβαρυντικούς παράγοντες.

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, οι κυπριακές Αρχές εντόπισαν στο αεροδρόμιο Λάρνακας κιβώτιο που είχε αφιχθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με παραλήπτη εταιρεία και συγκεκριμένο πρόσωπο και διεύθυνση παράδοσης κατάστημα στην Πέγεια. Ο εφεσίβλητος είχε εργαστεί στο παρελθόν στην εν λόγω εταιρεία, από την οποία είχε απολυθεί περίπου δύο χρόνια πριν τα αδικήματα, χωρίς έκτοτε να του επιτρέπεται η είσοδος στο κατάστημα.

Η Αστυνομία προχώρησε σε ελεγχόμενη παράδοση του κιβωτίου. Από τις καταθέσεις προέκυψε ότι ο εφεσίβλητος ζήτησε από φίλο του να παραλάβει το κιβώτιο, λέγοντάς του ότι περιείχε εξαρτήματα αυτοκινήτου, και να παρουσιαστεί ως το πρόσωπο που αναγραφόταν ως παραλήπτης. Το πρόσωπο αυτό καταδικάστηκε, μεταξύ άλλων, σε ποινή φυλάκισης έξι μηνών για πλαστογραφία.

Το Εφετείο επανέλαβε τις πάγιες νομολογιακές αρχές που διέπουν την επέμβασή του στις ποινές, υπογραμμίζοντας ότι δεν επανακαθορίζει πρωτογενώς το ύψος τους, αλλά παρεμβαίνει μόνο όταν αυτές είναι έκδηλα ανεπαρκείς ή υπερβολικές ή όταν διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. Στην προκειμένη περίπτωση έκρινε ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν προσμέτρησε επαρκώς τη σοβαρότητα των αδικημάτων και το στοιχείο της αποτροπής.

Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στον κεντρικό ρόλο του εφεσίβλητου, τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο είχε χαρακτηρίσει ως τον οργανωτή της εισαγωγής και της σχεδιαζόμενης διοχέτευσης της μεγάλης ποσότητας κάνναβης στην εγχώρια αγορά, με σκοπό την αποκόμιση οφέλους. Το Εφετείο τόνισε επίσης ότι ο εφεσίβλητος ενέπλεξε στο σχέδιό του τρίτα, ανυποψίαστα άτομα, οδηγώντας ένα εξ αυτών στη διάπραξη αδικήματος πλαστογραφίας, στοιχείο που κρίθηκε ιδιαιτέρως επιβαρυντικό.

Αν και αναγνωρίστηκε ότι ο καταδικασθείς είχε λευκό ποινικό μητρώο και είχε παραδεχθεί τις κατηγορίες ενώπιον του Κακουργιοδικείου, το Εφετείο έκρινε ότι στις υποθέσεις ναρκωτικών οι προσωπικές περιστάσεις έρχονται σε δεύτερη μοίρα έναντι της ανάγκης για αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές, λόγω των ολέθριων κοινωνικών συνεπειών του φαινομένου.

Υπό τα δεδομένα αυτά, το δικαστήριο κατέληξε ότι οι ποινές των 9 ετών ήταν αντικειμενικά ανεπαρκείς και αποφάσισε την αντικατάστασή τους με συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 ετών για καθεμία από τις κατηγορίες της εισαγωγής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια. Κατά τα λοιπά, η πρωτόδικη απόφαση παραμένει σε ισχύ.