O Ανδρέας Αναστασίου, πρόσφυγας, εκφράζει την απογοήτευσή του προς την πολιτεία για τον τρόπο κατανομής των τ/κ περιουσιών.
Η ιστορία είναι γνωστή και χιλιογραμμένη. Την καταλαβαίνουν, όμως, μόνο όσοι έχουν τον πόνο. Σε μια κηδεία παρευρίσκονται πολλοί, αλλά λίγοι πενθούν πραγματικά. Φύγαμε από τα σπίτια μας με τα καλοκαιρινά ρούχα που φορούσαμε. Καταλήξαμε στο Δασάκι της Άχνας όπου το σπίτι μας αντικαταστάθηκε με ένα αντίσκηνο. Με πολλά βάσανα μας έδωσαν ένα τουρκοκυπριακό σπίτι, για να μένουμε προσωρινά, έτσι μας είπαν, μέχρι την επιστροφή μας. Τελικά το «προσωρινά» έγινε μισός αιώνας.
Όταν απεβίωσαν και οι δύο γονείς ξαναζήσαμε τα αισθήματα της εισβολής και της αδικίας. Ο «Διαχειριστής» τουρκοκυπριακής περιουσίας μας έστειλε φιρμάνι να μαζέψουμε τα μπογαλάκια μας και να φύγουμε, με το πρόσχημα ότι το σπίτι θα δοθεί σε νεαρά άστεγα ζευγάρια.
Προκύπτουν ένα σωρό ερωτήματα. Ποια η διαφορά του «Διαχειριστή» από τον Αττίλα; Να μας διώξει από ένα σπίτι όπου ζήσαμε περισσότερα χρόνια από ότι στο πατρογονικό; Να μας διώξει από το σπίτι μέσα στο οποίο ζήσαμε χαρές και λύπες, μέσα στο οποίο παντρευτήκαμε και κλάψαμε τους γονείς μας που απεβίωσαν; Το μόνο περιουσιακό στοιχείο που μας δόθηκε, ως αποζημίωση για την τραγωδία που υποστήκαμε, θέλουν τώρα να μας το αρπάξουν. Μήπως είναι η καλύτερη λύση να δίνουν σε άστεγα ζευγάρια ένα σπίτι 100 χρονών μέσα στο οποίο ανάβει το καντήλι αυτών που απεβίωσαν;
Μισό αιώνα μετά την εισβολή είναι καιρός η πολιτεία να καταλάβει ότι καμιά ουσιαστική βοήθεια δεν δόθηκε στους πρόσφυγες. Την τουρκοκυπριακή περιουσία τη νέμονται οι Δήμοι, τα Αθλητικά Σωματεία και προ παντός οι επιχειρηματίες. Να γνωρίζουν και τα κομματικά στελέχη του «Διαχειριστή» τουρκοκυπριακής περιουσίας ότι όσους ψήφους κερδίζουν με το να αρπάζουν μια περιουσία και να τη δίνουν σε άλλο «πρόσφυγα», τόσους άλλους ψήφους χάνουν.