Ο Γιάννης Χριστοφίδης γράφει γιατί θεωρεί πως η λύση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας στο Κυπριακό δεν πρέπει να αποτελεί την ιδανική προσδοκία του λαού…
Η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία (ΔΔΟ) και μόνο εκ του ονόματος της, παραπέμπει –αλλά και ερμηνεύεται– ως αποδοχή διαχωρισμού του γεωγραφικού χώρου της Κύπρου, σε δύο ξεχωριστά κράτη, δηλαδή δύο ζωνών και δύο κοινοτήτων. Φυσικά από μια «αισιόδοξη» σκοπιά, ίσως προβάλλεται η άποψη ότι η διζωνική, πραγματοποιήθηκε, έτσι κι αλλιώς , από την Τουρκία, μετά από την τραγωδία της εισβολής του 1974. Όσο για τη δικοινοτική, θεωρούν ότι αυτή υπήρχε ανέκαθεν, λόγω τουρκικής και αγγλικής κατοχής. Και φυσικά από μια άλλη «υπεραισιόδοξη» σκοπιά, εκφράζεται η άποψη, ότι οι δύο ζώνες και οι δύο κοινότητες θα μπορούσαν να ενωθούν με τον δημοκρατικό κρίκο της Ομοσπονδίας. Αυτή όμως η ιδανική προσδοκία, θα μπορούσε ίσως να ευδοκιμήσει σε ένα ιδανικό κόσμο και με ιδανικούς γείτονες ή και αντιπάλους και όχι με μια αδίστακτη, άπληστη και ακόρεστη Τουρκία.
Αν ήμασταν τίμιοι και συνεπείς με τον εαυτό μας, αλλά έστω και λιγάκι διορατικοί, δεν θα έπρεπε ποτέ να δεχτούμε τη διζωνική ως αξιοπρεπή λύση, γιατί ήταν αποτέλεσμα μιας άνανδρης και προδομένης εισβολής, πέρα από τα άλλα προβλήματα που δημιουργεί. Όσο για τη δικοινοτική, αυτή δεν ήταν παρά ένα επιτήδειο ψέμα, γιατί εδώ δεν είχαμε δύο ισοπληθυσμιακές κοινότητες, αλλά μια πλειοψηφία του 80% και μια μειοψηφία του 18%. Άλλωστε, το δικοινοτικό κράτος δοκιμάστηκε το 1960 με τις μηχανορραφικές συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου και απέτυχε παταγωδώς.
Η αποδοχή από τον πρώτο Πρόεδρό μας, της ΔΔΟ το 1978, παρ’ όλο που γνώριζε ότι ήταν εισήγηση της αγγλοτουρκικής πλεκτάνης και εξ’ αυτού, αναξιόπιστης και διχοτομικής, εντούτοις λόγω ανυπαρξίας άλλης πρότασης και δεδομένης της στρατιωτικής μας «ήττας» του 1974, θεώρησε πως η ΔΔΟ ήταν ένα κάποιο σωσίβιο, έστω και τρύπιο. Στη συνέχεια και όλοι οι μετέπειτα πρόεδροι της Κ.Δ., χρησιμοποίησαν αυτό το ίδιο αποτυχημένο σωσίβιο, με το δικαιολογητικό ότι, εφόσον ο Πρόεδρος της απόλυτης πλειοψηφίας το αποδέκτηκε και κατετέθη στον ΟΗΕ ως επίσημη αποδοχή, δεν μπορούσαν να την απεμπολήσουν και να ξεφύγουν από αυτή τη δέσμευση. Όμως, όταν ένας πραγματικός ηγέτης, διαπιστώσει ένα σημαντικό, έστω και διαχρονικό λάθος ενός προκατόχου του, θα μπορούσε αν ήθελε, να το διορθώσει. Ευκαιρίες υπήρχαν, δεδομένης της συνεχούς αναπροσαρμογής των διπλωματικών και στρατηγικών στόχων της Τουρκίας. Όμως το πολιτικό κόστος και οι αντίθετες εγωιστικές εσωτερικές διχογνωμίες ήταν πάντοτε ανασταλτικός παράγοντας σε τέτοιες τολμηρές αποφάσεις. Γι’ αυτό κανένας ηγέτης μας δεν κατάφερε, ή δεν προσπάθησε να επιτύχει το επιδιωκόμενο ορθό αποτέλεσμα.
Το ερώτημα του σημερινού απογοητευμένου πολίτη είναι, γιατί 60 χρόνια ανεξαρτησίας, έστω και κολοβής, δεν καταφέραμε να ισχυροποιήσουμε την Κύπρο μας, διπλωματικά και στρατιωτικά, έτσι ώστε και η μεγάλη μας Πατρίδα η Ελλάδα, να επαναφέρει τουλάχιστον το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου, για να μη βρεθούμε στην κρίσιμη στιγμή, ξανά μακριά… Ενώ αντιλαμβανόμαστε ότι το τέλος του δρόμου πλησιάζει τραγικότερο, αντί να συσπειρωθούμε και να συστρατευτούμε με όλες μας τις δυνάμεις, σε έναν ανένδοτο και θυσιαστικό αγώνα «υπέρ βωμών και εστιών», αλληλοσυγκρουόμαστε για προσωπικά και κομματικά συμφέροντα, ενώ ταυτόχρονα, εκλιπαρούμε με άκρατη δουλοφροσύνη «λίγα ψίχουλα αγάπης» από τον βιαστή και κατακτητή μας.