Ο Χριστόδουλος Γ. Παχουλίδης γράφει με αφορμή την εορτή σήμερα των Θεοφανίων.

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, «ετών τριάκοντα αρχόμενος» (Λουκ. γ΄ 23), πριν αρχίσει το κοσμοσωτήριο έργο του, σαν απλός άνθρωπος, σαν αληθινός και ανυπόκριτος Ισραηλίτης, υπάκουος στους ιερούς νόμους, ώστε να γίνει παράδειγμα για μας, έρχεται από τη Γαλιλαία προς τον ποταμό Ιορδάνη και ζητά από τον προφήτη και πρόδρομο Του, τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, «του βαπτισθήναι υπ’αυτού».

Ο Τίμιος Πρόδρομος, δεν τον γνώριζε τότε, αν και μέσα στα σπλάχνα της μητέρας του σαν βρισκότανε, με την παρακίνηση του Αγίου Πνεύματος, «εσκίρτησεν  εν αγαλλιάσει» (Λουκ. α,΄44), τώρα  τον αναγνωρίζει σαν Θεό του. Σκύβει ευλαβικά το κεφάλι και με βουρκωμένα μάτια και συντριβή ψυχής του λέει: «Εγώ χρείαν έχω υπό Σου βαπτισθήναι». Τρέμω σαν άνθρωπος να αγγίξω το ύψος της Θεότητάς Σου. Όμως ο Κύριος τον διατάσσει: «Άφες άρτι».  Παραμέρισε εκλεκτή ψυχή τους δισταγμούς και τις αντιρρήσεις σου. Αυτό που σου φαίνεται ταπεινωτικό και αταίριαστο για μένα, πρέπει να γίνει, ώστε σαν άνθρωπος να εκπληρώσω όλες τις εντολές του Θεού, ώστε και αυτοί, οι άνθρωποι, να μάθουν το χρέος τους έναντι του νόμου του Θεού. Σκύβει ταπεινά το κεφάλι ο «μείζων εν γεννητοίς γυναικών» (Ματθ. ια΄,11) και προχωρεί ταπεινά και υπάκουα στο Θείο θέλημα.

Ο Χριστός «βαπτισθείς ανέβη ευθύς από του ύδατος». Ως απόλυτα αναμάρτητος ο Ιησούς Χριστός, βγήκε αμέσως από τα ύδατα του Ιορδάνη ποταμού, γιατί ο Ίδιος δεν είχε τίποτα να εξομολογηθεί, όπως όλοι οι άλλοι, οι θνητοί. Και τότε παρουσιάστηκε «της Αγίας Τριάδος η φανέρωσις». Το Πανάγιο Πνεύμα κατέβη από τους ανοιγμένους ουρανούς, με το  σχήμα περιστεράς, προς τον Ιησού ή Χριστό, ενώ η φωνή του Θεού Πατέρα ακούστηκε γλυκεία και ισχυρή συνάμα, να βεβαιεί, ότι Αυτός που βαπτίστηκε στον Ιορδάνη ποταμό, είναι ο αγαπημένος Υιός και Λόγος του Θεού. «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα». 

Εμείς, οι χριστιανοί της σήμερον, δύο χιλιάδες τόσα χρόνια, μετά τα μοναδικά και ανεπανάληπτα εκείνα γεγονότα, τα οποία αποτελούν μια υπέροχη σύνθεση μεγαλείου και ταπείνωσης, έχουμε δικαίωμα να απεμπολούμε το θέλημα του Θεού; Έχουμε δικαίωμα να μη σεβόμαστε την εν Τριάδι Θεότητα; Όταν ο Τίμιος Πρόδρομος αναγνωρίζει πόσο μικρός και αδύναμος είναι ενώπιον του Χριστού, τι πρέπει να αισθανόμαστε εμείς;

Νοερά, ας μεταφερθούμε και ’μεις σήμερα, εκεί στα νάματα του Ιορδάνη, μετανοημένοι για τα τόσα κρίματά μας, για να προσκυνήσουμε ευλαβικά τον Κύριο και Θεό μας. Και εκεί να γονατίσει η εξομολογημένη και καθαρή ψυχή μας και να τον παρακαλέσει να σταθεί δίπλα μας, στα τόσα προβλήματά μας, ιδιαίτερα στο εθνικό μας πρόβλημα. Να λαλήσει αγαθά στις καρδιές αυτών, που στα χέρια τους κρατούν το κλειδί της λύσης του Κυπριακού, ώστε να αντιληφθούν το άδικο που έχουν πράξει και να επανορθώσουν, ώστε σύντομα να επιστρέψουμε ελεύθεροι στην κατεχόμενη τώρα γη μας, στα σπίτια και στις εκκλησιές μας, κύριοι του είναι μας. Είθε να γίνουμε με τις πράξεις μας, άξιοι της θείας Χάριτος, ώστε να μας δώσει ο Κύριος, ό,τι του ζητούμε, και του χρόνου να αξιωθούμε να γιορτάσουμε τα άγια Του Θεοφάνια στην Αμμόχωστο, στην Κερύνεια, στη Λάπηθο, στον Καραβά, στην Καρπασία, στη Μόρφου, στους Σόλους και σ’ όλα τα λοιπά προσκυνήματά μας, στην τώρα κατεχόμενη πατρίδα μας. Αμήν.