Ευλαβικό αφιέρωμα, στη μνήμη του Ιάκωβου Κυθρεωτη από τη Δέσποινα Τενίζη, με αφορμή τη συμπλήρωση σήμερα δύο ετών από τον θάνατο του πεζογράφου και θεατρικού συγγραφέα. 

Ένα μπουκέτο μοσχομύριστα κατάλευκα χρυσάνθεμα βαστούσα μες το ένα χέρι μου και στ’ άλλο  μου, ισοζύγιζα το χάρτινο κουτάκι με όλα τα κουραμπιεδάκια που τους είχα φτιάξει, στο ίδιο χρώμα το λευκό, πασπαλισμένα άχνη ζάχαρη. 

Δεν ήταν τούτα, η μεγίστη έγνοια μου, μα η ψυχή μου που με κόπο πειθαρχούσα, μη και  πρώτη δρασκελίσει  το κατώφλι της εισόδου τους, κι αρχίσει παιδί ξέθαρρο, τις ερωτήσεις λαχτάρας, αθώας περιέργειας μαζί και αγωνίας! 

«Πείτε μου! Πάλι πείτε μου από την αρχή όλη την ιστορία! Πώς; Πότε και γιατί, θέλω να μάθω! Ποιος νίκησε; Το δίκιο; Ο Καλός; Η θέληση; Η επιμονή; Η ελευθερία;».

Αγέρωχος στεκότανε στην πόρτα του, μες το μολυβί σκουρόχρωμο κουστούμι του και το λευκό το κολάρο του πουκάμισου, πλαισίωνε το χαμογελαστό καλοσυνάτο πρόσωπό του. Ανεπαίσθητα εμπρός ανάλαφρα, γυρτοί οι ώμοι του, καταδείκνυαν το πολύωρο των ετών της αφοσίωσης στο συγγραφικό του έργο! Αποστολή θεάρεστη να αφουγκράζεται ο συγγραφέας της ψυχής του τον προικισμό κι ως τέτοια να καταφέρνει να τη δίδει αναλλοίωτη στο λευκό χαρτί, γραφίδα,  ατόφια χρυσοποίκιλτη τροφή πνευματική κι ωφέλιμη στο αναγνωστικό κοινό του. 

«Τενίζη Δέσποινα! Η χαρά μου μεγίστη να σας γνωρίζω, κύριε Κυθρεώτη!». Έτεινα χειραψία του το χέρι μου, πασχίζοντας να το λευτερώσω από όσα βαστούσα, καλούδια! Μες την αγκάλη του όλα τα χώρεσε μαζί μ’ αυτά κι εμένα! «Του αγαπητού μου, Ανδρέα, η θυγατέρα! Του αγαπημένου Σημαιοφόρου Τενίζη, η εγγόνα! Πέρασε κόρη μου! Από ’δω η Μάρω μου!». Η Μάρω του εξίσου γλυκύτατη, ευγενέστατη, αρχόντισσα κυρία, χορτασμένη πληρέστατα από τη στοργική του φροντίδα κι αγάπη! Ακόμα και στον τρόπο που μου τρατάρισε, με κινήσεις αρχοντικά αέρινες το τσάι βοτάνων, φαινόταν το ισοζυγισμένο τόσο όσο της αγάπης και της τρυφερότητας με την οποία φρόντιζε να της τρέφει την καρδιά της. 

«Η Μάρω μου, είναι της ψυχής μου το απάνεμο λιμάνι! Καθισμένος στο γραφείο μου τούτο ’δω, γράφω με τις ώρες, για τη ζωή, για τους ανθρώπους, για γεγονότα ταραχών που τραυμάτισαν την ψυχή μου, αγγλοκρατίες, στερήσεις και χτυπήματα, μα κάθε που ακουμπώ στο λευκό χαρτί την πένα μου, γυρνώ και αγναντεύω το χαμόγελό της, στην πολυθρόνα της αντίκρυ μου εκεί, αρχόντισσα δική μου, ένθρονη με καλοδέχεται κάθε που επιστρέφω από όποιων γεγονότων τη γραφίδα!» .

«Δεκαπέντε, πέντε, εικοσιπέντε!». Ανάλαφρη, χάδι παρέμβαση διακριτή ακούστηκε επιβεβαιωτικά η καλή του Μάρω! «Η ημερομηνία γεννήσεως του Ιάκωβού μου!». Λες και καυχιόταν με χαρά του παιδιού της τη γέννηση, μα είναι όμως η ημερομηνία γεννήσεως του ανδρός της! Ζευγάρι υπέροχο που συμβαδίζει τους η ψυχή και η ζωή τους σε αρμονική συμπόρευση και ετούτο το ένοιωσα σε κάθε τους κίνηση, κάθε φράση, κάθε επικοινωνίας  μεταξύ τους βλέμμα! Δεν κουμαντάρισα το αχνό χαμόγελο καθώς τους χαιρόμουνα τόσο αγαπημένους! «Σελίδα 35, Ανθολογία κυπριακής λογοτεχνίας για το Γυμνάσιο, Με τη Σημαία στο χέρι». Πήρε το βιβλίο μες τα χέρια του κι άρχισε με ψυχούλα έκδηλα τρεμάμενη, να μου διαβάζει! Ξεδιπλωνόταν μπρος μου το μωρό παιδί καθώς μου ιστορούσε τι είχε βιώσει η παιδική ψυχούλα του! Από τους πανηγυρικούς παιάνες και τα εμβατήρια, του καθήλωσαν άθυρμα στα χέρια τους, μπρος στα μάτια του οι καταδότες τον αγαπημένο του, Σημαιοφόρο. Κράτησε στα χέρια του τη σελίδα μετέωρη! Εχρωματίστηκε η συγκίνηση στης φωνής τη χροιά! «Ο πατέρας μου, που ένοιωθε τη σφοδρή μου πεθυμιά, με τράβηξε από το χέρι κοντά του! Μου χάιδεψε ’λαφρά το κεφάλι, χαμογέλασε και είπε:“ Έλα γιε μου να σου συστήσω τον Σημαιοφόρο ! Είναι ο Σάββας Τενίζης!”. Κείνη τη στιγμή το μικρό μου κορμί λούστηκε στην ανατριχίλα». 

Διέκρινα το δάκρυ του! Κι ας έγραφε στο αφιέρωμα για το αδάκρυτο στον πόνο πρόσωπο του αγέρωχου Σημαιοφόρου. Έκανα μια φευγαλέα σκέψη μπρος στη διαπίστωση! Πώς τα φέρνει έτσι η ζωή! Να κρέμομαι εγώ από τα χείλη του συγγραφέως ετούτου, τον δικό μου παππού να μου συστήσει! Πώς τους ενίκησε τους Άγγλους να μου πει! Πώς τον ανέβηκε αδάκρυτος όλο τον Γολγοθά του! 

«Είχε η ψυχή του πανοπλία της, τον Χριστό! Δακρύζουμε κόρη μου ξέρε το κι εμείς οι γενναίοι μα υπερευαίσθητοι προικισμένοι άντρες!». Γύρισε και γύρεψε άλλη μία φορά, χάδι της ψυχής, της Μάρως του, το βλέμμα! Μέτα από κάθε επιστροφή ιστόρησης των σκληρών καιρών. Του χαμογέλασε. Μπήκε σε τάξη πάλι η ψυχή του! 

Επήρα το λευκό χαρτάκι μου κι έβαλα τίτλο πάνω-πάνω στις  όποιες σημειώσεις μου: «Με της ψυχής, τη μελάνη! Κυθρεώτης  Ιάκωβος». Είναι ένα τάλαντο κόσμημα σπάνιο να μεταγγίζει τη γραφή του ο συγγραφέας στην ψυχή μας!