Μας ξύπνησαν μέσα στη νύχτα και μας είπαν πως κινδύνευε η πατρίδα. Μας διάταξαν ν’ ανεβούμε στα άρματα. Μας οδηγούσαν χωρίς να ξέρουμε πού. Όταν φτάσαμε εδώ, μας διάταξαν να σταματήσουμε και να στρέψουμε τα πολυβόλα απέναντι στο Πολυτεχνείο.

Ήταν μεσάνυχτα, 17 του Νιόβρη 1973. Πυκνό σκοτάδι απλωνόταν παντού, που δεν ήταν, τότε στην Ελλάδα, γνώρισμα μόνο της νύχτας…

Σας άκουσα να τραγουδάτε «πότε θα κάνει ξαστεριά», όταν ένας δικός μας αξιωματικός σας διάκοψε.

– Παραδοθείτε, σε τρία λεπτά διατάζω επίθεση…

Τότε ήταν που με συγκλόνισε η δική σου φωνή, που την άκουγα για πρώτη και τελευταία φορά.

– Αδέλφια, μην πυροβολείτε τ’ αδέλφια σας. Είμαστε άοπλοι. Αγωνιζόμαστε ειρηνικά για τη δημοκρατία, για τη λευτεριά όλων των Ελλήνων…

Δεν θυμάμαι τι έγινε ύστερα. Θυμάμαι μόνο πως από ’κείνη την ώρα ντρεπόμουν για μένα, για τη στολή μου. Δεν ένιωθα Έλληνας.

Σκέφτηκα ν’ αφαιρέσω και τη δική μου ζωή με το ίδιο όπλο. Δεν βρήκα το θάρρος. Ήμουν πάντα τόσο δειλός… Είναι η πρώτη φορά, από τότε, που τολμώ να σύρω τα βήματά μου μέχρις εδώ, στον ιερό χώρο της ελευθερίας.

Τούτη τη φορά, αδελφέ μου, έρχομαι μόνος, χωρίς ξένες εντολές και προστάγματα. Με μοναδικό οδηγό τη συνείδησή μου που από τότε, από εκείνη τη μαύρη νύχτα του Νιόβρη, έχει γίνει φωτιά μέσα μου και με καίει…

Ήρθα εδώ, αδελφέ μου, μ’ ένα δάφνινο στεφάνι στο χέρι, μόνο για λίγα λεπτά. Γιατί νιώθω πόσο ξένος είναι για μένα ο ιερός τούτος χώρος.

Ήρθα εδώ να προσκυνήσω τον τάφο σου, εγώ ο δολοφόνος σου! Και να σου πω πόσο ζηλεύω τη δόξα σου, πόσο σε θαυμάζω!

Δεν θα σου ζητήσω να με συγχωρέσεις, γιατί, το ξέρω, δεν το αξίζω. Ξέρω πόσο δειλός φάνηκα τότε, όταν εκτελούσα ένα απάνθρωπο πρόσταγμα, όταν δολοφονούσα εσένα και την Ελλάδα…

Αν τολμούσα τότε να πω «όχι» σίγουρα δεν θα ζήλευα τώρα τη δική σου τη δόξα. Ούτε η Χούντα θα ’νιωθε τόσο δυνατή για ν’ απλώσει, ύστερα, χέρι στην Κύπρο.

Αν τολμούσα εκείνο το «όχι» σίγουρα δεν θα εξευτελιζόταν τόσο η Ελλάδα, ούτε θα χανόταν η Κύπρος…