Την απογοήτευσή της εκφράζει η Μαίρη Γ. Γρηγοριάδου για τη μοίρα των μικρών και αδύνατων, να σκύβουν το κεφάλι στους δυνατούς για την επιβίωση.

Πικρή η διαπίστωση καθημερινά ότι πάνω σε τούτο τον πλανήτη της αθλιότητας ένας είναι ο νόμος και μοίρα για τους μικρούς και τους αδύνατους, να σκύβουν το κεφάλι ξανά και ξανά στους δυνατούς για την επιβίωση! 

Χώμα ας γενούμε το λοιπόν και εμείς να μας πατούν οι δυνατοί αν ξέραμε στα σίγουρα ότι έτσι θα σώζαμε από τον χαμό και τη δική μας φτωχή πατρίδα και εάν με μια τέτοια συμπεριφορά θα κερδίζαμε για μας και για τα παιδιά μας μια θέση υπό τον ήλιο, μια θέση στη ζωή πάνω στη γη των Πατέρων μας.

Όμως τα 46 τούτα χρόνια που κύλησαν διέλυσαν τις αυταπάτες και εξανέμισαν τις ελπίδες και απέμεινε μονάχα η αλήθεια πικρή και ωμή, ότι κάθε λεπτή αρετή του ανθρώπου έχει χαθεί για πάντα από τις καρδιές των αδίστακτων εμπόρων των εθνών και δεν σημαίνει απολύτως τίποτα γι’ αυτούς αν θα ζήσουν ή αν θα πεθάνουν μερικές χιλιάδες ψυχές ριγμένες έξω κάτω σε τούτη τη γωνιά της Μεσογείου και αν αυτό απαιτούν τα σχέδιά τους και τα συμφέροντά τους να μας αφήσουν στο έλεος και στο μαχαίρι των 80 εκατομμυρίων Τούρκων, θα το πράξουν χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς οίκτο, χωρίς συμπόνια ή ντροπή ακόμα κι αν δεν τους χαλούσαμε ποτέ το χατήρι, ακόμη και αν σερνόμαστε στα γόνατα να τους παρακαλούμε!

Είμαστε μόνοι πάνω σ’ ένα κομματάκι γης, ανάμεσα ουρανού και θάλασσας και στην τραγική μας τούτη ώρα μονάχα ο Θεός και η αξιοπρέπειά μας έχουν απομείνει πια, αυτή η βουβή αξιοπρέπεια μπροστά στον κίνδυνο που αντριώνει την ψυχή των μικρών και των αδυνάτων!

Αν στο τέλος τέτοια θα ‘ναι η μοίρα και το ριζικό μας ας πεθάνουμε λοιπόν με αξιοπρέπεια χωρίς να σκύψουμε για άλλη μια φορά ταπεινά το κεφάλι στους δήμιους μας και στους συνεργάτες των δημίων μας. 

Αυτό προστάζει τώρα η καρδιά και η λογική με σεβασμό ακούει την φωνή της και της παραχωρεί τη θέση της!

«Ένα μεθύσι αλλόκοτο μια σκοτεινή ανεξήγητη χαρά τον είχε συνεπάρει, ένιωθε πως αλάφρωσε, πως γλίτωσε. Δεν συλλογίζονταν πια τίποτα. Όλες οι έγνοιες του μυαλού, μάνα γυναίκα, γιος, αφανίστηκαν και δεν έμεινε μπροστά του παρά ετούτο το ένα, το παμπάλαιο χρέος! 

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ! μούγκριζε κοιτάζοντας ψηλά. 

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ! Κι άλλη πια χαρά, πίκρα, λαχτάρα δεν τούχε απομείνε!»

Ν. Καζαντζάκης «Ο Καπετάν Μιχάλης».