Σε μια εποχή ασφυκτικής τσιμεντοποίησης και οικολογικής αβεβαιότητας, η φύση επιμένει να επιστρέφει και να διεκδικεί χώρο στις πόλεις — πότε σιωπηλά, πότε θεαματικά. Από τις άγριες ανεμώνες σε ξεχασμένα πρανή μέχρι γουρουνάκια ή αλεπούδες στις γειτονιές, το ερώτημα παραμένει: Εμείς αντέχουμε να δώσουμε χώρο στη φύση;
Η άγρια φύση ξεπροβάλλει εκεί που δεν την περιμέναμε: Πριν από λίγες μέρες ένα μικρό «αγριογούρουνο»*, ή κάτι που του έμοιαζε, σουλατσάριζε αμέριμνο στα μονοπάτια της Αλυκής Λάρνακας. Η κόρη μου το κοίταζε με έκπληξη. Η σκηνή –το ζώο να κυνηγά παιχνιδιάρικα μια γάτα και μετά να πίνει νερό από μια πρόχειρη ποτίστρα που άφησαν φιλόζωοι για την άγρια πανίδα της περιοχής– φάνταζε σουρεαλιστική, σχεδόν ποιητική. Κι όμως ήταν αληθινή. Όλα αυτά δεν είναι ένα ακόμα viral στιγμιότυπο. Είναι μια μαρτυρία: η φύση ζει γύρω μας, ακόμη κι αν δεν την κοιτάμε.

Το κατάλαβα και στην αυλή μου, όταν, σαν από θαύμα, πριν από μερικά χρόνια φύτρωσαν άγρια βατράχια (Ranunculus asiaticus) – ένα μυστικό μικροοικοσύστημα που κανείς δεν είχε καλέσει, αλλά που βρήκε τρόπο να επιστρέψει.

Το σκέφτομαι κάθε φορά που περνώ από εκείνη τη μικρή λωρίδα γης, ένα λοφάκι δίπλα στον κυκλικό κόμβο κοντά στο Φιλοξενία στη Λευκωσία. Είναι το μοναδικό μέρος, εκτός από το Εθνικό Πάρκο Αθαλάσσας, όπου κάθε χρόνο φυτρώνουν ακόμη άγριες ανεμώνες. Τις αναζητώ κάθε Φλεβάρη μέσα από το τζάμι του αυτοκινήτου, με μια γλυκιά αγωνία: «Άνθισαν φέτος;». Το ίδιο και στα ριζά του αυτοκινητόδρομου λίγο πριν τη Λεμεσό: κυκλάμινα ανθίζουν πεισματικά κάθε χρόνο σ’ έναν λόφο — μέχρι που πρόσφατα, μια τεράστια μεταλλική διαφήμιση κάλυψε τον μισό τους χώρο.
Αντίστοιχα, κάθε Άνοιξη, μόλις ξεπροβάλλουν οι πρώτες άγριες μολόχες, μαργαρίτες και λαψάνες, σε νησίδες, πρανή και άκρες δρόμων, οι κάτοικοι των πόλεων —και συχνά οι ίδιες οι τοπικές αρχές— σπεύδουν να ψεκάσουν με φυτοφάρμακα. Μέσα σε λίγες μέρες, στη θέση της αυθόρμητης βλάστησης, απλώνεται μια ξερή, κίτρινη λωρίδα θανάτου. Η Άνοιξη εξορίζεται στο όνομα της «τάξης».
Η φύση επιστρέφει — αν την αφήσουμε
Ο Βρετανός ιστορικός Μπεν Γουίλσον, στο πρόσφατο βιβλίο του Αστική Ζούγκλα (εκδ. Διόπτρα), μας προσκαλεί να δούμε τις πόλεις αλλιώς: όχι ως οχυρά ενάντια στη φύση, αλλά ως δυνητικά εύφορα εδάφη για τη βιοποικιλότητα. Περιγράφει το Χονγκ Κονγκ, όπου οι ινδικές συκιές (μπανιάν) τρυπούν την άσφαλτο και αγκαλιάζουν τα κτίρια. Τη Νέα Υόρκη, όπου το πάρκο Freshkills έχει χτιστεί πάνω σε πρώην χωματερή και φιλοξενεί περισσότερα είδη απ’ ό,τι το Εθνικό Πάρκο Γιοσέμιτι. Τη Σιγκαπούρη που ενσωματώνει πράσινες στέγες, κάθετους κήπους, ακόμη και τροπικά δέντρα μέσα σε ουρανοξύστες.

Μιλά για το rus in urbe — την ιδέα του να φέρουμε την ύπαιθρο μέσα στην πόλη — και υπενθυμίζει ότι το Κολοσσαίο της Ρώμης, τον 19ο αιώνα, φιλοξενούσε 337 είδη φυτών. Η φύση δεν είναι φολκλόρ. Είναι βασική υποδομή ζωής.
Πόλεις που τολμούν
Σε διάφορες γωνιές του κόσμου, πόλεις με όραμα επιχειρούν να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση τους με τη φύση. Μέσα από καινοτόμα σχέδια αστικής αναγέννησης, αποδεικνύουν ότι η βιοποικιλότητα δεν είναι εμπόδιο στην ανάπτυξη, αλλά θεμέλιο για ένα βιώσιμο και ανθρώπινο μέλλον. Ας δούμε λοιπόν μερικές πόλεις που τολμούν:
Παρίσι: Με το πρόγραμμα Parisculteurs, η γαλλική πρωτεύουσα προσκαλεί πολίτες, αρχιτέκτονες και αγρότες να μεταμορφώσουν ταράτσες και ανεκμετάλλευτους χώρους σε αστικούς λαχανόκηπους. Ο στόχος είναι 100 εκτάρια καλλιεργήσιμης επιφάνειας εντός της πόλης έως το 2030.

Σιγκαπούρη: Οραματίστηκε την πόλη-μέσα-σε-κήπο και την έκανε πράξη. Τα Supertree Grove στους κήπους της Marina Bay και οι πράσινοι κάθετοι τοίχοι στα δημόσια κτίρια δείχνουν ότι η τεχνολογία μπορεί να υπηρετήσει την οικολογία.

Νέα Υόρκη: Το πάρκο Freshkills δημιουργήθηκε πάνω από την παλαιότερη χωματερή της πόλης, μεταμορφώθηκε με περιβαλλοντική αποκατάσταση και σήμερα αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους πράσινους χώρους της μητρόπολης, φιλοξενώντας δεκάδες είδη φυτών, πουλιών και εντόμων. Ταυτόχρονα, αστικές στέγες αξιοποιούνται για καλλιέργειες και οικολογικές υποδομές.

Βερολίνο: Πόλη-πρωτοπόρος στην έννοια των «αυτόνομων οικοσυστημάτων». Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Ψυχρό Πόλεμο, εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές εκτάσεις και ερείπια μετατράπηκαν σε αστικά δάση, πάρκα και χώρους φιλοξενίας απειλούμενων ειδών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Natur-Park Südgelände, ένας βοτανικός θησαυρός μέσα σε έναν παλιό σιδηροδρομικό σταθμό.

Λονδίνο: Ήδη από τον 19ο αιώνα είχε υιοθετήσει την έννοια του rus in urbe —της υπαίθρου εντός της πόλης— με τη δημιουργία πράσινων σφηνών και πάρκων. Σήμερα, επεκτείνει τη βιοποικιλότητα με το London National Park City, ένα κίνημα που προωθεί τη μετατροπή όλης της πόλης σε οικοσύστημα.

Βαρκελώνη: Με τα superblocks (superilles) απομακρύνει την κυκλοφορία από τμήματα της πόλης, τα οποία μετατρέπει σε πράσινες ζώνες με παιδικές χαρές, δέντρα και χώρους κοινωνικής συνάθροισης.
Άμστερνταμ: Ενσωματώνει ελεύθερα αναπτυσσόμενο πράσινο στον δημόσιο χώρο, επιτρέποντας σε αναρριχώμενα φυτά, χόρτα και θάμνους να καλύψουν τοίχους, γέφυρες και πεζοδρόμια χωρίς «εξευγενισμό», ενισχύοντας τη βιοποικιλότητα και τη φυσική σκίαση.
Η φύση δεν είναι ντεκόρ για την πόλη. Είναι το μέλλον της!
Στην Κύπρο, έχουμε μάθει να περιποιούμαστε το πράσινο, αλλά όχι να το ανεχόμαστε όταν αυτονομείται. Μας φοβίζουν οι τσουκνίδες, τα αγριολούλουδα και τα χόρτα στις πλάκες. Οι τεράστιες παλλούρες ή κονναρκές (Ziziphus lotus) στα άδεια οικόπεδα των πόλεων, η πανέμορφη κάππαρη που φυτρώνει στο μπετόν ακόμη και σε τοίχους. Θεωρούμε παραμέληση αυτό που στη φύση είναι εξέλιξη. Και όταν ξεπροβάλλει αυθόρμητα —όπως οι ανεμώνες, τα κυκλάμινα ή οι μολόχες— σπάνια σταματάμε να αναρωτηθούμε: Μήπως αυτό είναι η πόλη όπως θα έπρεπε να είναι;

Η «άγρια» φύση δεν είναι εχθρός της πόλης. Είναι προϋπόθεσή της. Είναι η μόνη αληθινή αρχιτεκτονική ανθεκτικότητας στην εποχή της κλιματικής κρίσης. Ο Γουίλσον δεν κινδυνολογεί. Δεν μιλά για καταστροφή, αλλά για συμβίωση. Αναδεικνύει πώς πόλεις όπως το Άμστερνταμ, η Σιγκαπούρη ή ακόμα και το Νέο Δελχί ενσωματώνουν το πράσινο σε κάθε κλίμακα – όχι για λόγους αισθητικής, αλλά επιβίωσης.
Σκέφτομαι ένα οικόπεδο σε μια γειτονιά της Λευκωσίας, εκεί όπου κατεδαφίστηκε μια μονοκατοικία και μέσα σε λίγους μήνες φύτρωσαν μαργαρίτες και χόρτα. Οι περαστικοί το αποφεύγουν. Το θεωρούν «παραμελημένο». Όμως αυτός ο «ακατάστατος» μικρόκοσμος είναι απόδειξη πως η φύση είναι πάντα εδώ, πρόθυμη να επιστρέψει αν της το επιτρέψουμε. Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι «πόση φύση αντέχει η πόλη», αλλά αν εμείς οι ίδιοι μπορούμε να αντέξουμε μια πόλη που δεν ελέγχεται πλήρως, που αφήνει περιθώρια στην αβεβαιότητα, στο αναπάντεχο, στο πράσινο που θεριεύει.
Η Αστική Ζούγκλα του Γουίλσον είναι ένα αναγκαίο ανάγνωσμα για όλους όσοι σχεδιάζουμε, κατοικούμε ή απλώς ελπίζουμε σε βιώσιμες πόλεις. Μας δείχνει ότι υπάρχει και άλλος δρόμος. Αρκεί να σταματήσουμε να φοβόμαστε το πράσινο όταν ξεφεύγει από τα όρια των γλαστρών. Ο Μπεν Γουίλσον το λέει απλά: «Αν βλέπαμε τις πόλεις ως οικοσυστήματα, θα επαναπροσδιορίζαμε τη θέση μας στον πλανήτη». Η φύση δεν μας περιμένει. Είναι ήδη εδώ.
*Το περιστατικό στην Αλυκή ήταν μεν απρόσμενο, αλλά ίσως όχι εντελώς ανεξήγητο. Τα τελευταία χρόνια, τα γουρουνάκια έχουν γίνει ιδιαίτερα δημοφιλή ως κατοικίδια, με τη «μόδα» των mini ή micro pigs να εξαπλώνεται διεθνώς — συχνά επηρεασμένη από τη στάση διάσημων όπως η Paris Hilton, η Victoria Beckham ή η Ariana Grande. Το πρόβλημα είναι ότι πολλά από αυτά τα ζώα τελικά μεγαλώνουν πολύ περισσότερο απ’ όσο ανέμεναν οι ιδιοκτήτες τους. Γι΄αυτό και εγκαταλείπονται όταν πια δεν «χωρούν» στον αστικό τρόπο ζωής. Ίσως το γουρουνάκι της Αλυκής να ήταν μία τέτοια περίπτωση: ένα πρώην κατοικίδιο που βρέθηκε ξαφνικά ελεύθερο, αλλά –ευτυχώς– όχι φοβισμένο. Ένα είδος αναγκαστικής επιστροφής στη φύση, μέσα στα όρια της πόλης.