Παρά τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για μη χρήση όρων που συνδέουν τον Covid-19 ιό με την Κίνα ή την Ουχάν, όπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά, ώστε να αποφεύγονται τυχόν διακρίσεις, ο Αμερικανός πρόεδρος αναφερόμενος στην πανδημία έκανε λόγο για «κινέζικο ιό» κλιμακώνοντας έτσι την ένταση στις σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου. Στην ίδια ομιλία του ο Ντόναλντ Τραμπ επιτέθηκε και στους Δημοκρατικούς του αντιπάλους, καλώντας τους να κρατήσουν την πολιτική έξω από τον αγώνα που δίνεται για αντιμετώπιση της νέας πανδημίας. 
 
Αυτό δεν είναι εύκολο να γίνει. Παρότι πρόκειται πρωτίστως για ένα ιατρικό θέμα και όλες οι προσπάθειες εστιάζονται στους ανθρώπους που νοσούν, στην ανεύρεση εμβολίου αλλά και θεραπείας, στα νοσοκομεία και στο ιατρικό προσωπικό που δίνουν και τη ζωή τους για να σώσουν αυτές των συνανθρώπων τους, ο Covid-19 βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής. Οι αποφάσεις που παίρνονται και η αποτελεσματικότητα των μέτρων που παίρνονται όχι μόνο θα κρίνουν το μέλλον πολλών κυβερνήσεων και πολιτικών, αλλά είναι καθοριστικές για τις διπλωματικές, οικονομικές και πολιτικές σχέσεις των κρατών μεταξύ τους.
Έτσι, την ίδια ώρα που είμαστε σε πόλεμο με έναν αόρατο εχθρό, οι χώρες δίνουν και μάχες μεταξύ τους.
 
Εξετάζοντας τις εξελίξεις τις τελευταίες δύο εβδομάδες βλέπουμε πως δεν αλλάζει μόνο η καθημερινότητά μας σε μια παγκόσμια κλίματα, επεσήμανε ο Ρόναλντ Φρόιντεσταϊν, διευθυντής του Wilfried Martens Centre. «Ο Covid-19 έχει, επίσης, πολιτικό αντίκτυπο με τουλάχιστον τρεις κύριες διαστάσεις: τις σχέσεις μεταξύ Κίνας και Δύσης, την τάση μέσα στη Δύση να ακολουθήσει παρόμοια αυταρχικά μονοπάτια, και τις ανανεωμένες εκκλήσεις της Αριστεράς για μεγάλη κυβέρνηση. Αυτές οι διαστάσεις είναι αλληλένδετες γιατί σε τελική κατάληξη είναι οι διάφορες μορφές οργάνωσης των κοινωνιών μας και η σχέση μεταξύ ατόμου και συλλογικού», επεσήμανε.
Οι δηλώσεις και όλες οι κινήσεις που γίνονται, για παράδειγμα, από το Πεκίνο και την Ουάσιγκτον, μπορούν να ιδωθούν και από τη σκοπιά της πολιτικής αντιπαλότητας που έχουν οι δύο χώρες μεταξύ τους, ειδικά σε εμπορικό επίπεδο. Καθώς προσπαθούν να επιρρίψουν η μια στην άλλη τις ευθύνες για την προέλευση του φονικού ιού, την ίδια στιγμή η τακτική τους έχει στόχο να στείλουν μηνύματα στην αντίπαλη πλευρά, όσο και στο εσωτερικό των χωρών τους. Γιατί τόσο ο Σι Τζινπίνγκ όσο και ο Ντόναλντ Τραμπ θέλουν να έχουν με το μέρος τους, τους συμπολίτες τους. 
 
Το μεγάλο ερώτημα είναι βέβαια ποιες αντιδράσεις θα υπάρξουν όταν ο θόρυβος από τον κορωνοϊό καταλαγιάσει και ο πλανήτης θα πρέπει να μαζέψει τα κομμάτια του, επιδιώκοντας να λειάνει όσο το δυνατόν περισσότερο τις τεράστιες οικονομικές και καταστροφές που θα αφήσει πίσω της η πανδημία. Ακόμη και τότε είναι πολύ πιθανόν πως η αντιπαλότητα θα συνεχιστεί. Όπως έγραψε ο Ρόναλντ Φρόιντεσταϊν, ακόμη και σε μια περίοδο παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης η Δύση στο σύνολό της και όχι μόνο οι ΗΠΑ, όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα, θα θελήσει να μειώσει την οικονομική και τεχνολογική εξάρτηση από την Κίνα. Ενδεικτική της κατάστασης είναι όλα όσα βλέπουμε να γίνονται γύρω από την ανάπτυξη του δικτύου 5G και τις έντονες αντιδράσεις της Ουάσιγκτον να κρατήσει την κινεζική εταιρεία Huawei μακριά από αμερικανικά αλλά και ευρωπαϊκά συμβόλαια.
Φυσικά, Κίνα και Δύση έχουν στενούς δεσμούς και καμιά πλευρά δεν επιθυμεί την πλήρη αποκοπή τους. Συνδέσεις και σχέσεις πάντα θα υπάρχουν μεταξύ των δύο πλευρών. «Όμως, η μητέρα όλων των συστημικών ζητημάτων είναι πράγματι αν το μέλλον ανήκει σε κοινωνίες που είναι καλύτερα ικανές να εκμεταλλευτούν τις δυνάμεις της φύσης, ανεξάρτητα από τις πολιτικές ιδέες», διερωτήθηκε ο Ρόναλντ Φρόιντεσταϊν, επισημαίνοντας πως αυτή είναι μια τάση που συνεχώς αμφισβητείται. 
Ταυτόχρονα, πρέπει να δούμε όμως πως ο φονικός κορωνοϊός κατάφερε να κάνει αυτό που δεν μπόρεσε η μεταναστευτική κρίση, δηλαδή να αναγκάσει την Ευρωπαϊκή Ένωση να σφραγίσει τα εξωτερικά σύνορά της. Πρόκειται για ένα δρακόντειο μέτρο, το οποίο δείχνει να μιμείται αυτά που υιοθέτησε η Κίνα. Άλλωστε θέσφατο για την ΕΕ τα ανοικτά σύνορα, τώρα η προθυμία διατήρησης του στάτους κβο έσβησε μπροστά στον φόβο και την αποφασιστικότητα των κρατών μελών να καταπολεμήσουν την πανδημία. Αυτό που πρέπει να δούμε, είναι ότι αυτή η απόφαση θα δημιουργήσει προηγούμενο και φυσικά πως θα σπεύσουν να το εκμεταλλευτούν τα διάφορα ακροδεξιά κόμματα, τα οποία εδώ και πολύ καιρό ονειρεύονται κατάργηση της ελεύθερης διακίνησης και κλείσιμο των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης. 
Τους επόμενους μήνες ίσως και χρόνια θα αντιληφθούμε ότι πολλά πράγματα όπως τα ξέραμε μέχρι σήμερα θα διαφοροποιούνται αλλά και θα αμφισβητούνται. Πρέπει να προσπαθήσουμε οι εξαιρέσεις να μην γίνουν συνήθεια. Αν δηλαδή δεχτήκαμε να κλείσουν τα σύνορα ή να περιοριστούν οι μετακινήσεις μας αυτό να είναι για σύντομο χρονικό διάστημα και για να προστατευτεί η υγεία μας και όχι να το εκμεταλλευτούν αυταρχικοί ηγέτες και κυβερνήσεις για να προχωρήσουν σε καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
 
Αλληλοκατηγορίες ΗΠΑ και Κίνας
 
Ο φονικός κορωνοϊός εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 2019 στην κινεζική μεγαλούπολη Ουχάν, σε μια αγορά όπου πωλούνται άγρια ζώα. Παρόλα αυτά στο Πεκίνο κυκλοφόρησαν θεωρίες συνωμοσίας» κατά των ΗΠΑ, όπως εκείνη που υπονοεί ότι οι Αμερικανοί ήταν εκείνοι που έφεραν τον κορωνοϊό στην Ουχάν. Η Ουάσινγκτον αντιδρά και είναι γι’ αυτό το λόγο που ο Ντόναλντ Τραμπ, δεν σταματά να μιλά για «κινεζικό» ιό, ξέροντας πως αυτό προκαλεί το Πεκίνο.
 
Η πολιτική πραγματικότητα είναι εύκολο να αλλάξει

Βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή της πανδημίας. Στο μεταξύ χιλιάδες άνθρωποι έχουν πεθάνει, η αντίδραση της Ουάσινγκτον για απαγόρευση ταξιδιών εξόργισε τους Ευρωπαίους που απάντησαν πίσω με το ίδιο νόμισμα, την ίδια ώρα που η Κίνα επιδιώκει να βγάλει από πάνω της τη ρετσινιά ότι εκείνη ευθύνεται. Ο Covid-10 επανακαθορίζει και τη γεωπολιτική σκηνή παγκοσμίως. Όταν περάσει η πανδημία, που έχει ήδη προσβάλει περισσότερους από 200.000 ανθρώπους σε όλον τον κόσμο με σχεδόν 10.000 θύματα το μόνο βέβαιο είναι ότι θα δούμε να σημειώνονται μεγάλες πολιτικές αναταραχές. Κάποιες κυβερνήσεις θα κλονιστούν, αφού οι πολίτες θα τις κατηγορήσουν ότι απέτυχαν να ανταποκριθούν στην κρίση. Ορισμένες οικονομίες θα γνωρίσουν αναταράξεις, άλλες θα καταρρεύσουν. Οι διμερείς σχέσεις πολλών χωρών θα επηρεαστούν και ο ανταγωνισμός θα μεγαλώσει, καθώς όλοι θα προσπαθήσουν να κτίσουν πάνω στα χαλάσματα που αφήνει πίσω του ο ιός. 

Μάλιστα κάποιοι αμφιβάλλουν πλέον για τον ρόλο της Ουάσινγκτον ως ηγέτιδας του ελεύθερου κόσμου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως επισήμανε η Κέιτ Μαγκσέιμεν, αντιπρόεδρος της ομάδας προβληματισμού Center for American Progress. «Πιστεύω ότι πολλοί εταίροι και σύμμαχοί τους αναρωτιούνται αν μπορούν να βασίζονται στις ΗΠΑ για να δώσουν την απάντηση σε μια παγκόσμια κρίση», εξήγησε. Το γεγονός μάλιστα, πως ο Ντόναλντ Τραμπ δεν φαίνεται να κατανοεί την κρισιμότητα της κατάστασης, αλλά επιδιώκει να εκμεταλλευτεί την κατάσταση προς προσωπικό του όφελος, δεν κάνει τα πράγματα καλύτερα. 
Το σίγουρο είναι πως η πολιτική πραγματικότητα μπορεί να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη.

Στην Κίνα για παράδειγμα ο Σι Τζινπίνγκ, που μέχρι πρόσφατα θεωρείτο απρόσβλητος έγινε το πρώτο διάστημα που ξέσπασε η πανδημία στόχος επικρίσεων, ενώ οι χρήστες του διαδικτύου στη χώρα του εκθείαζαν τους γιατρούς. Το ίδιο συνέβη και με τους Αμερικανούς να επαινούν το έργο του Άνθονι Φαούτσι, του διευθυντή του Εθνικού Ινστιτούτου Λοιμωδών Νόσων και όχι τον Πρόεδρό τους. Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές του 2016, το Brexit και οι εκλογικές επιτυχίες άλλων λαϊκιστικών πολιτικών, θεωρήθηκαν απόδειξη ότι οι τεχνοκράτες απέτυχαν. Ίσως τώρα να «πάρουν» την εκδίκησή τους και αφού οι λαϊκιστές αποτυγχάνουν να γίνουν ήρωες.

Νομπελίστες: Αγαπήσαμε ξανά το κράτος
 
Χάρη στον κορωνοϊό αγαπήσαμε ξανά το κράτος. Δύο νομπελίστες οικονομολόγοι έγραψαν στη γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung ότι οφείλουμε να στηρίξουμε τα μέτρα που λαμβάνονται από τα κράτη για την αντιμετώπιση της πανδημίας, παρά τη συκοφάντηση της εννοίας του κράτους σαν συνώνυμο της αναποτελεσματικότητας και της διαφθοράς. Η ανάλυσή των οικονομολόγων Έστερ Ντάφλο και Αμπιτζίτ Μπανερτζί είναι άκρως ενδιαφέρουσα και θίγει ακριβώς τη σχέση των πολιτών μαζί με το κράτος.
Σε τέτοιας έκτασης εξάπλωση μιας μολυσματικής νόσου, όπως είναι η παρούσα πανδημία, είναι σημαντικό να υπάρχει εμπιστοσύνη από πλευράς πολιτών στις κρατικές δομές. Αλλιώς, αν δεν υπάρχει καμία εκτίμηση και πίστη, ποιος και γιατί να δώσει βάση στις οδηγίες για παραμονή στο σπίτι, για καλό πλύσιμο των χεριών, κ.λπ. Κανείς και για κανέναν λόγο. Όσο δημοφιλής και αν είναι, λόγου χάρη, οι ηθοποιοί και οι τραγουδιστές με τις σχετικές προτροπές για καλό πλύσιμο των χεριών ή με εισηγήσεις για το τι θα κάνουμε τώρα που μένουμε σπίτι, ο πολίτης, αν δεν εμπιστεύεται το κράτος, θα θεωρήσει ότι όσα προπαγανδίζουν για λογαριασμό του κράτους δεν είναι παρά άλλοθι για την ανεπάρκειά του, τόσο σε επίπεδο οργάνωσης και στρατηγικής όσο και σε επίπεδο υγειονομικών υποδομών. 
Έτσι είναι. Όποιος δεν εμπιστεύεται το κράτος, αργά ή γρήγορα θα καταλήξει στην αναπόφευκτη σκέψη ότι το κράτος αδυνατεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που δημιουργεί η πανδημία. Στις ΗΠΑ, το 2015, στο αμερικανικό κράτος δεν πίστευε καν ο ένας στους τέσσερις πολίτες. Ας μην ξεχνάμε ότι επί μισόν αιώνα οι Αμερικανοί βομβαρδίστηκαν με τη συντηρητική ιδεολογία που θέτει υψηλότερα την ατομική υπευθυνότητα σε σχέση με τη δημόσια πρόνοια. Οι θεωρίες του Μίλτον Φόρμαν έχουν διαμορφώσει ολόκληρες γενιές, επεσήμαναν οι Εστερ Ντάφλο και Αμπιτζίτ Μπανερτζί.
Οι δύο οικονομολόγοι ζητούν από τις κοινωνίες να επιδείξουν περισσότερη εμπιστοσύνη στο κράτος, καθώς αυτό αξίζει τη λαϊκή υποστήριξη αυτές τις δύσκολες ημέρες που με δικές του αποφάσεις τα σύνορα αιφνιδιαστικά κλείνουν, η κυκλοφορία μεμιάς απαγορεύεται, τα μαγαζιά κατεβάζουν αναγκαστικώς ρολά και η καθημερινότητα εκατομμυρίων ανθρώπων διαταράσσεται. «Αξίζει να το εμπιστευθούμε ως διαχειριστή της κρίσης», τόνισαν. Επίσης, στο άρθρο τους επεσήμαναν ότι στην πανδημία οι πολίτες πρέπει να εμπιστευθούν τις οδηγίες ως δικαιολογημένες, απαραίτητες και λογικές. 
Οι δύο οικονομολόγοι είναι βέβαιοι ότι το κράτος είναι αποτελεσματικότερο άλλων φορέων, ιδιωτικών. Η έννοια «κράτος» έχει μεν καταντήσει συνώνυμο της αναποτελεσματικότητας, της διαφθοράς, της σπατάλης, ωστόσο λειτουργεί τομείς όπως η Υγεία, η Εκπαίδευση και η Δικαιοσύνη, οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να πορεύονται μόνο με τους αγοραίους νόμους. Το δίδυμο των βραβευμένων οικονομολόγων θυμάται την περίοδο Ρόναλντ Ρέιγκαν, με την αποθέωση του φιλελευθερισμού, που άφησε τα σημάδια της στις κατοπινές γενιές. Έγραψαν ότι κανένα εξειδικευμένο πρόσωπο δεν θέλει να εργαστεί για το κράτος, καταθέτοντας την εμπειρία τους από την ακαδημαϊκή καριέρα τους.
 
Όμως «αν οι πλέον ταλαντούχοι δεν θέλουν να εργαστούν για το κράτος, το κράτος θα μένει αναπόφευκτα αδύναμο και αναποτελεσματικό». Οι δύο τους πάντως και σε σχέση με την κρίση του κορωνοϊού ομολόγησαν ότι όταν όλα τελειώσουν, θα θυμόμαστε πόσο σημαντικό είναι να έχουμε ένα κράτος που λειτουργεί σωστά. Και κατέληξαν ότι σήμερα πληρώνουμε το τίμημα της διαρκούς περιφρόνησης για το κράτος και για τα θεσμικά του όργανα. Όμως προϋπόθεση της αποτελεσματικότητας του κράτους είναι πρωτίστως οι δικές μας απαιτήσεις από αυτό.
 
Ο φόβος της ασθένειας μεταβάλλει τις κοινωνίες
 
Ο θάνατος, η αύξηση των κρουσμάτων και μαζί με αυτά ο φόβος που φέρνει η πανδημία έχουν εξαφανίσει την υπόλοιπη επικαιρότητα. Οι περισσότεροι το μόνο που συζητούν είναι για τον Covid-19, πόσους έχει σκοτώσει, σε ποιες χώρες έχει εξαπλωθεί. Όταν όμως τελειώσει η κρίση και όταν καταφέρουμε να βρούμε ξανά τους ρυθμούς μας θα πρέπει να δούμε πώς θα διαμορφωθεί η πολιτική κατάσταση.
 
Το ξαφνικό γενικό κλείσιμο των συνόρων και, σε πολλές χώρες, των σχολείων, πανεπιστημίων, επιχειρήσεων και των δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και η απαγόρευση των συναθροίσεων, μεταβάλλουν βαθιά τις κοινωνίες. Δεν θα είναι ίδιες σε λίγους μήνες αυτό που ήταν πριν από την πανδημία. Ο αγώνας κατά της πανδημίας μας υπενθύμισε ξαφνικά ότι τα κράτη υπάρχουν για να προστατεύσουν τους υπηκόους τους. Λέξεις όπως σύνορα, ασφάλεια, προστασία, αστυνόμευση επανήλθαν δυναμικά στη δημόσια συζήτηση. Λαμβάνοντας υπόψη και πόσο τραυματισμένα θα βγουν τα κράτη αλλά και οι κοινωνίες, γίνεται αντιληπτό πως θα δούμε να καταγράφεται μια σημαντική συντηρητική, προστατευτική στροφή.