«Έχουμε τις δικές μας δυνατότητες, συμπεριλαμβανομένων των διαστημικών, για να εκπληρώσουμε όλες τις αποστολές που απαιτεί η ειδική στρατιωτική επιχείρηση», δήλωσε πρόσφατα ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, αναφερόμενος στον πόλεμο στην Ουκρανία. Η τοποθέτηση ήρθε ως απάντηση στις νέες καταγγελίες του Κιέβου ότι η Κίνα παρέχει στη Ρωσία πληροφορίες μέσω των δορυφόρων της για τον εντοπισμό στόχων και τη διεξαγωγή στρατιωτικών πληγμάτων σε ουκρανικά εδάφη.
Είχε προηγηθεί δήλωση του Όλεγκ Αλεξάντροφ, αξιωματούχου της ουκρανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Εξωτερικού, στο κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Ukrinform ότι το Κίεβο έχει αποδεικτικά στοιχεία πως το Πεκίνο παρέχει στη Μόσχα δορυφορικά δεδομένα για πυραυλικές επιθέσεις στην Ουκρανία, ιδίως σε εγκαταστάσεις «ξένων επενδυτών».
Με την πλήρη ρωσική εισβολή να συνεχίζεται για 43ο μήνα, ο πόλεμος στην Ουκρανία -αιματηρός, παρατεταμένος και διαρκούς πλέον φθοράς- αποκτά όλο και πιο επικίνδυνες διαστάσεις.
Στο φόντο δεν είναι μόνο οι κλιμακούμενες υβριδικές επιθέσεις και οι αυξανόμενες παραβιάσεις του εναέριου χώρου χωρών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, που αποδίδονται δημόσια ή σιωπηρά στη Ρωσία και κάνουν τον κίνδυνο διάχυσης της σύγκρουσης πιο πιθανό.
Με επίκεντρο τα ουκρανικά εδάφη δοκιμάζονται -πέρα από νέα οπλικά συστήματα- η συνοχή συμμαχιών, οι αντιδράσεις τους και, καταπώς φαίνεται, τα πολεμικά σχέδια έτερων κρατών.
Στρατηγικός σύμμαχος της Μόσχας, το Πεκίνο καταγράφει προσεκτικά τις ρωσικές στρατιωτικές επιτυχίες και αποτυχίες επί του ουκρανικού πεδίου, όπως επίσης τις κινήσεις της Δύσης και του ΝΑΤΟ, ενόσω καταστρώνει τα δικά του σχέδια για πιθανή εισβολή στην Ταϊβάν.
Και δη, όπως αποκαλύπτεται, με τις «πλάτες» του Κρεμλίνου.
Για την ακρίβεια, η Μόσχα φέρεται να βοηθά ήδη την Κίνα σε προετοιμασίες για κατάληψη της Ταϊβάν.
«Ετοιμότητα για εισβολή στην Ταϊβάν έως το 2027»
Με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ να έχει δώσει εντολή στις ένοπλες δυνάμεις να είναι «έτοιμες να καταλάβουν στρατιωτικά την Ταϊβάν έως το 2027», η Ρωσία συμφώνησε να παράσχει στο Πεκίνο «όπλα και εξοπλισμό», εκπαίδευση προσωπικού και μεταφορά τεχνογνωσίας «για αερομεταφερόμενη διείσδυση ειδικών δυνάμεων», σύμφωνα με έκθεση του Βασιλικού Ινστιτούτου Ηνωμένων Υπηρεσιών (RUSI), με έδρα το Λονδίνο.
«Την παλαιότερη δεξαμενή σκέψης στον κόσμο στους τομείς άμυνας και ασφάλειας», όπως αναφέρει, επικαλούμενη για τις αποκαλύψεις της ανάλυση και «επαλήθευση λεπτομερειών» σε έγγραφα «συμβάσεων και συνοδευτικού υλικού», περίπου 800 σελίδων, που υπέκλεψε η «ομάδα χάκερ Black Moon», αγνώστων λοιπών στοιχείων.
Για την Κίνα, εξηγεί το RUSI, «μια μεγάλης κλίμακας αμφίβια επιχείρηση» για την κατάληψη της Ταϊβάν «είναι εξαιρετικά επικίνδυνη» λόγω της μορφολογίας των ακτών της νήσου, ενώ στο σενάριο «κατάληψης αεροδρομίων για άφιξη στρατευμάτων από αέρος, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία κατέδειξε ότι οι διάδρομοι προσγείωσης μπορούν γρήγορα να καταστραφούν».
Ως εκ τούτου, το Πεκίνο προετοιμάζει εναλλακτικές.
«Αν και οι τομείς στους οποίους η Ρωσία υπερτερεί της Κίνας σε στρατιωτικές δυνατότητες μειώνονται, έχει πρακτική εμπειρία και ικανότητα για αεροπορικές επιχειρήσεις που η Κίνα δεν διαθέτει», επισημαίνεται στην έκθεση.
Ως μέρος λοιπόν της «αυξανόμενης στρατιωτικής-βιομηχανικής συνεργασίας», αναφέρεται, η Μόσχα συμφώνησε από το 2023 «πλήρη κύκλο εκπαίδευσης» μονάδων του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (PLA), αρχικά εντός ρωσικού εδάφους, και πώληση στην Κίνα «πλήρους συνόλου όπλων και εξοπλισμού για ένα αερομεταφερόμενο τάγμα», με ρίψεις όχι απλά αλεξιπτωτιστών, αλλά ολόκληρων τεθωρακισμένων, που «θα ανοίξουν δρόμο για την απόβαση των δυνάμεων που θα ακολουθήσουν».
Σε αυτό το πλαίσιο, προβλέπεται «η μεταφορά ειδικών συστημάτων αλεξίπτωτων «Dalnolyot», σχεδιασμένα για την εισαγωγή φορτίων έως 190 κιλών από υψόμετρο έως 32.000 ποδών, επιτυγχάνοντας εμβέλεια μεταξύ 30-80 χλμ» και παρέχοντας τη δυνατότητα «διείσδυσης ειδικών δυνάμεων της Κίνας στο έδαφος άλλων χωρών χωρίς να γίνονται αντιληπτές».
«Το ‘χα χέρι νίβει τ’ άλλο»
Βάσει των εν λόγω εγγράφων, η συμφωνία προβλέπει την πώληση από τη Ρωσία στην Κίνα 37 ελαφρών αμφίβιων οχημάτων εφόδου, 11 αμφίβιων αυτοκινούμενων αντιαρματικών πυροβόλων, 11 αερομεταφερόμενων τεθωρακισμένων οχημάτων μεταφοράς προσωπικού, καθώς και οχήματα διοίκησης και παρατήρησης.
Ο αερομεταφερόμενος εξοπλισμός που περιγράφεται στα έγγραφα χαρακτηρίζεται απαραίτητος μόνο για «το στάδιο της εισβολής» και θεωρείται πλέον μη χρήσιμος στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Αντίθετα, η Μόσχα εκτιμάται ότι θα εισπράξει περισσότερα από 210 εκατομμύρια δολάρια για να τροφοδοτήσει την δική της πολεμική μηχανή.
Έγγραφο που χρονολογείται τον Σεπτέμβριο του 2024 υποδεικνύει ότι τα στάδια ανάλυσης των τεχνικών προδιαγραφών, τροποποιήσεων λογισμικού και κατασκευής εξοπλισμού έχουν ολοκληρωθεί από ρωσικής πλευράς.
Κατά το RUSI, η Κίνα θέλει όλα τα οχήματα να είναι εξοπλισμένα με κινεζικά συστήματα επικοινωνιών και να είναι έτοιμα να χρησιμοποιήσουν κινεζικά πυρομαχικά.
Δεν υπάρχουν ωστόσο στοιχεία για πληρωμές από το Πεκίνο, ούτε εάν η κινεζική πλευρά έχει παραλάβει οποιονδήποτε εξοπλισμό.
Αναλυτές εκτιμούν ότι μακροπρόθεσμη επιδίωξη του Κρεμλίνου είναι να γίνει, πέρα από προμηθευτής ενέργειας, και στρατιωτικού εξοπλισμού στην Κίνα, ενισχύοντας έτσι τη ρωσική οικονομία και αποσπώντας περαιτέρω την προσοχή των ΗΠΑ από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Το Πεκίνο από την άλλη, που έχει ήδη το «πάνω χέρι» στη στρατηγική θέση με τη Μόσχα, ενδιαφέρεται όχι μόνο για την απόκτηση τεχνογνωσίας σε νέες (για τον PLA) τακτικές πολέμου, αλλά και για πρόσβαση σε προηγμένες υπηρεσίες πληροφοριών, επιτήρησης και αναγνώρισης, κρίσιμες για τον σύγχρονο πόλεμο.
Στο μεσοδιάστημα, σύμφωνα με απόρρητη έκθεση της Υπηρεσίας Πληροφοριών Άμυνας (DIA) των ΗΠΑ, που έφερε στο φως το αυστραλιανό δίκτυο ABC, η Κίνα «ενισχύει με γοργούς ρυθμούς τον εμπορικό στόλο, προετοιμαζόμενη για εισβολή στην Ταϊβάν».
Ήδη «τα μεγάλα ποντοπόρα πλοία έχουν τροποποιηθεί για να μεταφέρουν άρματα μάχης και να συμμετέχουν σε αποβατικές επιχειρήσεις», αναφέρει, ενώ «κατασκευάζονται περισσότερα από 70 μεγάλα σκάφη μέχρι τα τέλη του 2026».

Οι πρόεδροι Κίνας και Ρωσίας, Σι Τζινπίνγκ και Βλαντίμιρ Πούτιν, στη στρατιωτική παρέλαση για την 80ή επέτειο από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στο Πεκίνο, στις 3 Σεπτεμβρίου (Sputnik/Alexander Kazakov/Pool μέσω REUTERS)
Σκληρό «μπρα ντε φερ» με τις ΗΠΑ
Απευθυνόμενος στο κινεζικό έθνος για τον εορτασμό της 76ης επετείου από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, ο Σι Τζινπίνγκ κάλεσε σε σθεναρή αντίσταση στις «αυταρχικές δραστηριότητες ανεξαρτησίας της Ταϊβάν» και σε εξωτερικές παρεμβάσεις.
Ωστόσο οι συμμαχίες στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού δοκιμάζονται όχι μόνο από τις τακτικές του Πεκίνου, αλλά και από τις ασταθείς πολιτικές -δασμολογικές και διπλωματικές- του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ.
Επικαλούμενα πηγές, τουλάχιστον δύο αμερικανικά μέσα, το Bloomberg και η Wall Street Journal, αναφέρουν ότι ο πρόεδρος Σι ασκεί τώρα ασφυκτικές πιέσεις στην κυβέρνηση Τραμπ να δηλώσει επίσημα ότι «αντιτίθεται» στην ανεξαρτησία της Ταϊβάν, ως προϋπόθεση για την ολοκλήρωση μιας εμπορικής συμφωνίας μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας.
Οι δύο ηγέτες αναμένεται να έχουν συνάντηση κορυφής στο περιθώριο της συνόδου κορυφής APEC στη Νότια Κορέα, η οποία αρχίσει στις 31 του μηνός.
Θα έχει προηγηθεί η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, στις 20-23 Οκτωβρίου.
Οι συνεδριάσεις της θεωρούνται κρίσιμες για τη λήψη αποφάσεων στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
«Θα συνιστούσα» στον πρόεδρο Τραμπ «να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός ότι ο Σι Τζινπίνγκ όχι μόνο διεξάγει όλο και πιο μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές ασκήσεις στο Στενό της Ταϊβάν, αλλά και επεκτείνει τις στρατιωτικές δυνάμεις στην Ανατολική Κίνα και τη Νότια Κίνα», δήλωσε την Τρίτη σε αμερικανικό podcast ο πρόεδρος της Ταϊβάν Λάι Τσινγκ-τε.
Σε περίπτωση προσάρτησης της νήσου, «η Κίνα θα αποκτήσει μεγαλύτερη δύναμη για να ανταγωνιστεί τις Ηνωμένες Πολιτείες στη διεθνή σκηνή, υπονομεύοντας τη διεθνή τάξη που βασίζεται σε κανόνες», υπογράμμισε.
«Εάν ο πρόεδρος Τραμπ πείσει τον Σι Τζινπίνγκ να εγκαταλείψει οριστικά κάθε επιθετικότητα κατά της Ταϊβάν, θα είναι αναμφίβολα υποψήφιος για το Νόμπελ Ειρήνης», προσέθεσε, εισπράττοντας το μένος του Πεκίνου, που κατηγόρησε τον Λάι ότι «εκπορνεύεται» σε «ξένες δυνάμεις» για να κερδίσει την εύνοιά τους.