Βρισκόμαστε σε μια εποχή αναδιάταξης του διεθνούς σκηνικού και μια νέα, διπολική πραγματικότητα αναδύεται με ένταση, αβεβαιότητα και διαρκείς αναταράξεις. Οι γεωπολιτικές ισορροπίες μεταβάλλονται με ρυθμούς που θυμίζουν άλλες εποχές, ενώ οι συγκρούσεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή λειτουργούν ως επιταχυντές μιας παγκόσμιας μετάβασης. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η Ανατολική Μεσόγειος αναδεικνύεται σε κομβικό γεωστρατηγικό πεδίο, όπου οι επιδιώξεις μεγάλων και περιφερειακών δυνάμεων διασταυρώνονται, συγκρούονται και επαναπροσδιορίζουν τα δεδομένα.

Η Κύπρος, στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης, βρίσκεται εκ νέου στο επίκεντρο αυτών των εξελίξεων. Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, η συνεργασία με την Ελλάδα, αλλά και η διαρκής απειλή μιας αναθεωρητικής Τουρκίας, συνθέτουν ένα περίπλοκο μωσαϊκό προκλήσεων και ευκαιριών.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η Κύπρος έχει αργήσει να κάνει κάποια βήματα όπως η αναβάθμιση των ένοπλων της δυνάμεων, αναφέρει στην συνέντευξή του στον « Φιλελεύθερο», ο Σπύρος Λίτσας, καθηγητής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Το σημείο, το οποίο στάθηκε, ωστόσο ήταν το γεγονός πως η Λευκωσία έχει καταφέρει να στήσει δυνατές συμμαχίες όπως για παράδειγμα με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, ενώ δυνατή παραμένει η σχέση της με την Ελλάδα. «Αν η Κύπρος κληθεί να δώσει τον νυν υπέρ πάντων αγώνα, τη φορά αυτή η Ελλάδα δεν θα λείπει. Κι αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να επαναλαμβάνουμε διαρκώς, παντού και δίχως αστερίσκους», εξηγεί.

Η Τουρκία, από την άλλη βρίσκεται σήμερα σε μια φάση έντονης γεωπολιτικής κινητικότητας, προσπαθώντας να επαναπροσδιορίσει τη θέση της στο νέο διεθνές περιβάλλον. Με τη ρητορική και τις κινήσεις της, επιδιώκει να εμφανιστεί ως ανεξάρτητος παίκτης ανάμεσα στους δύο μεγάλους πόλους ισχύος, διεκδικώντας ρόλο ρυθμιστή σε περιφερειακές κρίσεις και ενεργειακά δίκτυα. Όλο αυτό είναι αρνητικό για τις εθνικές θέσεις της Ελλάδας, για την ασφάλεια της Κύπρου, τονίζει ο Σπύρος Λίτσας, προσθέτοντας παρόλα αυτά οι δύο χώρες μπορούν να προασπίσουν τα συμφέροντά τους απέναντί στον αναθεωρητισμό της Άγκυρας.

-Το τελευταίο διάστημα γράφεται συχνά ότι ζούμε σε ένα έντονα μεταβαλλόμενο, γεωπολιτικά κόσμο. Εσείς ως ειδικός, έχετε σχηματίσει καθόλου εικόνα προς τα που οδεύουμε, πως διαμορφώνεται η νέα τάξη πραγμάτων;

-Είναι γεγονός. Βρισκόμαστε πλέον σε μια νέα εποχή που ο συστημικός διπολισμός είναι πραγματικότητα. Οι δυο πόλοι, ο ελεύθερος με τις ΗΠΑ επικεφαλής και ο αυταρχικός με την Κίνα αντιστοίχως, βρίσκονται πλέον σε κατάσταση διαρκούς ανταγωνισμού κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα το διεθνές σύστημα να αντιμετωπίζει μεγαλύτερη συχνότητα ισχυρών γεωστρατηγικών αναταράξεων. Επομένως, θα έλεγα δεν οδεύουμε προς μια νέα συστημική συνθήκη, αλλά έχουμε ήδη φτάσει σε αυτή και τα κράτη, αν επιθυμούν να αναπτύξουν έξυπνες προσεγγίσεις και να υπερασπίσουν τα συμφέροντα τους, οφείλουν να λαμβάνουν αποφάσεις και να σχηματοποιούν την υψηλή τους στρατηγική σύμφωνα με το νέο διπολικό συστημικό αποτύπωμα στο διεθνές περιβάλλον.

-Με ποιο τρόπο επηρέασαν την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου ο πόλεμος στην Ουκρανία και στη Λωρίδα της Γάζας; Διαμορφώθηκαν νέες ισορροπίες και νέα δεδομένα;

Τόσο ο πόλεμος στην Ουκρανία όσο και η σύγκρουση του Ισραήλ με τμήμα του σουνιτικού και σιιτικού ριζοσπαστισμού επηρεάζουν τα μέγιστα τις ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο. Από γεωγραφικής άποψης και στις δυο συγκρούσεις η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί την απόληξη της τριβής που δημιουργεί η κρούση των εμπλεκομένων πλευρών. Γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου περίεργο να βλέπουμε κράτη της περιοχής που διατήρησαν έναν ενεργητικό ρόλο καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, όπως για παράδειγμα η Τουρκία, να κερδίζουν ως προς τη δυνατότητα της εμπλοκής τους σε μεταπολεμικό επίπεδο, τουλάχιστον ως προς τη σύγκρουση στην Ουκρανία, ενώ και η Κύπρος με τη σταθερότητα που επέδειξε και επιδεικνύει ως συνομιλητής του Ισραήλ κερδίζει έναν ισχυρό στρατηγικό δρών που βλέπει την αυξητική επιρροή της Τουρκίας στην περιοχή ως απειλή.

Η Κύπρος βρίσκεται στο μέσο μιας πρωτόγνωρης γεωστρατηγικής έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο. Μπορεί να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της, έχοντας απέναντί της μια όλο και πιο αναβαθμισμένη Τουρκία;

-Δεν θέλω ούτε να ωραιοποιήσω την εικόνα, ούτε να φλυαρήσω περί αυτού. Από τη μια πλευρά θεωρώ πως η Κύπρος έχει καθυστερήσει αισθητά ως προς την εισαγωγή ενός νέου στρατηγικού δόγματος αναδιοργάνωσης των ενόπλων δυνάμεων της με την υιοθέτηση του μέτρου της υποχρεωτικής στράτευσης και των γυναικών. Από την άλλη, κι αυτό δεν είναι ένα άδειο σύνθημα, η Κύπρος δεν είναι μόνη της στην περιοχή. Έχει την Ελλάδα και μια ειδική σχέση που ξεπερνά κατά πολύ μια απλή συμμαχία αφού Αθήνα και Λευκωσία αποτελούν τα δυο τμήματα που μένουν ακόμη όρθια από το όλον του Ελληνισμού. Κι αν η Κύπρος κληθεί να δώσει τον νυν υπέρ πάντων αγώνα, τη φορά αυτή η Ελλάδα δεν θα λείπει. Κι αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να επαναλαμβάνουμε διαρκώς, παντού και δίχως αστερίσκους. Ως προς το Ισραήλ και τη σημαντική σχέση με τη Λευκωσία έχω μιλήσει ήδη παραπάνω, ενώ και οι στενές σχέσεις της Κύπρου με τις ΗΠΑ είναι κι αυτό άλλο ένα ενισχυτικό δεδομένο. Είναι ξέρετε συχνό φαινόμενο νησιωτικά κράτη να αναπτύσσουν την αίσθηση της απομόνωσης, ή να θεωρούν ότι πλέον μόνα τους στο διεθνοσυστημικό αρχιπέλαγος. Αυτό όμως δεν συμβαίνει στην περίπτωση της Κύπρου. Ως προς τη διαρκή δε αναβάθμιση της Τουρκίας, μπορεί αυτή να συμβαίνει στη διεθνή σφαίρα, συχνά λόγω ημέτερων σφαλμάτων ή παραλείψεων, αλλά η τουρκική οικονομία συνεχίζει να παραπαίει, η τουρκική λίρα βρίσκεται σε διαρκή κατάσταση έκτακτης κρίσης, ενώ το εσωτερικό της τουρκικής κοινωνίας είναι βαθιά διχασμένο μεταξύ κεμαλισμού και πολιτικού Ισλάμ. Οπότε καλό θα ήταν να μετρούσαμε την Τουρκία με το ανάστημα που της αναλογεί και όχι ως απεικόνιση μιας γιγαντιαίας σκιάς στο συλλογικό μας σπήλαιο των ιδεών.

Η ολοένα και πιο στενή σχέση με τις ΗΠΑ που αναπτύσσουν Αθήνα και Λευκωσία, πως επηρεάζει τις θέσεις, τις επιδιώξεις τους;

-Στο νέο διπολικό κόσμο η στενή σχέση με τις ΗΠΑ δεν είναι μια αναγκαιότητα. Είναι μια ορθολογική επιλογή. Η στενή συνεργασία με τις ΗΠΑ στο διεθνές σύστημα δίνει τη δυνατότητα σε Ελλάδα και Κύπρο να διευρύνουν το εύρος δράσης τους και τις ευκαιρίες για βελτίωση του status τους. Ταυτόχρονα όμως η στενή αυτή σχέση δεν σημαίνει ότι τόσο η Αθήνα όσο και η Λευκωσία δεν θα πρέπει να υποσημειώνουν διαρκώς τις κόκκινες γραμμές τους. Δεν πρέπει να συγχέεται η συμμαχική σχέση με τη λειτουργία της Μήλου στη θουκυδίδεια εφαρμογή.

Έχετε ήδη αναφερθεί με θετικό τρόπο στις σχέσεις της Κύπρου με το Ισραήλ. Υπάρχουν όμως και κάποια αρνητικά;

-Όπως έχω ήδη πει, η στενή σχέση μεταξύ Λευκωσίας και Ιερουσαλήμ δημιουργεί έναν ισχυρό μηχανισμό αποτροπής έναντι των αναθεωρητικών αυτών δρώντων, δηλαδή την Τουρκία και των ριζοσπαστικών δορυφόρων της, που υπονομεύουν διαρκώς τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν είναι δυνατόν φωνές που επιδιώκουν την απομόνωση της Κύπρου στο υποσύστημα της Ανατολικής Μεσογείου και λειτουργούν ως φορείς αντίθεσης της στενής σχέσης Κύπρου – Ισραήλ να διασπείρουν θέσεις και απόψεις που στο τέλος της ημέρας δεν έχουν να προσφέρουν το παραμικρό στην ενίσχυση του status της Κύπρου.

Μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, πολλοί μιλούν για αφύπνιση της Ευρώπης σε ζητήματα άμυνας. Θεωρείτε ότι όντως αλλάζει κάτι ουσιαστικά ώστε η ΕΕ να αποκτήσει στρατηγική αυτονομία ή πρόκειται για συγκυριακή κινητοποίηση;

-Σίγουρα έχει ξεκινήσει μια συζήτηση εξαιτίας της δεδηλωμένης ρωσικής επιθετικότητας, αλλά αυτή τοποθετείται σε λάθος βάσεις, όπως υποδηλώνει ο όρος της στρατηγικής αυτονομίας. Ο στόχος θα πρέπει να είναι αυτός της στρατηγικής ενίσχυσης με όρους σκληρής ισχύος αλλά και θεσμικής εμβάθυνσης ώστε η Ευρώπη να αποδείξει στις ΗΠΑ ότι ο ρόλος της ως προς τις υποθέσεις του Βορειοατλαντικού συμφώνου είναι σημαντικός και πως η Ουάσιγκτον θα πρέπει να αισθάνεται σίγουρη για τους συμμάχους της. Ο όρος της στρατηγικής αυτονομίας εμπεριέχει τον δυνητικό ανταγωνισμό. Μια προοπτική που είναι καταστροφική για τη δυτική ενότητα κυρίως γιατί το μέλλον του ελεύθερου Πόλου είναι η ισχυροποίηση του Ατλαντισμού και όχι η διάσπαση.

Όποιος υποβαθμίζει την Τουρκία αντιμετωπίζει πόνο, ήττα και απώλεια εδάφους

-Ας επικεντρωθούμε τώρα στην Τουρκία. Ποια είναι η θέση στο νέο γεωπολιτικό τοπίο και πώς επηρεάζεται η περιφερειακή σταθερότητα;

-Η θέση της Τουρκίας είναι σαφέστατα αναβαθμισμένη στο νέο διπολισμό. Κι αυτό γιατί η Ελλάδα, λόγω της κατευναστικής εμμονής που διαπερνά τους πυλώνες λήψης αποφάσεων τις τελευταίες δεκαετίες εξαιτίας του ότι η εθνική εξωτερική πολιτική προσεγγίζεται μέσα από το διαθλαστικό φακό του νομικισμού, έχει επιτρέψει στη γείτονα να εμφανίζεται πιο δραστήρια και έτοιμη να συμμετέχει στο διεθνές παίγνιο. Όλο αυτό όμως είναι αρνητικό για τις εθνικές θέσεις της Ελλάδας, για την ασφάλεια της Κύπρου αλλά και για την ευρύτερη σταθερότητα της περιοχής. Η Τουρκία είναι ένα κράτος που βιώνει μια διαρκή χαρμολύπη εξαιτίας της απώλειας του imperium αλλά και της εδαφικής διατήρησης του εδαφικού πυρήνα της Ανατολίας από τις δυτικές δυνάμεις μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτές όμως οι διαρκείς ψυχολογικές αναταράξεις κάνουν την Τουρκία να αισθάνεται άβολα φορώντας το κοστούμι ενός κανονικού κράτους που θα σέβεται τις διεθνείς συνθήκες και τα σύνορα άλλων κρατών.

 Παρατηρώ συχνά ευρισκόμενος σε συνέδρια στο εξωτερικό και συζητώντας με συναδέλφους ή πολιτικούς και διπλωμάτες άλλων κρατών ότι ο δυτικός κόσμος, σχεδόν καταναγκαστικά, υποβαθμίζει τον κίνδυνο της Τουρκίας. Κι όμως, όποιος υποβαθμίζει την Τουρκία αντιμετωπίζει πόνο, ήττα και απώλεια εδάφους. Ας φανταστούμε λοιπόν πόσο μεγαλύτερη θα είναι η πρόκληση για το δυτικό κόσμο αν η Τουρκία γίνει τελικώς πυρηνική δύναμη…

-Η Τουρκία είναι μια αναθεωρητική χώρα. Τι θέλει να πετύχει και τι σημαίνουν οι φιλοδοξίες της για την Κύπρο και την Ελλάδα;

-Η Τουρκία πάσχει από το σύνδρομο του Animus Dominandi. Θέλει να επικρατεί έναντι όλων των υπολοίπων, βιώνοντας μια σχιζοειδή αδυναμία λειτουργίας εντός των ορίων που θέτει το διεθνές σύστημα ergo omnes. Αυτή η ανάγκη για επικράτηση μεταφράζεται σε ανάγκη συμμετοχής της στο τραπέζι των μεγάλων δυνάμεων, έστω κι αν δεν μπορεί να κάτσει σε μια από τις δυο κορυφές. Ως προς τα καθ’ ημάς, σημαίνει τον έλεγχο, κυρίως μέσω της διπλωματίας των κανονιοφόρων, συγκεκριμένων ζωνών στο Αιγαίο για λόγους ενεργειακής εκμετάλλευσης του Αιγιακού υπεδάφους, ενώ ως προς τα της Κύπρου η στόχευση είναι η de jure αναγνώριση του ψευδοκράτους και η σταδιακή εξισορρόπηση της Κυπριακής Δημοκρατίας εντός του κυπριακού εδάφους αλλά και σε διεθνές επίπεδο. Με απλά λόγια, μια διαρκής και ανοικτή απειλή για τον Ελληνισμό αν αυτός επιθυμεί να διατηρήσει την ανεξαρτησία του μέσω της προστασίας της εθνικής του κυριαρχίας. Όσοι αναμένουν από την Τουρκία να μεταμορφωθεί σε Σουηδία και να σεβαστεί τον γεωστρατηγικό της περίγυρο ακολουθούν μια διαδρομή με απομαγνητισμένη πυξίδα και προορισμό το γκρεμό.

-Σχετικά με τις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας. Υπάρχουν προϋποθέσεις για μια πραγματική ελληνοτουρκική προσέγγιση ή πρόκειται για έναν διαρκή ανταγωνισμό με φάσεις ύφεσης και έντασης;

-Δυστυχώς όχι. Και γι’ αυτό δεν ευθύνεται ο ελληνισμός αλλά η ίδια η τουρκική οντολογία όπως έχω ήδη αναλύσει παραπάνω. Δείτε, δια του λόγου το αληθές τη σύνθεση της τουρκικής εθνοσυνέλευσης. Υπάρχει ένα κόμμα που να υποστηρίζει τις ειρηνικές σχέσεις με την Ελλάδα, ή την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος; Κανένα! Όλα τα κόμματα είναι είτε ένα συνονθύλευμα πεπερασμένου εθνικισμού, βλέπετε για παράδειγμα το κεμαλικό, είτε ακροδεξιού αταβισμού, βλέπετε το κόμμα της Εθνικής Δράσης, ή κόμματα του πολιτικού Ισλάμ που οραματίζονται άλλο λιγότερο και άλλο περισσότερο για την αναβίωση του οθωμανικού σουλτανάτου και χαλιφάτου. Έως ότου εμφανιστεί ένα κόμμα που να μιλά για τον ορθολογισμό της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής η Τουρκία θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως η κυριότερη γεωστρατηγική απειλή για όλα τα κράτη της περιοχής και όχι μόνο για εμάς.