Μπορεί ο Εμπενίζερ Σκρουτζ να αποτελεί λογοτεχνικό δημιούργημα, ωστόσο στην ιστορική πραγματικότητα υπήρξε πρόσωπο του οποίου οι συνήθειες και η στάση ζωής θύμιζαν με εντυπωσιακή ακρίβεια τον εμβληματικό χαρακτήρα που δημιούργησε ο Κάρολος Ντίκενς.
Ο Τζον Μέγκοτ (που αργότερα πήρε και το επώνυμο Ελβς) γεννήθηκε στην Αγγλία τον Απρίλιο του 1714 και, παρά την τεράστια περιουσία που κληρονόμησε, επέλεξε μια ζωή αυτοπεριορισμού, λιτότητας και ιδιόρρυθμης οικονομίας που έμελλε να γίνει παράδειγμα προς συζήτηση αιώνες αργότερα. Το πιο πιθανό, μάλιστα, είναι να αποτέλεσε και την κύρια πηγή έμπνευσης του Ντίκενς για τον τσιγκούνη χριστουγεννιάτικο ήρωα.

Πορτρέτο του John Elwes -γνωστού ως John Meggot- που πιθανόν να αποτέλεσε την έμπνευση για τον χαρακτήρα του Ebenezer Scrooge στο έργο του Charles Dickens «A Christmas Carol».
Ο αληθινός Σκρουτζ
Ο πατέρας του Τζον Μέγκοτ ήταν γνωστός ζυθοποιός στο Λονδίνο και η μητέρα του προερχόταν από οικογένεια πολιτικών. Ο Μέγκοτ έμεινε ορφανός από πολύ μικρός, λίγο μετά τα τέσσερά του έζησε τον θάνατο του πατέρα και λίγο αργότερα έχασε και τη μητέρα του. Η οικογενειακή του περιουσία ήταν ούτως ή άλλως μεγάλη, αλλά στην πορεία έβαλε στο μάτι και την κληρονομιά του θείου του Χάρβεϊ Ελβς, η οποία ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Δεν δίστασε, μάλιστα, να αλλάξει το επώνυμό του από Μέγκοτ σε Ελβς, για να τον πείσει ότι το όνομά του θα είχε συνέχεια. Όταν πέθανε ο θείος του, ο Μέγκοτ έμεινε με μια περιουσία που άγγιζε το ένα εκατομμύριο στερλίνες. Ποσό μυθικό για την εποχή.
Στην παιδική και νεανική του ηλικία, ο Μέγκοτ απολάμβανε αυτές ακριβώς τις ανέσεις που αργότερα θα απαρνιόταν. Φοίτησε σε καλό ιδιωτικό σχολείο στο Γουεστμίνστερ, πέρασε χρόνια ταξιδεύοντας στην Ευρώπη, σύχναζε στα καλύτερα σαλόνια του Λονδίνου, φορούσε ακριβά υφάσματα και δεν δίσταζε να παίζει (και να χάνει) πολλά χρήματα στο τζόγο. Η μεταστροφή του, πάντως, από την απόλυτη χλιδή στην απόλυτη τσιγκουνιά υπήρξε βαθιά και ολοκληρωτική. Από λάτρης των πολυτελειών έγινε σχεδόν εχθρός κάθε σπατάλης. Άρχισε να περιορίζει δραστικά τα έξοδά του, όχι επειδή τελείωσαν τα χρήματά του, αλλά από συνειδητή επιλογή. Άφησε πίσω του τα ρούχα πολυτελείας και άρχισε να ντύνεται με μπαλωμένα και φθαρμένα, πολλές φορές μάλιστα ζητούσε παλιόρουχα από συγγενείς του.
Οι ιστορίες γύρω από τη λιτότητα του Μέγκοτ είναι τόσο παράξενες, που δύσκολα τις πιστεύει κανείς. Για να αποφύγει ακόμα και το κόστος να αγοράσει φρέσκα τρόφιμα, αγόραζε ολόκληρα ζώα και τα κατανάλωνε για μέρες, ανεξάρτητα από το αν είχαν χαλάσει. Σε μια εποχή χωρίς ψυγεία, αυτό σήμαινε ότι αρκετές φορές κατανάλωνε κρέας που ήδη είχε αρχίσει να αλλοιώνεται. Σε ακόμα πιο ακραίες εκδοχές, λέγεται ότι έτρωγε πουλιά πεθαμένα ή αρπαγμένα από πεινασμένους αρουραίους.
Αυτή η συμπεριφορά, σε συνδυασμό με την ακραία οικονομία στην προσωπική του ζωή, τον έθεσε σε αντίθεση ακόμα και με την έννοια του πλούτου. Είχε περισσότερα από 100 ακίνητα, αλλά επέλεξε να μην εγκατασταθεί σε κανένα απ’ αυτά και ούτε τα φρόντιζε. Το μόνο μεταφορικό μέσο που χρησιμοποιούσε ήταν ένα άλογο -και αυτό όχι πάντα. Αν δεν έβρεχε και το έδαφος δεν ήταν μαλακό, προτιμούσε να περπατήσει παρά να πεταλώσει το άλογο, εξοικονομώντας τα χρήματα για πέταλα. Ο Μέγκοτ απέφυγε, επίσης, να παντρευτεί. ήταν της άποψης ότι ο γάμος, με όλα τα έξοδα που συνεπάγεται, ήταν κάτι που δεν άξιζε τη δαπάνη. Παρότι απέκτησε δύο νόθους γιους, αρνήθηκε να τους πληρώσει την εκπαίδευση, προτιμώντας να περιορίσει ακόμα και αυτά τα έξοδα.
Η πολιτική του καριέρα
Το 1774 εκλέχθηκε στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, αλλά απέρριψε όλα τα προνόμια και την κρατική χρηματοδότηση που συνόδευαν τη θέση του. Κατά τη διάρκεια των 12 ετών που υπηρέτησε, ξόδευε μόνο τα ελάχιστα χρήματα για το μεσημεριανό του γεύμα, αρνούμενος κάθε άλλη δημόσια δαπάνη. Μετά την αποχώρησή του από την πολιτική, συνέχισε να δανείζει, με συνολικό ποσό που εκτιμάται σε πάνω από 150.000 λίρες μέχρι το 1786, χωρίς όμως ποτέ να περιορίσει την ακραία του οικονομία. Παρά την αστρονομική περιουσία του ο Μέγκοτ πέθανε το 1789, ουσιαστικά «πάμπτωχος»: Τα χρήματα που είχε κρυμμένα σε διάφορα σημεία του σπιτιού του ήταν τόσα πολλά που τον έκαναν να περνά τις νύχτες του προσπαθώντας να θυμηθεί πού τα είχε βάλει, συχνά κραυγάζοντας σε ανύπαρκτους ληστές ότι κανείς δεν θα του τα έκλεβε.
Ο Μέγκοτ άφησε στους δύο γιους του από 500.000 λίρες έκαστος. Το γράμμα που τους άφησε αντικατόπτριζε την ίδια λογική που είχε καθορίσει όλη του τη ζωή: πίστευε ότι τους άφησε αυτό που πραγματικά ήθελαν, δηλαδή τα χρήματα. Οι γιοι του εξανέμισαν όλη αυτή την περιουσία σε λίγα χρόνια.
Ο Τζον Μέγκοτ δεν έζησε τη μετάλλαξη που είχε ο Εμπενίζερ Σκρουτζ στο έργο του Ντίκενς, ούτε γνώρισε καμία από τις χριστουγεννιάτικες μεταμορφώσεις του λογοτεχνικού χαρακτήρα του. Παρ’ όλα αυτά, η ζωή του αποδεικνύει ότι πίσω από τους μύθους μπορεί να υπάρχει πάντοτε ένας βαθμός αλήθειας. Μετά τον θάνατό του, οι ιστορίες για τον Τζον Μέγκοτ πήραν ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις. Συγγραφείς όπως ο Τζόζεφ Άντισον και ο Ρίτσαρντ Στιλ, μέσα από κείμενα και δοκίμια που σχολίαζαν τα ήθη της εποχής, τον χρησιμοποίησαν ως παράδειγμα προς αποφυγή. Ο Μέγκοτ έγινε σχεδόν αρχέτυπο: ο άνθρωπος που θυσίασε κάθε χαρά της ζωής για τη συσσώρευση πλούτου, χωρίς όμως να τον απολαύσει.