Οι βιολογικές διαφορές θεωρούνταν, ανέκαθεν, κριτήριο διαφορετικής μεταχειρίσεως των δύο φύλων. Τέτοιες βιολογικές διαφορές είναι προπαντός εκείνες που αποτελούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε φύλου.
Η διαφοροποίηση, με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά, επιτρέπεται όταν η ρύθμιση της βιοτικής σχέσης δεν είναι δυνατό ν’ αναφέρεται παρά μόνο στο φύλο που έχει τα ιδιαίτερα αυτά χαρακτηριστικά.
Άμεση διάκριση λόγω φύλου συντρέχει όταν, με κριτήριο το φύλο, σε ένα πρόσωπο επιφυλάσσεται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε ένα άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση.
Το άρθρο 28 και η αιτιολόγηση
Στην Κύπρο, η αρχή της ισότητας καθορίζεται στο άρθρο 28 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι: «1. Πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και μεταχειρίσεως.
2. Έκαστος απολαύει πάντων των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των προβλεπομένων υπό του Συντάγματος άνευ ουδεμίας δυσμενούς διακρίσεως αμέσου ή εμμέσου εις βάρος οιουδήποτε ατόμου ένεκα της κοινότητας, της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, της γλώσσης, του φύλου, των πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, της εθνικής ή κοινωνικής καταγωγής, της γεννήσεως, του πλούτου, της κοινωνικής τάξεως αυτού, ή ένεκα οιουδήποτε άλλου λόγου, εκτός εάν δια ρητής διατάξεως του Συντάγματος ορίζεται το αντίθετο».
Το άρθρο 28 έχει ως λόγο την ουσιαστική σε αντίθεση με τη φαινομενική ισότητα. Η δυναμική της αρχής της ισότητας επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης, των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου ώστε να αποδίδονται τα ίσα στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταύτισης των ανομοίων
Κάθε διαφορετική μεταχείριση σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος δεν συνιστά αυτομάτως απαγορευμένη διάκριση, αυτό που απαγορεύεται είναι η διαφορετική μεταχείριση χωρίς αντικειμενική και εύλογη δικαιολόγηση, η οποία προϋποθέτει την επιδίωξη θεμιτού σκοπού και την ύπαρξη μιας εύλογης αναλογίας μεταξύ των χρησιμοποιουμένων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού.
Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις που, προς εφαρμογή της αρχή της ισότητας, επιβάλλεται η υιοθέτηση μιας διαφορετικής μεταχείρισης υπέρ ορισμένων ομάδων πολιτών, για να θεραπευθούν de facto, ήτοι εν τοις πράγμασι, ανισότητες και πάλι όμως αφού λάβει χώρα αντικειμενική και εύλογη δικαιολόγηση, η οποία προϋποθέτει την επιδίωξη θεμιτού σκοπού και την ύπαρξη μιας εύλογης αναλογίας μεταξύ των χρησιμοποιουμένων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού.
Η απόφαση για κοινωνική ασφάλιση
Πριν λίγες μέρες είχαμε μια ενδιαφέρουσα απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ) σε σχέση με την παραβίαση της αρχής της ισότητας εκ μέρους του Εθνικού Ινστιτούτου Κοινωνικής Ασφάλισης της Ισπανίας και τη δυσμενή διάκριση στην οποία υπέβαλε τους άντρες ασφαλισμένους σε σχέση με τις γυναίκες, αναφορικά με την ερμηνεία της Οδηγίας 79/7/ΕΟΚ για την προοδευτική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης.
Το Δικαστήριο της ΕΕ, σε απόφασή του ημερομηνίας 14/9/23, επιβεβαίωσε προηγούμενη του νομολογία σε σχέση με τη δυσμενή διάκριση που υφίστανται οι πατέρες σε σχέση με τις μητέρες λόγω φύλου στην Ισπανία και αποφάνθηκε ότι οι πατέρες δύο ή περισσότερων τέκνων οι οποίοι αναγκάστηκαν να διεκδικήσουν δικαστικώς τη χορήγηση προσαύξησης στη σύνταξη που λαμβάνουν λόγω ανικανότητας προς εργασία, επιπλέον των δικαιωμάτων που στερήθηκαν λόγω φύλου, αυτοί δικαιούνται και πρόσθετη αποζημίωση.
Διάκριση κατά ανδρών
Το ΔΕΕ στην πρόσφατη απόφασή του κάνει ρητή αναφορά στην απόφασή του της 12ης Δεκεμβρίου 2019, όπου έκρινε ότι η προσαύξηση στη σύνταξη που χορηγείται από την Ισπανία μόνο στις μητέρες, οι οποίες δικαιούνται σύνταξη λόγω ανικανότητας προς εργασία όταν έχουν αποκτήσει δύο ή περισσότερα (βιολογικά ή θετά) τέκνα –και όχι στους πατέρες, οι οποίοι βρίσκονται σε ανάλογη κατάσταση– συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου, αντιβαίνουσα στην Οδηγία για την ίση μεταχείριση.
Βάσει της εν λόγω απόφασης, τον Νοέμβριο του 2020, πατέρας δύο τέκνων ζήτησε από τον ισπανικό φορέα κοινωνικής ασφάλισης να του αναγνωρίσει το δικαίωμα προσαύξησης επί της παροχής, λόγω μόνιμης ολικής ανικανότητας προς εργασία, την οποία λάμβανε από τον Νοέμβριο του 2018.
Το αίτημά του απορρίφθηκε και ο ενδιαφερόμενος προσέφυγε στη δικαιοσύνη.
Το δικαίωμά του στην επίμαχη προσαύξηση αναγνωρίστηκε πρωτοδίκως, ενώ ταυτόχρονα απορρίφθηκε το αίτημα αποζημίωσης που είχε υποβάλει.
Το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά μιας τέτοιας απορριπτικής απόφασης δεν μπορεί να περιοριστεί στην αναδρομική αναγνώριση υπέρ του άνδρα ασφαλισμένου του δικαιώματος στην επίμαχη προσαύξηση σύνταξης. Πράγματι, κάτι τέτοιο δεν θα θεράπευε τις ζημίες οι οποίες προκλήθηκαν λόγω της νέας αυτής διάκρισης.
Πρέπει, επομένως, να χορηγείται επίσης στους άνδρες ασφαλισμένους επαρκής
χρηματική αποζημίωση, η οποία θα καθιστά δυνατή την πλήρη αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν πράγματι από τη δυσμενή διάκριση.
Η σύνταξη χηρείας στην Κύπρο
Στην Κύπρο, η πλέον μεγάλη διάκριση στην οποία υφίστανται οι άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες είναι η στέρηση του δικαιώματος να λάβουν σύνταξη χηρείας εκ μέρους των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι οποίες απορρίπτουν ή ακόμη και παραλείπουν να απαντήσουν σε αιτήσεις ανδρών για σύνταξη χηρείας, επειδή οι γυναίκες σύζυγοί τους είχαν αποβιώσει πριν την 1η Ιανουαρίου 2018.
Σύμφωνα με το άρθρο 41 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, όπως τροποποιήθηκε το 2019, δικαίωμα σε σύνταξη χηρείας αποκτάται μόνο εφόσον ο/η σύζυγος απεβίωσε κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2018.
Το ενωσιακό δίκαιο και η διακριτική ευχέρεια
Σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, το οποίο και υπερτερεί ακόμη και αυτού του Συντάγματος, σύμφωνα με το άρθρο 1Α, υπάρχει ευχέρεια στα κράτη μέλη να προβαίνουν σε διαφορετική αντιμετώπιση των φύλων σε σχέση με επαγγελματικές δραστηριότητες για τις οποίες, λόγω της φύσεως ή των συνθηκών ασκήσεως τους, το φύλο συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας, αλλά ως παρέκκλιση από ατομικό δικαίωμα που καθιερώνει το ενωσιακό δίκαιο εν γένει, πρέπει να ερμηνεύεται στενά
Κατά τον καθορισμό της έκτασης κάθε παρέκκλισης από το ατομικό δικαίωμα, όπως η ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών αλλά και εν γένει ίση μεταχείριση μεταξύ των πολιτών, πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, η οποία περιλαμβάνεται μεταξύ των γενικών αρχών του ενωσιακού Δικαίου.
Η αρχή αυτή απαιτεί οι παρεκκλίσεις να μη βαίνουν πέραν αυτού που είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και απαιτεί επίσης τον συμβιβασμό, στο μέτρο του δυνατού, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με τις απαιτήσεις της δημόσιας ασφάλειας που είναι καθοριστικές για τις συνθήκες ασκήσεως της εν λόγω δραστηριότητας.
Ανάλογα με τις περιστάσεις, οι αρμόδιες εθνικές αρχές διαθέτουν κάποια διακριτική ευχέρεια όταν θεσπίζουν μέτρα τα οποία θεωρούν αναγκαία για την προάσπιση της δημόσιας ασφάλειας.
Συνήθως, οι διακρίσεις αυτές αφορούν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις γυναίκες αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις που την δυσμενή διάκριση λόγω φύλου υφίστανται και άντρες.
* Advocates-Legal Consultants