Η πληροφόρηση κάθε εναγόμενου για υπόθεση που εκκρεμεί εναντίον του ώστε να μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα που είναι συνταγματικά αναγνωρισμένο και κατοχυρωμένο από το άρθρο 30.3(α) και (β) του Συντάγματος.
Γι΄αυτό και κάθε δικαστήριο είναι υπόχρεο να προβαίνει σε έλεγχο ότι το έντυπο απαίτησης επιδόθηκε κανονικά και σύμφωνα με τους σχετικούς Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας που αφορούν την επίδοση απαίτησης. Η υποκατάστατη επίδοση απαίτησης είναι δυνατή κατόπιν διατάγματος δικαστηρίου όταν σε κάθε περίπτωση ήθελε φανεί ότι λόγω οποιασδήποτε αιτίας δεν είναι εφικτό να επιτευχθεί εγκαίρως επίδοση με το συνήθη τρόπο, όπως είναι η επίδοση απαίτησης με θυροκόλληση ή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή τηλεομοιότυπο ή άλλο προσφερόμενο μέσο ή τρόπο τεχνολογίας.
Τόσο η υποκατάστατη επίδοση όσο και η επίδοση απαίτησης ρυθμίζονται στο Μέρος 6 των ΚΠΔ ώστε να διασφαλίζεται η καλή επίδοση και ο εγκαλούμενος στο δικαστήριο να λαμβάνει γνώση του γεγονότος αυτού και των γεγονότων της εναντίον του απαίτησης. Τυχόν παραβίαση του δικαιώματος αυτού δίδει δικαίωμα στον επηρεαζόμενο να αποταθεί στο δικαστήριο για ακύρωση της απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του.
Σχετική είναι η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Π.Ε.Ε129/2016, ημερ.16.05.2024, όπου ο εφεσείων-εναγόμενος σε αγωγή καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του ερήμην. Ισχυριζόταν ότι πληροφορήθηκε για πρώτη φορά σε σχέση με την αγωγή μετά που εκδόθηκε η απόφαση εναντίον του. Η απαίτηση αφορούσε ισχυριζόμενη παραβίαση συμφωνίας που είχε συνομολογηθεί μεταξύ των εφεσιβλήτων και του πατέρα του, όπου ο εναγόμενος αναφερόταν στη συμφωνία ως εγγυητής. Η επίδοση της αγωγής προς αυτόν επιτεύχθηκε με θυροκόλληση του κλητηρίου εντάλματος στην είσοδο της κατοικίας όπου διέμεναν, πλην όμως ο πατέρας του δεν τον ενημέρωσε για το γεγονός αυτό.
Η πρωτόδικη απόφαση
Ο εφεσείων πληροφορήθηκε για το γεγονός όταν του επιδόθηκε ειδοποίηση πτώχευσης, σε σχέση με το εξ αποφάσεως χρέος που προέκυψε από την αγωγή. Καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του, διότι, ως διατείνεται, ο ίδιος δεν γνώριζε για την αναφερόμενη στην αγωγή συμφωνία και ουδέποτε την υπέγραψε ως εγγυητής.
Τον πληροφόρησε ο πατέρας του ότι είχε υπογράψει το σχετικό έγγραφο στη θέση του υπό την ιδιότητα του εγγυητή. Η πλευρά των εφεσίβλητων έφερε ένσταση στην αίτηση, υποστηρίζοντας ότι η επίδοση ήταν καλή και ότι το ένταλμα κατάσχεσης και πώλησης της κινητής περιουσίας που εκδόθηκε εναντίον του και του πατέρα του, επιστράφηκε με την ένδειξη ότι αυτοί στερούνται τέτοιας περιουσίας.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε την αίτηση αλλά την απέρριψε, με την παρατήρηση ότι ο εναγόμενος έλαβε γνώση της αγωγής ως εκ της επικόλλησης του κλητηρίου εντάλματος στην είσοδο της κατοικίας που διέμενε με τον πατέρα του.
Απόφαση Ανώτατου Δικαστηρίου
Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν συμφώνησε και τόνισε ότι το γεγονός αυτό από μόνο του δεν προδίκαζε ότι ο εφεσείων έλαβε γνώση για την αγωγή. Το ζητούμενο είναι κατά πόσο αυτός έλαβε, όντως, γνώση σε σχέση με αυτή, πριν από την έκδοση της ερήμην απόφασης εναντίον του. Ενώ το δικαστήριο είχε ενώπιον του δύο εκδοχές, ωστόσο δεν επεδίωξε να διερευνήσει το θέμα περαιτέρω, ώστε να ήταν σε θέση να προβεί σε ασφαλές συμπέρασμα προς τη μία ή προς την άλλη κατεύθυνση.
Έτσι, παρέμεινε αναντίλεκτος ο ισχυρισμός του πατέρα του εφεσείοντα ότι δεν τον πληροφόρησε για την ανεύρεση του κλητηρίου εντάλματος, καθώς και ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι ο ίδιος δεν έλαβε εγκαίρως γνώση αυτού, ώστε η εκδοθείσα απόφαση εναντίον του να στερείται εγκυρότητας.
Στη σχετική νομολογία κρίθηκε ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στο εγγεγραμμένο γραφείο εναγόμενης εταιρείας, χωρίς να παραδοθεί σε κάποιο αξιωματούχο της, δεν ήταν ικανοποιητική ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή είχε λάβει γνώση της αγωγής.
Γι’ αυτό, κρίθηκε ορθή η πρωτόδικη απόφαση με την οποία παραμερίστηκε η απόφαση που είχε εκδοθεί εναντίον της ερήμην. Υποδείχθηκε ότι παραβιάστηκε το συνταγματικό δικαίωμα της να λάβει δεόντως γνώση της αγωγής.
Όπως και στην εκεί υπόθεση, έτσι και εδώ, το δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του μαρτυρία ότι ο εφεσείων είχε πράγματι λάβει γνώση της αγωγής μέσω της επιχειρηθείσας υποκατάστατης επίδοσης. Η απόφαση που εκδόθηκε εναντίον του, έπρεπε να παραμεριστεί δικαιωματικά και εκδόθηκε σχετικό διάταγμα που επιτρέπει στον εφεσείοντα να καταχωρίσει εμφάνιση και υπεράσπιση στην αγωγή.
Δικηγόρος στη Λάρνακα