Προ ημερών, ο νέος Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Χριστόδουλος Πατσαλίδης απηύθυνε έκκληση προς τις τράπεζες να εξετάσουν τον κίνδυνο της φήμης τους και τον αντίκτυπο δυσαρέσκειας που δημιουργείται στην κοινωνία όταν διατηρούν τα δανειστικά επιτόκια ψηλά και τόνισε ότι στη συνάντηση με τον Σύνδεσμο Τραπεζών υπέδειξε ότι οι τράπεζες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την κοινωνική ευαισθησία.
Υπενθυμίζεται ότι και ο υπουργός Οικονομικών έθιξε σε αρκετές περιπτώσεις το θέμα των ψηλών επιτοκίων, υποστηρίζοντας ότι τα επίπεδα πληθωρισμού στην Κύπρο δεν δικαιολογούν τόσο υψηλά επιτόκια. «Αναπόφευκτα, η κοινή νομισματική πολιτική στην Ευρωζώνη δημιουργεί πολλές φορές προβλήματα, όπως και στην παρούσα συγκυρία. Για παράδειγμα, για μια χώρα της Ευρωζώνης με σχετικά χαμηλό πληθωρισμό, όπως η Κύπρος, δεν δικαιολογούνται πολύ υψηλά επιτόκια δανεισμού», ανέφερε.
Το θέμα όμως σε αυτή την περίπτωση είναι ότι τα κέρδη των τραπεζών προήλθαν κυρίως από τα ψηλά επιτόκια και όχι γιατί προέβησαν σε τέτοιες κινήσεις ώστε να δημιουργήσουν νέα προϊόντα, να αυξήσουν το πελατολόγιο τους ή να επεκταθούν σε νέες αγορές.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Τράπεζας Κύπρου, η οποία ανακοίνωσε κέρδη μετά τη φορολογία ύψους €487 εκατ. για το 2023, έναντι κερδών €57 εκατ. το 2022, αναφέρθηκε ότι τα καθαρά έσοδα από τόκους για το έτος που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2023 ανήλθαν σε €792 εκατ., σε σύγκριση με €370 εκατ. για το έτος που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2022, αυξημένα κατά 114% σε ετήσια βάση, επωφελούμενα από την αύξηση των επιτοκίων των ρευστών διαθέσιμων περιουσιακών στοιχεία και των δανείων.
Όσον αφορά στην Ελληνική Τράπεζα, η οποία ανακοίνωσε κέρδη €365,4 εκατ. για το έτος 2023, από €21,8 εκατ. το 2022, αναφέρθηκε ότι τα καθαρά έσοδα από τόκους για το έτος 2023 ανήλθαν σε €536,3 εκατ., αυξημένα κατά 78% σε σύγκριση με €300,9 εκατ. για το έτος 2022. Η αύξηση οφειλόταν κυρίως στην αύξηση στα έσοδα από τόκους από καταθέσεις σε Κεντρικές Τράπεζες και άλλες τράπεζες και χρεόγραφα, μετά τις συνεχιζόμενες αυξήσεις των επιτοκίων που ανακοινώθηκαν από την ΕΚΤ, που αντισταθμίστηκε εν μέρει από τους αυξημένους τόκους στο δανειακό χαρτοφυλάκιο.
Ουσιαστικά, λοιπόν, θα έλεγε κάποιος ότι οι δυο αξιωματούχοι αυτό που ζητούν από τις τράπεζες είναι να ανακοινώνουν λιγότερα κέρδη και να διοχετεύουν μέρος αυτών πίσω στην κοινωνία και τους καταναλωτές.
Βέβαια, κάποιοι θα υποστηρίξουν ότι οι τράπεζες δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα, αλλά εταιρείες με μετόχους που αναμένουν κέρδη για να αποκομίσουν το μέρισμα τους. Να μην ξεχνάμε όμως τι έγινε το 2013 και πώς διασώθηκαν οι τράπεζες. Επομένως, καλό είναι να βρεθεί μια μέση λύση, ώστε από τη μια, σε αυτή την περίοδο της ακρίβειας και των ψηλών επιτοκίων να στηριχθούν οι καταναλωτές, που είναι άλλωστε και πελάτες των τραπεζών και από την άλλη να μην κινδυνεύει η αξιολόγηση των τραπεζών από τους διεθνείς οίκους, καθώς έχουμε πικρή πείρα από τις υποβαθμίσεις των τραπεζών και της οικονομίας μας.