Όταν το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών επέβαλε κυρώσεις στον Ρώσο δισεκατομμυριούχο Oleg Deripaska και τις εταιρείες του τον Απρίλιο του 2018, ο ολιγάρχης δεν έδειξε ιδιαίτερα έκπληκτος. Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, ο Deripaska έχει λιγότερο θετική διάθεση. Στις 15 Μαρτίου κατέθεσε αγωγή κατά του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών και την ηγεσία του, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ παραβίασαν τον νόμο, και τον έβαλαν στο στόχαστρο απλώς επειδή είναι πολιτικά σκόπιμο ή δημόσια δημοφιλές να το πράξουν.
Ο δικηγόρος του υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί των ΗΠΑ προκειμένου να αποδείξουν το εγκληματικό παρελθόν του πελάτη του -απάτη, ξέπλυμα χρήματος, εκβιασμός, εντολή για δολοφονία ενός επιχειρηματία- είναι όλοι ανυπόστατοι. Στην αγωγή του επίσης υποστηρίζει ότι η περιουσία του έχει υποχωρήσει κατά 7,5 δισ. δολ. ή 81%, από τον προηγούμενο Απρίλιο που ανακοινώθηκαν οι κυρώσεις, καθώς και ότι αντιμετωπίζει προβλήματα στις δουλειές του ανά τον κόσμο. Υποστηρίζει ακόμη ότι οι κυρώσεις έχουν πλήξει τη φήμη του και στη Ρωσία, επικαλούμενος πρόσφατες δηλώσεις του Ρώσου πολιτικού Gennady Zyuganov. Όμως ο καθηγητής πολιτικών επιστημών Steven Fish υποστηρίζει ότι πρόκειται για πολιτικό θέατρο, καθώς κανείς δεν παίρνει τον Gennady Zyughanov σοβαρά.
Ανάλυση του Forbes διαπιστώνει επίσης ότι αυτά που αναφέρει για την περιουσία του είναι ανακριβή. Στις 6 Απριλίου του 2018, τη μέρα που ανακοινώθηκαν οι κυρώσεις, η περιουσία του Deripaska διαμορφωνόταν στα 6,76 δισ. δολ., σύμφωνα με την κατάταξη του Forbes Real-Time. Τη μέρα που υπέβαλε την αγωγή του (στις 15 Μαρτίου του 2019) η αξία της περιουσίας του ήταν 3,58 δισ. δολ., που συνιστά μια πτώση 47%. Την προηγούμενη χρονιά, το χαμηλότερο επίπεδο στο οποίο έφτασε η περιουσία του ήταν 3,07 δισ. δολ. στις 19 Δεκεμβρίου, μια μείωση 56%. Αν και είναι αλήθεια ότι οι εισηγμένες εταιρείες στις οποίες έχει πλειοψηφικά μερίδια δέχθηκαν τεράστιο πλήγμα λόγω των κυρώσεων, καμία δεν έπεσε 81%.
Ο Deripaska και οι αντιπρόσωποί του δεν απάντησαν σε πολλαπλά αιτήματα για ένα σχόλιο σχετικά με τα όσα υποστηρίζει στην αγωγή του για το ύψος της περιουσίας του.
Παράλληλα, δικηγόροι, πολιτικοί επιστήμονες και οικονομολόγοι που ειδικεύονται σε στις σχέσεις με τη Ρωσία λένε ότι έχει πολύ μικρή πιθανότητα να κερδίσει με την αγωγή του λόγω αδύναμων νομικών επιχειρημάτων αλλά και χαμηλών ποσοστών επιτυχίας παρόμοιων αγωγών στο παρελθόν.
Ο ρόλος του Deripaska στην ανάμειξη της Ρωσίας στις εκλογές, αν υπάρχει, παραμένει ασαφής, αλλά ο στόχος των κυρώσεων είναι να σταλεί ένα μήνυμα στη Ρωσία μέσω της επίθεσης σε αυτούς που έχουν βγάλει χρήματα εξαιτίας του ότι ήταν στον στενό κύκλο του Πούτιν, σχολίασε ο δικηγόρος Bruce Marks, που ειδικεύεται στις αμερικανορωσικές σχέσεις. “Η ελπίδα είναι ότι με την επιβολή κυρώσεων σε βάρος του θα σταλεί μήνυμα στο Κρεμλίνο ότι η ρωσική κυβέρνηση πρέπει να αλλάξει συμπεριφορά σχετικά με την Ουκρανία και τις αμερικανικές εκλογές”.
Πάντως, o Deripaska δεν καταδικάστηκε ποτέ για την εγκληματική συμπεριφορά που τόσο η OFAC όσο και οι πρώην συνεταίροι του ισχυρίστηκαν. Ο Marks, εκπροσωπώντας ορισμένους από τους πρώην συνεργάτες του, μήνυσε τον Ρώσο ολιγάρχη στο ομοσπονδιακό δικαστήριο στη νότια περιφέρεια της Νέας Υόρκης και στη συνέχεια στο Delaware στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Στις αγωγές υποστηριζόταν ότι ο ολιγάρχης και ο πρώην συνεργάτης του Μιχαήλ Τσέρνι χρησιμοποίησαν απειλές θανάτου, απάτες και συνεργασίες με τη ρωσοαμερικανική μαφία για να αποκτήσουν τον έλεγχο πολλών περιουσιακών στοιχείων στη Ρωσία. Και οι δύο απορρίφθηκαν με βάση το σκεπτικό ότι οι υποθέσεις αυτές πρέπει να διεκπεραιωθούν στη Ρωσία. Μετά τις απορρίψεις, ο Marks μετέφερε τη διαφορά στα δικαστήρια της Καραϊβικής, όπου οι δύο πλευρές κατέληξαν σε εμπιστευτική διευθέτηση.
Η περιουσία του Deripaska αυτές τις ημέρες, σύμφωνα με το Forbes Russia, αφορά πολλούς τομείς —ενέργεια, κατασκευές, ασφάλειες, χρηματοοικονομικά, αεροδρόμια και γεωργία. Όμως το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου προέρχεται από την εισηγμένη En+ Group, μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες αλουμινίου στον κόσμο. Η En+ Group είναι υπό διαπραγμάτευση τόσο στο Λονδίνο όσο και στη Μόσχα και έχει assets σε πάνω από 19 χώρες. Η μετοχή της στο Λονδίνο έχασε 40% της αξίας της στις 9 Απριλίου του 2018, την πρώτη μέρα μετά τις κυρώσεις.
Από την ημέρα της επιβολής των κυρώσεων, ο Deripaska συμμορφώθηκε με τους κανονισμούς του Γραφείου Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων (OFAC), μειώνοντας το ποσοστό του στην En+ Group σε κάτω από 50%. Πριν τις κυρώσεις κατείχε περίπου 70%. Εκδίδοντας νέες μετοχές, δίνοντας έλεγχο μετοχών στην κρατική VTB Bank και δωρίζοντας μετοχές σε ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα που δεν αποκαλύφθηκε, ο Deripaska μείωσε το ποσοστό του στο 44,95%, που τώρα έχει αξία 2.5 δισ. δολ. (μόλις 1,2 δισ. δολ. λιγότερο απ’ ό,τι θα είχε στην κατοχή του αν δεν είχε αναγκαστεί να μειώσει το ποσοστό του).
Τον Ιανουάριο φέτος το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ ήρε τις κυρώσεις στην En+ Group και άλλες συνδεδεμένες με τον Deripaska εταιρείες. Ωστόσο, οι κυρώσεις σε βάρος του ίδιου του Deripaska παραμένουν και τα περιουσιακά του στοιχεία στις ΗΠΑ συνεχίζουν να είναι παγωμένα.
Ο ολιγάρχης έχει έναν τρόπο να γεννιέται από τις στάχτες του. Ο Deripaska ξεκίνησε ως trader ενώ ήταν φοιτητής Φυσικής στο κρατικό πανεπιστήμιο της Μόσχας, έχοντας αποφοιτήσει από το σχολείο το 1993. Τη δεκατία του ’90 ο Deripaska συνάντησε τους αδελφούς Lev και Mikhail και άρχισε να δουλεύει μαζί τους για να εγκαθιδρύσει τα μεγαλύτερα εργοστάσια αλουμινίου στη χώρα. Τότε ήταν που άρχισα να έχω προβλήματα, είπε ο Deripaska σε συνέντευξή του στο Forbes το 2001. Σε μια περίοδο γνωστή ως “πόλεμοι αλουμινίου” δεκάδες στελέχη, τραπεζικοί, και traders σκοτώθηκαν στη μάχη των μετάλλων. Στο τέλος, ο Deripaska βγήκε νικητής με την κατοχή της Russian Aluminum, πρόγονος της UC Rusal, την οποία έφτιαξε μαζί με τον Ρώσο δισεκατομμυριούχο Roman Abramovich.
Ο Deripaska συνέχισε να επεκτείνει την αυτοκρατορία του, δανειζόμενος εκατομμύρια δολάρια από τράπεζες και από τη ρωσική κυβέρνηση προκειμένου να αγοράσει μερίδια σε εταιρείες μεταποίησης και ασφαλιστικές εταιρείες καθώς και για να εδραιωθεί περισσότερο στη βιομηχανία αλουμινίου.
Ο Deripaska εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη λίστα των δισεκατομμυριούχων του Forbes το 2002, με μια περιουσία ύψους 1,1 δισ. δολ. Έφτασε στα 28 δισ. δολ. το 2008 λόγω της αύξησης των τιμών του αλουμινίου, καθώς και της κατασκευάστριας οχημάτων GAZ, της κατασκευάστριας αεροσκαφών Aviacor και της ασφαλιστικής εταιρείας Ingosstrakh. Τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς ήταν το πιο πλούσιο πρόσωπο στη Ρωσία και το ένατο πλουσιότερο στον κόσμο. Στη συνέχεια όμως ήρθε η χρηματοπιστωτική κρίση και η περιουσία του υποχώρησε 87,5% στα $3,5 δισ. δολ. Μέσα σε μόνο έναν χρόνο, καθώς ο Deripaska βρέθηκε να έχει μεγάλα χρέη (βιαζόταν να επεκτείνει την UC Rusal) και κακές επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένου ενός μεριδίου στη Norilsk Nickel, της οποίας η μετοχή έπεσε 80% λίγο αφότου το είχε αγοράσει.
Αλλά επιβίωσε και πιθανότατα πρέπει να ευχαριστεί για αυτό το Κρεμλίνο. Ο Deripaska έλαβε δάνειο ύψους 4,5 δισ. δολ. από μια ελεγχόμενη από το κράτος τράπεζα και έτσι κατάφερε να κρατήσει το μερίδιό του στη Norilsk Nickel. Έπειτα, το 2010, η UC Rusal ανακοίνωσε αναδιάρθρωση του χρέους της και την έβαλε στο χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ. Στην αρχική δημόσια προσφορά ο Deripaska είχε ένα μερίδιο αξίας άνω των 8 δισ. δολ., αυξάνοντας ξανά τη συνολική του περιουσία στα 10,7 δισ. δολ.
Ο Deripaska βρίσκεται στον στενό κύκλο του Κρεμλίνου, λέει η Amy Knight, συγγραφέας του βιβλίου Orders to Kill: The Putin Regime and Political Murder. “Αυτός και άλλοι τρεις Ρώσοι δισεκατομμυριούχοι που συνιστούν το Alfa Group (Mikhail Fridman, German Kahn, Pytor Aven), ξέρουν πώς να ανταποκρίνονται στις ανάγκες του Πούτιν, ο οποίος θα μπορούσε να τους καταστρέψει όλους, και παράλληλα να απολαμβάνουν τον πλούτο και την ασυλία της ποινικής δίωξης που άλλοι ολιγάρχες δεν έχουν απολαύσει” προσθέτει η Knight.
Στο ερώτημα γιατί ο Deripaska έκανε την αγωγή με τόσο μικρές πιθανότητες να κερδίσει κάτι, ο Anders Aslund, οικονομολόγος και συνεργάτης στο think tank Atlantic Council που ειδικεύεται σε Russia και Ουκρανία απάντησε: Η υπόθεση είναι γελοία, αλλά ο Deripaska δεν θέλει να περνάει απαρατήρητος.
Της Angel Au-Yeung
ΠΗΓΗ: Forbes
