Του Andreas Kluth

“Μην κάνετε τίποτε. Απλώς καθίστε ακίνητοι”. Πρόκειται για έναν παλιό εξυπνακισμό μεταξύ των διαλογιστών. Το να καθίσουν ακίνητοι, φυσικά, δεν είναι μια πολυτέλεια την οποία διαθέτουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής κατά τη διάρκεια μιας έκτακτης ανάγκης όπως η ενεργειακή κρίση που έχει προκαλέσει ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν. Οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης νιώθουν ότι πρέπει να κάνουν κάτι – οτιδήποτε, εδώ και τώρα, πριν από τον χειμώνα.

Δυστυχώς, εκείνο το “κάτι” στο οποίο συγκλίνουν είναι πιθανό να επιδεινώσει τα προβλήματα της ηπείρου. Ανάμεσα σε όλες τις τρελά υψηλές τιμές γύρω μας, η πιο δυσοίωνη είναι η εκτινασσόμενη τιμή του φυσικού αερίου. Έτσι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπό την πίεση της πλειοψηφίας των 27 κρατών-μελών της ΕΕ, προτείνει ένα ανώτατο όριο (πλαφόν) στις τιμές του φυσικού αερίου.

Για να αναλογιστώ τις συνέπειες ενός τέτοιου πλαφόν, αλληλογράφησα με τον Lion Hirth, καθηγητή στη Σχολή Hertie στο Βερολίνο. Ο ίδιος ξεκίνησε εξετάζοντας την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Ανελαστικό μέγεθος

Ως μέρος της βίαιης επιθετικότητάς του κατά της Ουκρανίας, ο Πούτιν έχει κλείσει σχεδόν όλες τις βάνες φυσικού αερίου το οποίο υπό κανονικές συνθήκες ρέει προς τη Δυτική Ευρώπη μέσω αγωγών από τη Ρωσία, πρώην μεγαλύτερο προμηθευτή της ΕΕ.

Άλλοι πάροχοι, όπως η Νορβηγία, αντλούν όσο περισσότερο αέριο μπορούν, ωστόσο οι δυνατότητές τους έχει αγγίξει τα μέγιστα όρια τους. Οι νέες προμήθειες, με τη μορφή υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), θα χρειαστούν χρόνο για να βρεθούν σε πλήρη ανάπτυξη, καθώς χώρες όπως η Γερμανία πρέπει πρώτα να κατασκευάσουν τους εξειδικευμένους τερματικούς σταθμούς για να υποδέχονται τα πλοία.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι η παροχή φυσικού αερίου είναι “κλειδωμένη” σε συγκεκριμένα επίπεδα – ή τελείως ανελαστική, στην ορολογία της οικονομίας. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι “η ζήτηση καθορίζει την τιμή”, λέει ο Hirth. Εάν οι εταιρείες ή τα νοικοκυριά εξοικονομούν περισσότερο και καταναλώνουν λιγότερο, η τιμή πέφτει. Εάν δεν εξοικονομούν ή χρησιμοποιούν ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες, η τιμή αυξάνεται.

Όπως πάντα στα οικονομικά, η τιμή είναι επομένως απλώς μια περίληψη όλων των υποκείμενων πληροφοριών στην αγορά. Είναι όμως και ένα σήμα. Προκαλώντας πόνο σε επιχειρήσεις και ανθρώπους, το κόστος του φυσικού αερίου ενθαρρύνει όσους μπορούν να περιορίσουν τη χρήση του να το πράξουν, εξοικονομώντας ή αλλάζοντας καύσιμο.

Το πλαφόν θα οδηγήσει σε επιβολή δελτίου

Τώρα σκεφτείτε τι θα έκανε ένα πλαφόν. Αντί να σηματοδοτήσει πόνο ή αδυναμία προσιτότητας, η νέα και τεχνητά χαμηλή τιμή του φυσικού αερίου θα έδινε το σήμα της κανονικότητας. Το κίνητρο ή η επιτακτική ανάγκη για περικοπή θα εξασθενούσε ή θα εξαφανιζόταν. Η ζήτηση θα αυξανόταν ξανά, χωρίς πρόσθετη προσφορά. Κάποια στιγμή μέσα στον χειμώνα, οι δεξαμενές αποθήκευσης της Ευρώπης θα ήταν άδειες. Η ήπειρος θα ήταν τότε χωρίς αέριο – εντελώς φυσικά και αδιαπραγμάτευτα.

Οι κυβερνήσεις δεν άφηναν φυσικά την κατάσταση να φτάσει σε αυτό το σημείο. Αντίθετα, θα άρχιζαν να μεριμνούν με επιβολή δελτίου, λίγο πριν τελειώσει το αέριο. Οι πολιτικοί ή οι τεχνοκράτες θα αποφάσιζαν ποια εργοστάσια θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν πόση ποσότητα και ποια θα έπρεπε να κλείσουν εντελώς, έστω προσωρινά. Θα βρισκόμασταν έτσι τελικά στο πλαίσιο της “πολεμικής οικονομίας” για την οποία προειδοποιούσα τον Ιούνιο.

Μια εναλλακτική λύση – την οποία περιλαμβάνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη μάλλον συγκεχυμένη πρότασή της – είναι να συνδυαστεί ένα ανώτατο όριο τιμών με υποχρεωτικά μέτρα εξοικονόμησης. Αυτό όμως είναι απλώς ένας ευφημισμός για την επιβολή δελτίου. Και αν οι κυβερνήσεις άρχιζαν να επιβάλλουν δελτίο από τώρα, η τιμή του φυσικού αερίου θα έπεφτε μόνη της – θυμηθείτε, αυτή τη στιγμή είναι η ζήτηση από μόνη της που καθορίζει την τιμή. Άρα το πλαφόν θα ήταν περιττό.

Η λύση; Απευθείας μετρητά στους ευάλωτους

Σε κανέναν δεν αρέσει το αναγκαστικό δελτίο (σε αντίθεση με την εθελοντική εξοικονόμηση), οπότε μήπως υπάρχει καλύτερη εναλλακτική λύση; Υπάρχει. Το προαπαιτούμενο είναι να ξεχάσουμε τα πλαφόν και να αφήσουμε την τιμή να πάει εκεί που είναι να φτάσει.

Από εκεί και πέρα, το καθήκον των κυβερνήσεων γίνεται να απορροφούν τις προκύπτουσες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές πιέσεις, προσφέροντας άμεσες πληρωμές σε μετρητά σε όσους τις χρειάζονται περισσότερο, είτε επιχειρήσεις είτε νοικοκυριά.

Αυτές οι επιχορηγήσεις δεν θα αποτελούσαν επιστροφές για λογαριασμούς φυσικού αερίου – αυτό θα αναιρούσε για άλλη μια φορά τα σήματα των τιμών. Θα έρχονταν ως απλή οικονομική ενίσχυση, χωρίς ειδική αναφορά στους λογαριασμούς ενέργειας, έτσι ώστε μια οικογένεια να εξακολουθεί να εξοικονομεί φυσικό αέριο χαμηλώνοντας τον θερμοστάτη προκειμένου να έχει περισσότερα χρήματα για φαγητό, για να δώσουμε ένα παράδειγμα.

Επειδή ο κόσμος μας είναι ατελής, αυτή η πολιτική θα είχε επίσης μεγάλα μειονεκτήματα. Θα ήταν πιο περίπλοκη στη διαχείριση σε σχέση με ένα απατηλά απλό ανώτατο όριο τιμής. Οι τεχνοκράτες και οι πολιτικοί θα έπρεπε να αποφασίσουν ποιος δικαιούται τις επιχορηγήσεις – ιδανικά, με τρόπο που να ελαχιστοποιεί τη σπατάλη και την απάτη.

Αυτή η προσέγγιση θα άνοιγε επίσης τα παλιά “ρήγματα” εντός ΕΕ μεταξύ χωρών που έχουν μεγαλύτερη “δημοσιονομική δυνατότητα” – δηλαδή, εκείνων που μπορούν να δανειστούν φθηνότερα – και άλλων χωρών που δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά τέτοια μεγάλα ποσά. Αυτή η ένταση εξηγεί την οργή στη Γαλλία, την Ιταλία και άλλες χώρες για το τελευταίο πακέτο βοήθειας της Γερμανίας – αξίας περίπου 200 δισεκατομμυρίων ευρώ (197,6 δισ. δολαρίων).

Εάν η ΕΕ και η Γερμανία θέλουν να το κάνουν σωστά, θα συγκεντρώσουν τα χρήματα σε επίπεδο ΕΕ και θα κατανείμουν ομοιόμορφα τη βοήθεια σε ολόκληρο το μπλοκ – όπως έκαναν κατά τη διάρκεια της πανδημίας της Covid-19.

Απλουστεύσεις και λαϊκισμός

Η σύγχυση της τιμής με μια υποκείμενη έλλειψη – στην πραγματικότητα, το να πυροβολεί κανείς τον αγγελιοφόρο – δεν είναι καθόλου νέο φαινόμενο. Μια αιτία της Γαλλικής Επανάστασης ήταν το αυξανόμενο κόστος του ψωμιού. αλλά ήταν τόσο ανόητο να κατηγορεί κανείς την τιμή αντί για τη σπάνη των σιτηρών όσο ανόητο ήταν και η Μαρία Αντουανέτα να προτείνει το πλήθος να φάει παντεσπάνι. Το ίδιο ισχύει και για τα πλαφόν στα ενοίκια σε πόλεις όπως το Βερολίνο, που μπορεί να οδηγούν σε φθηνή στέγαση για ορισμένους, αλλά οδηγούν ταυτόχρονα και σε καθόλου στέγαση για πολλούς άλλους.

Με την πολιτική λογική του λαϊκισμού, ένας τέτοιος οικονομικός συλλογισμός είναι εκτός πεδίου εξέτασης. Σίγουρα θα ήταν πιο εύκολο για τους πολιτικούς της Ευρώπης να δώσουν στους ψηφοφόρους τους την απλούστερη και πιο εύληπτη απάντηση. Θα μπορούσαν να περιορίσουν τις τιμές των ειδών που δημιουργούν οικονομικό πόνο λόγω του κόστους τους, να κηρύξουν “νίκες” και να ελπίζουν ότι οι οικονομίες τους δεν θα βυθιστούν πριν από τις επόμενες εκλογές.

Ωστόσο, με τη λογική της ευθύνης και της άσκησης συνετής κρατικής πολιτικής, οι πολιτικοί θα πρέπει να αφήσουν ανέγγιχτες τις τιμές ως τα καλύτερα σήματα που έχουμε για να μας καθοδηγούν ως προς τις ελλείψεις ώστε να επιστρέψουμε σε λειτουργικές αγορές. Για να γίνει αυτό το ταξίδι υποφερτό, οι κυβερνήσεις πρέπει να υποστηρίξουν τους πιο ευάλωτους με μετρητά.

Κανείς δεν υπονοεί ότι αυτό το μάθημα ευθύνης θα είναι διασκεδαστικό ή εύκολο. Εάν ωστόσο θέλει κανείς να θυμώσει, ας θυμηθεί ποιος φταίει: όχι μια τιμή, όχι η ΕΕ ή οι πολιτικοί της, αλλά ο Βλαντιμίρ Πούτιν.

Πηγή: BloombergOpinion