Του Julian Lee

Οι βορειοαμερικανικές απαγορεύσεις εισαγωγών και οι αυτο-κυρώσεις από τα διυλιστήρια και τους traders στην Ευρώπη έχουν ελάχιστα επηρεάσει τη ροή του αργού από τα ρωσικά λιμάνια, με τα φορτία να ανακατευθύνονται επιτυχώς προς τα ανατολικά.

Όμως, η μετατόπιση των ροών προς την Ασία, όπου η Ινδία έχει αναδειχθεί ως ο δεύτερος μεγαλύτερος πελάτης της Ρωσίας, έχει ενισχύσει την εξάρτηση της Μόσχας από μια συνεχώς συρρικνούμενη δεξαμενή αγοραστών. Η Κίνα και η Ινδία αγοράζουν τώρα τα δύο τρίτα του συνόλου του αργού που εξάγεται δια θαλάσσης από τη Ρωσία ενώ τουλάχιστον το ήμισυ του αργού που εξάγεται μέσω αγωγών από τη Ρωσία πηγαίνει επίσης στην Κίνα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Τι δείχνει το πετρέλαιο για την επερχόμενη (;) ύφεση

Αυτό δίνει τεράστια διαπραγματευτική δύναμη στους αγοραστές και από τις δύο χώρες, και είναι μια δύναμη που έχουν ασκήσει. Το ρωσικό αργό διαπραγματεύεται με μεγάλη έκπτωση σε σχέση με τις διεθνείς, και αυτό πλήττει το πολεμικό ταμείο του Κρεμλίνου.

Η πιο πρόσφατη εκτίμηση, από τα τέλη της περασμένης εβδομάδας, είναι ότι το ρωσικό αργό, γνωστό ως μείγμα Urals, διαπραγματευόταν περίπου στα 52 δολάρια το βαρέλι. Αυτό σημαίνει έκπτωση 33,28 δολαρίων ή 39% σε σχέση με το αργό τύπου Brent. Συγκριτικά, η μέση έκπτωση το 2021 ήταν στα 2,85 δολάρια. Αυτή η έκπτωση κοστίζει στους εξαγωγείς πετρελαίου της Ρωσίας περίπου 4 δισ. δολάρια το μήνα σε χαμένα έσοδα, ενώ μειώνει επίσης τα φορολογικά έσοδα του Κρεμλίνου από τις πωλήσεις στο εξωτερικό.

Οι διεθνείς τιμές αργού έχουν επίσης μειωθεί μετά την εισβολή. Το Brent διαπραγματευόταν περίπου στα 100 δολάρια το βαρέλι όταν τα ρωσικά στρατεύματα μπήκαν στην Ουκρανία, τώρα κινείται περίπου στα 86 δολάρια. Αυτή η πτώση δεν θα είχε συμβεί αν οι ρωσικές εξαγωγές είχαν περιοριστεί σοβαρά, όπως ανέμενε ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA).

Είναι εύκολο να θεωρήσει κανείς αποτυχημένες τις προσπάθειες περικοπής της ροής κεφαλαίων προς το πολεμικό ταμείο του Κρεμλίνου, ιδίως ενώ ο όγκος παραγωγής και εξαγωγών παραμένει ισχυρός.

Αλλά τα έσοδα από το πετρέλαιο αποτελούν προϊόν τόσο του όγκου όσο και της τιμής. Ο περιορισμός των ροών είναι ελκυστικός, επειδή είναι κάτι το ορατό. Αλλά θα ήταν αποτελεσματικό αυτό μόνο εάν η πτώση των ροών βάρυνε περισσότερο από την όποια αύξηση των τιμών. Αυτό είναι απίθανο. Ο OPEC+, του οποίου η Ρωσία είναι βασικό μέλος, έχει καταστήσει σαφές ότι δεν θα παρέμβει για να αντικαταστήσει τα χαμένα ρωσικά βαρέλια, οπότε οποιαδήποτε μείωση των ρωσικών ροών θα γινόταν αμέσως αισθητή στην αγορά.

 Με την Κίνα, την Ινδία και την Τουρκία πρόθυμες να αγοράσουν φορτία με έκπτωση, οποιαδήποτε απαγόρευση των ρωσικών ροών θα μπορούσε να είναι μόνο μερική. Αν οι χώρες αυτές δεν μπορέσουν να πειστούν να απαγορεύσουν τις εισαγωγές από τη Ρωσία, σταματώντας εντελώς τις εξαγωγές της, είναι πολύ πιθανό οι αγοραστές παντού να πληρώσουν τελικά περισσότερα για το πετρέλαιό τους, έχοντας το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο και αυξάνοντας τα έσοδα του Κρεμλίνου.

Το “χτύπημα” των τιμών, μολονότι είναι λιγότερο εύκολο να γίνει αντιληπτό, έχει περισσότερες πιθανότητες να μειώσει πραγματικά τις εισροές στο πολεμικό ταμείο του Κρεμλίνου.

Πηγή: BloombergOpinion