Απέτυχε παταγωδώς το νέο σύστημα αξιολόγησης της απόδοσης των δημοσίων υπαλλήλων -το οποίο εφαρμόζεται για δεύτερη χρονιά, στο πλαίσιο της πολυδιαφημισμένης μεταρρύθμισης στην κρατική μηχανή- και όχι μόνο δεν υπήρξε βελτίωση, αλλά καταγράφεται τάση για επιστροφή στις προηγούμενες νοοτροπίες του δημόσιου τομέα.

Ο πρόεδρος της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας Γεώργιος Παπαγεωργίου παρέδωσε χθες την ετήσια έκθεση της ΕΔΥ για το 2024 στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Νίκο Χριστοδουλίδη και μετά πραγματοποιήθηκε δημοσιογραφική διάσκεψη για να αναλύσει τα δεδομένα τα οποία δείχνουν, ότι επί της ουσίας έγινε μια τρύπα στο νερό.

«Τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν προκαλούν προβληματισμό σε σχέση με το σύστημα αξιολόγησης στη δημόσια υπηρεσία, καθώς τα περισσότερα Υπουργεία, Υφυπουργεία, Τμήματα και Υπηρεσίες, όχι μόνο εξακολουθούν να το εφαρμόζουν με πλήρη απόκλιση από τις διατάξεις του νέου συστήματος, αλλά το παραβιάζουν κατάφωρα», δήλωσε ο κ. Παπαγεωργίου.

Στην περίληψη της έκθεσης αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «είναι προφανές ότι οι αξιολογούντες δεν έχουν αντιληφθεί το μέγεθος της ευθύνης που έχουν σε σχέση με την αξιολόγηση των υφιστάμενων τους.
Παρουσιάζονται συμπτώματα που παραπέμπουν σε παρωχημένες ισοπεδωτικές νοοτροπίες, τάσεις που αν δεν ανακοπούν και αναστραφούν έγκαιρα θα οδηγήσουν και πάλι με μαθηματική ακρίβεια σε ανεπιθύμητες καταστάσεις. Οι γενικοί διευθυντές και οι διευθυντές των Τμημάτων και Υπηρεσιών έχουν ευθύνη λήψης όλων των αναγκαίων μέτρων όσο είναι ακόμα καιρός. Είναι προφανές ότι η εκπαίδευση των αξιολογητών που προηγήθηκε, στην έκταση και το βαθμό που έγινε, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, και ως εκ τούτου θα πρέπει να επαναληφθεί».

Ο μέσος όρος βαθμολογίας του συνόλου των αξιολογηθέντων από το 8.747 το 2023 ανέβηκε στο 9.01 το 2024, του μη εναλλάξιμου προσωπικού από 8.754 στο 9.00 και του εναλλάξιμου προσωπικού από 8.724 στο 9.09.

Όσον αφορά τον τρόπο που Υπουργεία / Υφυπουργεία / Τμήματα / Υπηρεσίες εφάρμοσαν κατά το 2024 το σύστημα αξιολόγησης, επισημαίνεται ότι μόνο μικρός αριθμός φορέων αξιολόγησης εξακολουθούν να λειτουργούν με σεβασμό στο πνεύμα και το γράμμα του νέου συστήματος, σε αντίθεση με πολύ μεγαλύτερο αριθμό φορέων αξιολόγησης που όχι μόνο εξακολουθούν να εφαρμόζουν το σύστημα με πλήρη απόκλιση προς τις διατάξεις του νέου συστήματος, αλλά παραβαίνουν κατάφωρα τόσο το γράμμα όσο και το πνεύμα του συστήματος.

Όπως είπε ο κ. Παπαγεωργίου, με εξαίρεση το Υφυπουργείο Ναυτιλίας, το Τμήμα Υπηρεσιών Πληροφορικής, και το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, όπου παρατηρείται επιτυχής συμμόρφωση με τις αρχές του συστήματος αξιολόγησης, στις υπόλοιπες περιπτώσεις ο μέσος όρος βαθμολογίας κατά το 2024 όχι μόνο κινήθηκε στα ίδια επίπεδα με το 2023, αλλά παρουσίασε περαιτέρω αύξηση, η οποία σε κάποιες περιπτώσεις ήταν σημαντική (Επαρχιακή Διοίκηση Αμμοχώστου μέση βαθμολογία 10 (!!!), Υπουργείο Υγείας 9,84, Δικαστική Υπηρεσία 9,55).

Επιφυλάξεις για προϊσταμένους

Ένα θέμα το οποίο έχει προκαλέσει σοβαρό προβληματισμό και καταγράφεται στην διευθυντική περίληψη της έκθεσης, αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι προϊστάμενοι των Υπηρεσιών, στα πλαίσια πλήρωσης θέσεων προαγωγής, έχουν ασκήσει την αρμοδιότητά τους, σ’ ό,τι αφορά την απόδοση μονάδων από 0-15 που προβλέπει ο νόμος ως σύσταση.

Συγκεκριμένα σημειώνεται «παρόλο που σύμφωνα με τον νόμο η απόδοση των μονάδων αυτών αποτελεί ανεξάρτητο κριτήριο και αποκλειστική εξουσία των προϊσταμένων, σε ορισμένες περιπτώσεις, προϊστάμενοι έχουν αποδώσει μονάδες κατά τρόπο που προκαλεί επιφυλάξεις σ’ ό,τι αφορά την ορθή εφαρμογή της σχετικής διάταξης του νόμου».

Σημειώνεται στην έκθεση, όπως προβλέπουν οι κανονισμοί για την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, σ΄ ό,τι αφορά τη βαθμολογία στις ετήσιες υπηρεσιακές τους εκθέσεις, στην ετοιμασία των οποίων συμμετέχουν και οι προϊστάμενοι, οι αξιολογήσεις «αποβλέπουν, μεταξύ άλλων, στη διαπίστωση, εκτίμηση και προσδιορισμό του βαθμού καταλληλόλητας των υπαλλήλων για προαγωγή».

Καταγράφεται όμως ότι σε κάποιες περιπτώσεις προϊστάμενοι έχουν αποδώσει μονάδες ως σύσταση για υποψηφίους με σημαντική απόκλιση μεταξύ τους, παρόλο που οι υπό κρίση υποψήφιοι είχαν ακριβώς την ίδια ή παραπλήσια βαθμολογία στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις. «Είναι προφανές ότι για διασφάλιση της ορθής εφαρμογής του νόμου και της εγκυρότητας των διαδικασιών θα πρέπει να ληφθούν όλες οι ενέργειες προκειμένου να υπάρξει σωστή κατανόηση του γράμματος και του πνεύματος του νόμου και είναι πρόδηλο ότι και στον τομέα αυτόν η εκπαίδευση είναι εκ των ων ουκ άνευ», σημειώνεται.

Το προφίλ των υπαλλήλων

Σημαντικό ποσοστό των υπαλλήλων που υπηρετούσαν στο δημόσιο κατά το 2024 ήταν κάτοχοι πανεπιστημιακών ή/και μεταπτυχιακών προσόντων.

Συγκεκριμένα, ποσοστό 69.4% ήταν κάτοχοι πανεπιστημιακών προσόντων (πτυχίου ή και μεταπτυχιακού/διδακτορικού). Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι μόνο 23% από τους διορισθέντες το 2024 υπαλλήλους στις θέσεις που δεν απαιτούν πανεπιστημιακά προσόντα είχαν προσόντα μόνον μέσης εκπαίδευσης. Το υπόλοιπο 77% ήταν είτε κάτοχοι διπλώματος, είτε είχαν πανεπιστημιακή ή και μεταπτυχιακή εκπαίδευση.

Απουσία υποψηφίων για τους Α7

Ένα άλλο θέμα που αποτελεί αντικείμενο προβληματισμού και περιλαμβάνεται στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Επιτροπή, όπως αναφέρεται στην περίληψη της έκθεσης «είναι και η αδυναμία εξεύρεσης υποψηφίων για αριθμό διαδικασιών σε θέσεις εισδοχής στη δημόσια υπηρεσία που διέπονται από τις πρόνοιες των περί αξιολόγησης των υποψηφίων για διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμων του 1998 έως 2024, των οποίων η αρχική κλίμακα δεν υπερβαίνει την κλίμακα Α7 του κυβερνητικού μισθολογίου, για τις οποίες απαιτείται ως βασικό προσόν απολυτήριο σχολής μέσης παιδείας ή δίπλωμα τριετούς μεταλυκειακού κύκλου σπουδών».
Το όλο θέμα, σημειώνεται στην έκθεση «θα πρέπει να τύχει μελέτης τόσο ως προς τους γενεσιουργούς λόγους όσο και ως προς τους τρόπους αντιμετώπισης του».