Mπορούν να τα βγάζουν εύκολα πέρα τα νοικοκυριά στην Κύπρο; Αισθάνονται οικονομική πίεση; Πώς ζουν οι Κύπριοι σε σχέση με τους Ευρωπαίους; Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα που επιχειρεί να απαντήσει η Eurostat, μέσα από την ειδική έκδοση «Βασικά στοιχεία για τις συνθήκες διαβίωσης στην Ευρώπη 2025», που αφορά όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, με έτος αναφοράς των δεδομένων το 2024.
Μέσα από την έκθεση φαίνονται οι ανισότητες που υπάρχουν στα ευρωπαϊκά νοικοκυριά. Αναλύοντας ο Φιλελεύθερος ορισμένα βασικά μεγέθη και συγκρίνοντας με άλλες χώρες, φαίνεται ότι σε γενικές γραμμές τα πλείστα κυπριακά νοικοκυριά βρίσκονται σε καλή κατάσταση και σε μερικές περιπτώσεις εμφανίζουν πλεονεκτήματα έναντι νοικοκυριών σε άλλες χώρες.
Σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με την έκθεση, το 2024 το 17,4% όλων των νοικοκυριών στην ΕΕ αντιμετώπισε δυσκολία ή μεγάλη δυσκολία να τα βγάλει πέρα. Στο άλλο άκρο του εύρους, το 26% όλων των νοικοκυριών μπόρεσε να επιβιώσει πολύ εύκολα ή εύκολα.
Το ποσοστό των νοικοκυριών που τα βγάζουν πέρα αρκετά ή σχετικά εύκολα ήταν 56,6%. Το ποσοστό των νοικοκυριών που αντιμετώπισαν τουλάχιστον κάποια δυσκολία το 2024 κυμαινόταν από 18,1% στη Γερμανία και 19,3% στην Ολλανδία έως 77,2% στη Βουλγαρία και 86,2% στην Ελλάδα.
– Η ανάλυση δείχνει ότι τα νοικοκυριά στην Κύπρο που τα βγάζουν πέρα με κάποια δυσκολία είναι 24,5%, αρκετά εύκολα 26,4%, εύκολα 19,4% και πάρα πολύ εύκολα 8,9%. Το μεγαλύτερο ποσοστό στην τελευταία κατηγορία καταγράφεται στη Σουηδία με 20,3%, την Ολλανδία με 19,5%, την Αυστρία 11%. Στην Ελλάδα, το ποσοστό όσων δεν δυσκολεύονται καθόλου οικονομικά είναι 0,8%, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 6,8%.
Στο μέσο η αγοραστική δύναμη
Ας δούμε την ενότητα «Κατανομή εισοδήματος και ανισότητα». Το 2024, το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα στην ΕΕ ήταν 21.253 μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) ανά κάτοικο. Η ΜΑΔ δείχνει πόσα μπορεί να αγοράσει ένας πολίτης σε μία χώρα με το διαθέσιμο εισόδημά του, σε σύγκριση με έναν πολίτη σε άλλη χώρα. Τα στοιχεία της έκθεσης δείχνουν ότι αυτή η μονάδα ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Οι δυτικές και οι σκανδιναβικές χώρες της ΕΕ ανέφεραν τα υψηλότερα επίπεδα, ενώ οι νότιες, ανατολικές και βαλτικές χώρες της ΕΕ ανέφεραν τα χαμηλότερα επίπεδα.
Οι τιμές κυμαίνονταν από 11.433 ΜΑΔ ανά κάτοικο στη Σλοβακία (21.253 ο μέσος όρος στην ΕΕ), 11.624 ΜΑΔ στην Ουγγαρία και 12.436 ΜΑΔ στην Ελλάδα. Τιμή έως 29.758 ΜΑΔ καταγράφεται ανά κάτοικο στην Αυστρία και 37.781 ΜΑΔ ανά κάτοικο στο Λουξεμβούργο. Στην Κύπρο η τιμή είναι 22.817 ΜΑΔ, όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη των «27» είναι 21.253 ΜΑΔ.
Σε σύγκριση με το 2010, το διάμεσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα ήταν 20,4% υψηλότερο σε πραγματικούς όρους το 2024 στην ΕΕ.
Το διάμεσο εισόδημα αυξήθηκε περισσότερο στη Ρουμανία, κατά 162,2%. Η Βουλγαρία, η Πολωνία, η Κροατία, η Ουγγαρία και οι 3 χώρες της Βαλτικής της ΕΕ κατέγραψαν επίσης διάμεσα εισοδήματα αυξημένα κατά περισσότερο από το μισό. Στην Κύπρο η άνοδος ήταν 3% σε σύγκριση με το 2010. Αντίθετα, το διάμεσο εισόδημα μειώθηκε κατά την ίδια περίοδο σε 3 χώρες της ΕΕ: την Ελλάδα (μείωση 25,8%), την Ιταλία (μείωση 2,8%) και τη Γαλλία (μείωση 1,7%).
Ποσοστά ανισότητας
Nα δούμε τι συμβαίνει με τον συντελεστή Gini. Είναι ένας στατιστικός δείκτης που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ανισότητας, συνήθως όσον αφορά την κατανομή του εισοδήματος ή του πλούτου σε έναν πληθυσμό. Η κλίμακά του είναι από 0% έως 100% όπου το (0) αντιστοιχεί σε τέλεια ισότητα (όλοι έχουν το ίδιο εισόδημα) και το (100) αντιστοιχεί σε πλήρη ανισότητα (ένα άτομο κατέχει όλο το εισόδημα). Το 2024, ο συντελεστής Gini για την ΕΕ ήταν 29,3%.
Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, οι υψηλότερες ανισότητες εισοδήματος καταγράφηκαν στη Βουλγαρία (38,4%), στη Λιθουανία (35,3%) και στη Λετονία (34,2%). Το εισόδημα κατανεμήθηκε πιο ομοιόμορφα στη Σλοβακία, την Τσεχία, τη Σλοβενία και το Βέλγιο, όπου όλες ανέφεραν συντελεστές Gini κάτω του 25,0%. Στην Κύπρο ο συντελεστής ανισότητας είναι 30,1% Λίγο πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο – 29,3%), όπως και στο Λουξεμβούργο, ενώ στην Εσθονία και τη Μάλτα είναι 30,8%.
Στις περισσότερες χώρες της ΕΕ το ποσοστό σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης ήταν υψηλότερο για τις γυναίκες από ό,τι για τους άνδρες. Στη Σλοβακία και τη Σουηδία τα ποσοστά ήταν τα ίδια και για τα δύο φύλα. Στην Ολλανδία, την Κύπρο, τη Γερμανία και την Ιταλία, τα ποσοστά για τους άνδρες ήταν υψηλότερα σε σχέση με τις γυναίκες. Σε σχετικούς όρους, οι μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ των φύλων παρατηρήθηκαν στη Μάλτα και το Λουξεμβούργο.
Ικανοποίηση από τη ζωή
Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, η Φινλανδία (7,8), η Ρουμανία και η Σλοβενία (και οι δύο με 7,7) κατέγραψαν τις υψηλότερες μέσες βαθμολογίες για την ικανοποίηση από τη ζωή το 2024. Ακολουθούν η Κύπρος και η Σουηδία με βαθμολογία 7,4, η Γερμανία με 7, ενώ στην Ελλάδα η βαθμολογία ήταν 6,7 μονάδες.
Η χαμηλότερη βαθμολογία, μακράν, ήταν στη Βουλγαρία (6,2). Συνολικά 13 χώρες της ΕΕ κατέγραψαν αύξηση στη μέση ικανοποίηση από τη ζωή μεταξύ 2018 και 2024, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις στην Κροατία (από 6,3 σε 7,2), τη Λιθουανία (6,4 σε 7,2) και τη Βουλγαρία (5,4 σε 6,2). Το Βέλγιο, η Τσεχία και η Μάλτα δεν κατέγραψαν καμία αλλαγή. Οι υπόλοιπες 11 χώρες της ΕΕ κατέγραψαν μείωση στη μέση ικανοποίηση από τη ζωή, με τη μεγαλύτερη μείωση στην Ιρλανδία (μείωση 0,6).
Το 2024, το 27,0% των ανθρώπων στην ΕΕ δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά μια εβδομάδα διακοπών μακριά από το σπίτι κάθε έτος. Αυτό το ποσοστό κυμαινόταν από 8,9% στο Λουξεμβούργο έως 58,6% στη Ρουμανία. Σε τακτική συμμετοχή σε μια δραστηριότητα αναψυχής δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά το 12,3% των ανθρώπων. Αυτό το ποσοστό κυμαινόταν από 2,4% στην Κροατία έως 26,9% στην Ελλάδα. Ένα γεύμα με κρέας, κοτόπουλο, ψάρι (ή χορτοφαγικό ισοδύναμο) κάθε 2 ημέρες δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά το 8,5% των ανθρώπων. Αυτό το ποσοστό κυμαινόταν από 1,2% στην Κύπρο έως 18,7% στη Βουλγαρία.
Οικογενειακή κατάσταση
Το 2024, τα νοικοκυριά στην ΕΕ με 1 ή 2 ενήλικες αποτελούνταν ως επί το πλείστον από άγαμους ενήλικες χωρίς εξαρτώμενα παιδιά. Αυτή η κατάσταση παρατηρήθηκε επίσης σε 22 χώρες της ΕΕ. Στην Ιρλανδία και τη Σλοβακία, τα νοικοκυριά με 2 ενήλικες με παιδιά ήταν αυξημένα, ενώ στην Κύπρο, την Πορτογαλία και την Πολωνία ο πιο συνηθισμένος τύπος νοικοκυριού ήταν 2 ενήλικες χωρίς παιδιά.
Η Λιθουανία κατέγραψε τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ τόσο για νοικοκυριά ενός ενήλικα χωρίς εξαρτώμενα παιδιά (50,5%) όσο και για νοικοκυριά ενός ενήλικα με εξαρτώμενα παιδιά (7,9%). Το υψηλότερο ποσοστό νοικοκυριών με 2 ενήλικες χωρίς εξαρτώμενα παιδιά ήταν 31,7% στην Κύπρο, ενώ για νοικοκυριά που αποτελούνται από 2 ενήλικες με εξαρτώμενα παιδιά ήταν 28,4% στην Ιρλανδία.
Τα δύο φύλα και η φτώχεια
Ο κίνδυνος φτώχειας δεν επηρεάζει μόνο τα άτομα που ζουν σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας ή τα άτομα που δεν έχουν απασχόληση.
Το 2024, το 8,2% των ατόμων ηλικίας 18 ετών και άνω που δήλωσαν ότι εργάζονται (απασχολούμενοι ή αυτοαπασχολούμενοι) στην ΕΕ διέτρεχαν κίνδυνο φτώχειας. Αυτό το ποσοστό ήταν σημαντικά χαμηλότερο για τις γυναίκες (7,3%) από ό,τι για τους άνδρες (9,0%).
Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, το υψηλότερο ποσοστό ατόμων που ήταν εργαζόμενα και διέτρεχαν κίνδυνο φτώχειας το 2024 ήταν 13,4% στο Λουξεμβούργο. Αντίθετα, το χαμηλότερο ποσοστό ήταν 2,8% στη Φινλανδία. Σε 22 χώρες της ΕΕ, το ποσοστό εργαζομένων που διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας ήταν υψηλότερο για τους άνδρες από ό,τι για τις γυναίκες, με τη μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των φύλων στη Ρουμανία (8,1 ποσοστιαίες μονάδες). Στη Γερμανία, τα ποσοστά ήταν τα ίδια για τους άνδρες και τις γυναίκες, ενώ στην Τσεχία, τη Λετονία, την Κύπρο και το Λουξεμβούργο τα ποσοστά ήταν υψηλότερα για τις γυναίκες από ό,τι για τους άνδρες.