Μπορούν οι δημογραφικές αλλαγές να επηρεάσουν τον τρόπο λειτουργίας των τραπεζών ή ακόμη και η μείωση των γεννήσεων να δημιουργήσει νέες συνθήκες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα; Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, το ερώτημα αυτό απασχολεί την τραπεζική εποπτεία και, όπως αναδεικνύεται στη μελέτη του Patrick Montagner, μέλους του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, οι δημογραφικές μεταβολές αναδιαμορφώνουν τα οικονομικά θεμέλια πάνω στα οποία λειτουργούν οι τράπεζες. Στόχος, αναφέρει, δεν είναι να προταθεί άμεση δράση, αλλά να αναγνωριστεί ότι το δημογραφικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργούν οι τράπεζες αλλάζει και να εξεταστεί τι σημαίνει αυτό για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά τους.
«Ένας πληθυσμός που γερνάει τείνει να αποταμιεύει περισσότερο, να δανείζεται λιγότερο και να προτιμά επενδύσεις χαμηλότερου κινδύνου. Λιγότερα νεότερα νοικοκυριά σημαίνουν λιγότερα νέα στεγαστικά και επιχειρηματικά δάνεια, ενώ ένας μεγαλύτερος συνταξιούχος πληθυσμός σημαίνει μεγαλύτερη ζήτηση για προϊόντα ρευστότητας και διαχείρισης πλούτου».
Αυτός ο μετασχηματισμός, σύμφωνα με το μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, εγείρει μια σειρά από ερωτήματα: «Πόσο σταθερή θα παραμείνει η τοπική χρηματοδότηση καθώς οι ηλικιωμένοι θα αντλούν αποταμιεύσεις και άλλα περιουσιακά στοιχεία; Πώς θα μπορούσαν να εξελιχθούν οι αξίες των εξασφαλίσεων σε περιοχές όπου μειώνεται η πυκνότητα του πληθυσμού ή η ζήτηση κατοικιών; Θα μπορούσαν τα εξελισσόμενα δημογραφικά πρότυπα να αποτελέσουν νέα πηγή ευπάθειας για το τραπεζικό σύστημα; Αυτά είναι όλα ερωτήματα που θα πρέπει να διερευνηθούν περαιτέρω», σημειώνει.
Στη μελέτη υποδεικνύεται ότι όλες οι χώρες της ΕΕ εμφανίζουν μέσο ποσοστό γεννήσεων κάτω από το ποσοστό αναπλήρωσης του πληθυσμού (συμπεριλαμβάνεται και η Κύπρος). Η εμπειρία της Ιαπωνίας προσφέρει μια γεύση από το τι μπορεί να συνεπάγεται μια ώριμη δημογραφική μετάβαση. «Με έναν από τους γηραιότερους πληθυσμούς στον κόσμο, η Ιαπωνία αντιμετωπίζει εδώ και καιρό μια στενότερη αγορά εργασίας, αυξανόμενες ανάγκες φροντίδας και καθοδική πίεση στην ανάπτυξη».
Η Ευρώπη μπορεί να μην ακολουθεί ακριβώς την ίδια πορεία, επισημαίνει το μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, αλλά θα αντιμετωπίσει παρόμοιες διαρθρωτικές προκλήσεις καθώς ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας κορυφώνεται και αρχίζει να συρρικνώνεται μετά το 2030. «Αυτή η μετατόπιση, η οποία ξεκίνησε πριν από δεκαετίες, είναι σταδιακή και βαθιά. Η μέση ηλικία στην ΕΕ είναι ήδη υψηλότερη από 44 έτη και έως το 2050 ένας στους τέσσερις Ευρωπαίους θα είναι άνω των 65 ετών».
Εκφράζει την άποψη ότι «λιγότεροι νέοι εργαζόμενοι εισέρχονται στην αγορά εργασίας και η αύξηση του πληθυσμού εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από τη μετανάστευση, τόσο από χώρες εκτός ΕΕ όσο και εντός της, καθώς οι άνθρωποι μετακινούνται προς πιο δυναμικά αστικά κέντρα. Αυτές οι ροές ανθρώπων διατηρούν τη συνολική ανάπτυξη, αλλά μπορούν να επιδεινώσουν τις περιφερειακές ανισότητες, αφήνοντας τις αγροτικές και περιφερειακές περιοχές με συρρικνωμένους πληθυσμούς και ελλείψεις εργατικού δυναμικού».
Πώς όμως αυτά τα δεδομένα μπορούν να επηρεάσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα; Εξηγεί ότι οι τράπεζες που επικεντρώνονται στην παροχή παραδοσιακών υπηρεσιών λιανικής τραπεζικής θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν διαρθρωτικά προβλήματα. Τα δίκτυα καταστημάτων που είναι βελτιστοποιημένα για πελάτες με λιγότερο ψηφιακό προσανατολισμό ενδέχεται να δυσκολευτούν να προσελκύσουν νεότερους πελάτες που προτιμούν τα ψηφιακά κανάλια.
Ορισμένες τράπεζες που επικεντρώνονται σε αγροτικές περιοχές που συρρικνώνονται θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν πιέσεις. Μπορεί σήμερα κάποια από αυτά τα ιδρύματα να απολαμβάνουν σταθερή χρηματοδότηση και ισχυρή βραχυπρόθεσμη κερδοφορία χάρη στον ηλικιωμένο πληθυσμό που αποτελεί πιστή πελατειακή βάση. Ωστόσο, οι πελατειακές αυτές βάσεις θα μπορούσαν να συρρικνωθούν σε απόλυτους αριθμούς, καθώς οι μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες γερνούν και οι νεότεροι πληθυσμοί μεταναστεύουν.