Το ημερολόγιο έγραφε 16 Αυγούστου 1960, όταν ο τελευταίος Βρετανός κυβερνήτης Σερ Χιου Φουτ αποχωρούσε απ’ αυτό το νησί, παραδίδοντας την εξουσία σε ειδική τελετή στη Βουλή, με υποστολή της βρετανικής σημαίας απ’ όλα τα δημόσια κτίρια. Από εκείνη τη μέρα, η Κύπρος κηρυσσόταν επισήμως ανεξάρτητο κράτος. Κατ’ όνομα όμως, γιατί η ουσιαστική ανεξαρτητοποίηση δεν ήρθε ποτέ. Με τρεις κηδεμόνες (βλέπε εγγυήτριες δυνάμεις) στο σβέρκο μας, η υποτιθέμενη ανεξαρτησία λειτουργούσε με τον, ακριβώς, αντίθετο όρο της (βλέπε εξάρτηση). Δεν αφεθήκαμε να περπατήσουμε μόνοι στα δυο μας πόδια κι ας «τρώγαμε» τα μούτρα μας, σαν θα πέφταμε κάτω. Κάποια στιγμή, θα μαθαίναμε να περπατάμε χωρίς να μας κρατάει κανείς το χέρι. Μα, γίναμε κράτος δεμένοι χειροπόδαρα και μ’ ένα σωρό δεσμεύσεις κι εξαρτήσεις. Για κυπριακή συνείδηση δε, ούτε λόγος…

Ενδεχομένως, να είμαστε και το μοναδικό κράτος στον κόσμο που γιορτάζει την ανεξαρτησία του ετεροχρονισμένα. Επειδή η 16η Αυγούστου δεν «βόλευε» ως επίσημη ημέρα γενεθλίων. Επειδή ο εορτασμός της κυπριακής ανεξαρτησίας μία μέρα μετά τον Δεκαπενταύγουστο δυσκόλευε τους πάντες. Ποιος θα διέκοπτε, άλλωστε, τις διακοπές του για να παρευρεθεί σε τελετές; Εξού και τρία χρόνια μετά (11 Ιουλίου 1963), το τότε Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε τον ορισμό της 1ης Οκτωβρίου ως Ημέρας της Ανεξαρτησίας της Κύπρου.  

Αλλά και πάλι… Τι ακριβώς γιορτάζουμε σήμερα όταν, όχι μόνο δεν υπήρξαμε ανεξάρτητο -με την πραγματική του έννοια- κράτος αλλά ούτε καν κυπριακή συνείδηση καταφέραμε να αποκτήσουμε 60 χρόνια μετά; Για ποια ανεξαρτησία υπερηφανευόμαστε όταν βρισκόμαστε ένα βήμα πριν τη διχοτόμηση και δεν έχουμε ξεκαθαρίσει ακόμα μέσα στο μυαλό μας ποιου είδους λύση θέλουμε (κι αν θέλουμε) για το Κυπριακό; Για ποια Κύπρο μιλάμε όταν υπάρχουν άνθρωποι που γεννήθηκαν σ’ αυτό τον τόπο αλλά δεν τον αγάπησαν και δεν τον αισθάνθηκαν ποτέ ως αληθινή -ανεξάρτητη- πατρίδα;

«Η κυπριακή συνείδηση είναι συνέχεια μιας μόλις γεννημένης συνείδησης. Δεν ξεπέρασε ποτέ την πρώτη βρεφική ηλικία. Κατά συνέπεια, το πρόσωπό της είναι σημαδεμένο από τη θλίψη των βαθιών γηρατειών, και το κύριο αίσθημα που μπορεί να νιώσει είναι ο αβέβαιος πόνος της ύπαρξης. Η κυπριακή συνείδηση υπάρχει καταπατημένη ανάμεσα στα πόδια των αντιπάλων της, που ‘ναι πιασμένοι σε μια ατέλειωτη μάχη σώμα με σώμα. Από το ύψος του εδάφους όπου βρίσκεται τους βλέπει σαν πελώριους γίγαντες. Παρά τα συνεχή ποδοπατήματα, η κυπριακή συνείδηση σώζεται μόνο από το γεγονός ότι κανείς από τους γίγαντες δεν επικυριαρχεί ολοκληρωτικά. Αλλιώς, η κυπριακή συνείδηση θα χανόταν. Η κυπριακή συνείδηση νομίζει ότι είναι αδύνατη. Γι’ αυτό παίζει τον ψόφιο κοριό, περιμένοντας καλύτερες μέρες. Η κυπριακή συνείδηση είναι αδύνατη και ταπεινή. Το ξέρει και γι’ αυτό δεν μπαίνει στη μάχη. Αρνείται να καγχάζει την αδυναμία των πολύ ισχυρών της αντιπάλων, που παρ’ όλα αυτά είναι και αυτοί αδύναμοι να επιβάλουν τη δική τους τάξη πραγμάτων. Στα αυτιά της οι φωνές τους ηχούν σαν κενολόγια και φανφαρισμός. Η κυπριακή συνείδηση έχει την υπεροψία των περιθωριακών». Λόγια του Κύπριου ακτιβιστή Κωστή Αχνιώτη (1952-2017), ενός ανθρώπου που πάλεψε όσο κανείς (και πολεμήθηκε άλλο τόσο) για μια Κύπρο ολόκληρη και δικοινοτική, αντί για μια Κύπρο μισή και ελληνική.

Με αφορμή, λοιπόν, τη σημερινή μέρα εύχομαι να βγουν αληθινά τα λόγια του Κώστη Αχνιώτη και η κυπριακή συνείδηση να παίζει όντως τον ψόφιο κοριό, περιμένοντας καλύτερες μέρες!  

[email protected]

*Φωτογραφία: Βασιλική Ζήνωνος