Μετά από οκτώ χρόνια συζητήσεων, οι σαρωτικές αλλαγές στη μεταναστευτική νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ψηφίστηκαν την περασμένη Τετάρτη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο φιλοδοξεί να αντιμετωπίσει το καυτό ζήτημα του μεταναστευτικού και να ενισχύσει τις προσπάθειες για την αυστηροποίηση της διαχείρισης των συνόρων και των διαδικασιών ασύλου στο μπλοκ των 27 κρατών.

Η ψηφοφορία ήταν σχεδόν οριακή με τους ευρωβουλευτές να εκφράζουν ανησυχία πως κάποια από τα νομοθετήματα δεν θα εγκρίνονταν, κάτι που θα οδηγούσε σε ντόμινο. Κάποιοι μάλιστα παραδέχθηκαν ότι ψήφισαν με βαριά καρδιά και με γνώμονα ότι δεν θα παρουσιαστεί εκ νέου σύντομα άλλη σχετική ευκαιρία συνολικής επίλυσης του μεταναστευτικού από πλευράς ΕΕ.

Πάντως, απόλυτα ικανοποιημένος δεν δήλωσε κανένας. Οι υποστηρικτές των νέων κανονισμών χαρακτήρισαν την κίνηση ιστορική, εκφράζοντας επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητά του, τα ακροδεξιά και αντιμεταναστευτικά κόμματα δεν το βρήκαν αρκετά σκληρό και πολλές ΜΚΟ το κατάγγειλαν, λέγοντας πως αποτελεί βήμα προς τα πίσω για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Το νέο Σύμφωνο προνοεί:

  • Ταχύτερη εξέταση των αιτήσεων ασύλου, μεταξύ άλλων στα σύνορα της ΕΕ, και αποτελεσματικότερες επιστροφές
  • Βελτιωμένη ταυτοποίηση κατά την άφιξη: υποχρεωτικοί έλεγχοι ασφάλειας, ευαλωτότητας και υγείας για τα άτομα που εισέρχονται παράτυπα στην ΕΕ
  • Τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέγουν να αναλαμβάνουν την ευθύνη για τους αιτούντες άσυλο, να συνεισφέρουν οικονομικά στα κράτη υποδοχής ή να παρέχουν επιχειρησιακή υποστήριξη
  • Μεγαλύτερη ετοιμότητα σε καταστάσεις κρίσης και νέο προαιρετικό σύστημα επανεγκατάστασης προσφύγων από χώρες εκτός ΕΕ

Πρόκειται για τη συνολική αναθεώρηση όλων των εσωτερικών πτυχών της μετανάστευσης, που σημαίνει οτιδήποτε συμβαίνει όταν ένας αιτών άσυλο φτάσει στην επικράτεια της ΕΕ. Η εξωτερική διάσταση, αντίθετα, καλύπτεται από εξατομικευμένες συμφωνίες με γειτονικές χώρες, όπως η Τυνησία, η Μαυριτανία και η Αίγυπτος, προκειμένου να αποτραπούν εξαρχής οι παράτυπες αναχωρήσεις. Αξίζει να σημειωθεί πως η μεταρρύθμιση δεν αλλάζει τη μακροχρόνια αρχή του Δουβλίνου, η οποία λέει ότι η ευθύνη για μια αίτηση ασύλου ανήκει πρώτα στην πρώτη χώρα άφιξης.

Στο Σύμφωνο περιλαμβάνεται η επικαιροποίηση του κανονισμού Eurodac (βάση δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων της ΕΕ), ο κανονισμός για ενίσχυση των ελέγχων στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ. Ακόμα ενσωματώνεται ο κανονισμός για τη διαδικασία ασύλου, που θεσπίζει κοινή διαδικασία που πρέπει να ακολουθούν τα κράτη μέλη όταν άτομα ζητούν διεθνή προστασία. Εντάσσεται επίσης και ο κανονισμός για τη διαχείριση ασύλου και της μετανάστευσης που θα αντικαταστήσει τον ισχύοντα κανονισμό του Δουβλίνου.

Ο νέος κανονισμός καθορίζει, άλλωστε, ποιο κράτος-μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέταση μιας αίτησης ασύλου (συνδυάζει την υποχρεωτική αλληλεγγύη για στήριξη των κρατών μελών με ευελιξία για το πώς θα γίνεται η συνεισφορά). Εμπεριέχει νόμο, που θεσπίζει το πλαίσιο, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να αντιμετωπίζουν καταστάσεις κρίσης, επιτρέποντας ευελιξία σε ορισμένους κανόνες, για παράδειγμα, όσον αφορά την καταγραφή των αιτήσεων ασύλου ή τη διαδικασία ασύλου στα σύνορα.

Επίσης, ο κανονισμός για την αντιμετώπιση καταστάσεων κρίσης και ανωτέρας βίας δημιουργεί έναν μηχανισμό που βοηθά τις χώρες της ΕΕ να διαχειρίζονται περιπτώσεις απότομης αύξησης των αφίξεων μεταναστών και προσφύγων, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζει αλληλεγγύη και στήριξη προς τα κράτη μέλη που βρίσκονται αντιμέτωπα με εξαιρετικά μεγάλη εισροή υπηκόων τρίτων χωρών. Οι νέοι κανόνες θα καλύπτουν, επίσης, τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι μετανάστες εργαλειοποιούνται από τρίτες χώρες ή από εχθρικούς μη κρατικούς παράγοντες με σκοπό την αποσταθεροποίηση της Ένωσης.

Ανακούφιση για χώρες πρώτης γραμμής όπως η Κύπρος

Το νέο Σύμφωνο σχολίασε μιλώντας στον Φιλελεύθερο ο Ισπανός ευρωβουλευτής και εισηγητής του σχετικού νόμου, Juan Fernando López Aguilar και μέλος της ομάδας των Σοσιαλιστών.

-Πιστεύετε πως η νέα συμφωνία είναι ικανή δώσει λύσεις στο καυτό ζήτημα του μεταναστευτικού;

-Σίγουρα, η μετανάστευση και το άσυλο είναι από τα πιο δύσκολα και διχαστικά ζητήματα στην ευρωπαϊκή ατζέντα. Διχάζουν με πολλούς τρόπους, γεωγραφικά, ιδεολογικά, πολιτικά, διανοητικά και για αυτό η διαχείρισή τους είναι δύσκολη. Είναι περίπλοκα θέματα, υπάρχουν πολλοί εμπλεκόμενοι και για αυτό θα ήταν παιδαριώδες να νομίζουμε πως η νέα συμφωνία, που επιχειρεί να βρει ισορροπίες ανάμεσα στην ευθύνη και την αλληλεγγύη αποτελεί την τελική λύση. Τουλάχιστον, όμως είναι ένα εποικοδομητικό βήμα προς τα μπρος που προσπαθεί να βάλει σε εφαρμογή κοινές θέσεις ευθύνης και αλληλεγγύης εκεί που δεν υπήρχαν καθόλου. Επομένως, ναι, είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Είναι μια θετική συμβολή. Και δημιουργεί μια προσδοκία ότι στην επόμενη θητεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα μπορέσουμε να επικεντρωθούμε στην εφαρμογή του. Και φυσικά να δώσουμε έμφαση στα ζητήματα που έμειναν εκτός, δηλαδή ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο έρευνας και διάσωσης, την πάταξη της παράνομης εμπορίας ανθρώπων και το άνοιγμα νόμιμων και ασφαλών οδών για τους μετανάστες ώστε να φτάσουν στην Ευρώπη με ασφάλεια χωρίς να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους.

Πως θα επηρεάσει το νέο Σύμφωνο χώρες πρώτης γραμμής όπως η Κύπρος που δέχονται δυσανάλογα με το μέγεθός τους μεγάλο αριθμό μεταναστών και αιτητών ασύλου;

-Η κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί ήταν αναποτελεσματική αλλά και άδικη, γιατί υπήρχε έλλειψη ευρωπαϊκών κανόνων, διαφάνειας και νομικής σταθερότητας, με αποτέλεσμα το βάρος να πέφτει στις μεσογειακές χώρες, την Κύπρο, την Ελλάδα, την Ιταλία, την Μάλτα και την Ισπανία. Επιτέλους, θέτουμε σε ευρωπαϊκή κλίμακα ένα σύστημα που θα υπάρχει αλληλεγγύη, η οποία θα μπορεί να εκφραστεί με τη χρηματοδότηση του Ταμείου Μετανάστευσης και Ασύλου της ΕΕ, το οποίο βοηθά τα κράτη μέλη με εξωτερικά σύνορα να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της γεωγραφικής τους θέσης. τη χρηματοδότηση του εσωτερικού ταμείου αλληλεγγύης της ΕΕ όπως επίσης και την καθιέρωση προγραμμάτων μετεγκατάστασης σε περιόδους κρίσης ή έκτακτων αναγκών. Αυτή είναι μια ανακούφιση για χώρες όπως η Κύπρος, καθώς περιλαμβάνονται οι ροές της Μεσογείου, που την αφορούν όπως και η ατλαντική που αφορά τα Κανάρια Νησιά, από όπου προέρχομαι. Έτσι, επιτέλους, θα υπάρξει κάποια ελπίδα για αλληλεγγύη, εκεί που δεν υπήρχε καμία. Και αυτό, κατά τη δική μου αντίληψη, είναι μια σημαντική πρόοδος.

Όπως έχετε πει η αλληλεγγύη αποτελεί μια από τις βασικές διατάξεις του νέου Συμφώνου. Πως όμως θα εφαρμοστεί στην πράξη; Πως θα διασφαλιστεί ότι οι περισσότερες χώρες θα δεχτούν μετανάστες και πως δεν θα προτιμήσουν την οικονομική συνεισφορά, αφήνοντας μόνες τις χώρες πρώτης γραμμής;

-Πρώτα από όλα δεν είναι απαραίτητο να γίνουν έτσι τα πράγματα. Υπάρχει μια δεσμευτική αλληλεγγύη μέσω της χρηματοδότησης που όλα τα κράτη μέλη δίνουν στην ΕΕ, προκειμένου να βοηθηθούν οι χώρες, οι οποίες έχουν κατακλυστεί από τις αφίξεις παράτυπων μεταναστών. Δεύτερο, σε περιόδους κρίσεων τα κράτη μέλη που χρειάζεται, μπορούν να ζητήσουν ακόμη περισσότερη βοήθεια. Και τρίτο τον τελικό λόγο για τις μετεγκαταστάσεις τον έχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία μπορεί να θέσει σε εφαρμογή δεσμευτικά προγράμματα για κράτη μέλη που έχουν άμεση ανάγκη από βοήθεια και που οι κανόνες που υπάρχουν τώρα κρίνονται αναποτελεσματικοί. Αναγνωρίζω πως κυκλοφορεί η πληροφορία πως τα κράτη μέλη θα μπορούν να επιλέξουν ανάμεσα στην μετεγκατάσταση και την οικονομική συνεισφορά, αλλά επιμένω πως αυτό απλά μειώνει την πολυπλοκότητα του ζητήματος. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποστήριξε σθεναρά δεσμευτικά προγράμματα μετεγκατάστασης, ενώ οι κυβερνήσεις επέμεναν να υπάρχει το δικαίωμα επιλογής. Και σίγουρα η επιλογή δεν είναι απλά να παραχωρούν χρήματα. Είναι η χρηματοδότηση όλων των ταμείων της ΕΕ που παρέχουν βοήθεια στα κράτη μέλη που έχουν ανάγκη. Ένα άλλο κομμάτι του νέου κανονισμού για τη μετανάστευση προνοεί πως πρέπει να ενισχυθεί η αλληλεγγύη και να δοθεί προτεραιότητα στις μετεγκαταστάσεις. Και σε αυτό σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει η Κομισιόν.

Τι σηματοδοτεί η ψήφιση του νέου Συμφώνου;

-Θα ήταν μια αποτυχία για την ΕΕ αν δεν ψηφιζόταν το Σύμφωνο. Και είμαι απόλυτα πεπεισμένος πως θα ήταν μια απαράδεκτη αδικία να μην προχωρήσουμε μπροστά και να παραμείνουμε στην παρούσα κατάσταση. Επιπλέον, δείξαμε πως είμαστε σε θέση να πάρουμε σημαντικές αποφάσεις, ενώ στην περίπτωση που δεν το κάναμε θα ήταν σαν να βάζαμε καύσιμο στην άνοδο του ευρωσκεπτικισμού, της ακροδεξιάς και του αντιευρωπαϊσμού.