Όπως και σε κάθε αναμέτρηση στα κατεχόμενα από το 1976 και μετά, έτσι και στην επικείμενη ψηφοφορία για την ανάδειξη του νέου τουρκοκύπριου ηγέτη, το ζήτημα του μεγέθους του εκλογικού σώματος είναι από μόνο του στοιχείο αντιπαράθεσης. Η συνέπεια με την οποία ο αριθμός των εκλογέων γίνεται διαχρονικό στοιχείο αντιπαράθεσης δεν είναι τυχαία. Πρόκειται για ένα συνολικότερο «πόλεμο των αριθμών» για τον πληθυσμό, ο οποίος συναντάται πολύ συχνά σε μη αναγνωρισμένες οντότητες, κατεχόμενες περιοχές και αποικιοκρατικά πλαίσια. Ο αριθμός του πληθυσμού, το ποσοστό των γηγενών σε σύγκριση με αυτό των ξένων, το θέμα των υπηκοοτήτων και το δικαίωμα ψήφου, είναι μόνο μερικές από τις σημαντικές πτυχές μιας παθολογίας που χαρακτηρίζει τις κοινωνίες σε δομές στρατιωτικής και όχι μόνο κατοχής.

Στην τουρκοκυπριακή κοινότητα η πολιτική σύγκρουση γύρω από το ζήτημα της παραχώρησης υπηκοοτήτων της «ΤΔΒΚ» σε έποικους, ήταν και παραμένει σύγκρουση υψίστης σημασίας για πολλούς λόγους. Μερικοί εξ αυτών είναι: η παραχώρηση της υπηκοότητας σημαίνει διασφάλιση όλων των πολιτικών δικαιωμάτων και συνεπώς αλλοίωση της βούλησης των γηγενών. Την ίδια στιγμή, η παραχώρηση υπηκοότητας σημαίνει και την δημιουργία προοπτικής αλλαγών στις σχέσεις ιδιοκτησίας ακίνητης περιουσίας ή άλλων μέσων παραγωγής. Επομένως η πολιτική παραχώρησης υπηκοοτήτων αφορά στον πυρήνα της δημογραφικής σύνθεσης και της κοινωνικής δομής των Τουρκοκυπρίων και νομοτελειακά μετατρέπεται σε κεντρικό θέμα των αντιπαραθέσεων.

>Η δημογραφική ισορροπία: ένα δομικό μέρος της ιστορίας του Κυπριακού

Είναι γεγονός ότι ο αριθμός του πληθυσμού στην Κύπρο και η σύνθεση του σε επίπεδο κοινοτήτων, αποτελεί πολιτικό ζήτημα εδώ και πολλές δεκαετίες. Είναι χαρακτηριστικό του ιστορικού πλαισίου. Για παράδειγμα, η λογική ότι τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του κυπριακού πληθυσμού θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στις δομές εξουσίας εμφανίστηκε στις πολιτικές της βρετανικής αποικιοκρατίας. Για παράδειγμα, η σύνθεση του νομοθετικού συμβουλίου δημιουργήθηκε με τρόπο που η πλειοψηφία Άγγλων και Τουρκοκυπρίων να εμποδίζει πιθανή πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων. Όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει ο Χριστοφόρου σε μια παλιότερη του μελέτη με τίτλο «Πληθυσμός και Πολιτική στην Κατεχόμενη Κύπρο (1974-1998)», η λογική στην οποία σε μεγάλο βαθμό στηρίχθηκε το σύνταγμα του 1960 ήταν η ανάγκη διαμοιρασμού της εξουσίας του νέου κράτους σύμφωνα με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού (πολιτιστική και εθνοτική καταγωγή των κοινοτήτων). Σε αυτό το πλαίσιο και μεταξύ άλλων παραγόντων που λήφθηκαν υπόψη, τα ποσοτικά χαρακτηριστικά και η αριθμητική σύνθεση του πληθυσμού ήταν μια σημαντική αφετηρία για να προσδιοριστούν τα ποσοστά στο διαμοιρασμό της εξουσίας μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κοινοτήτων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.

>Η αντιπαράθεση για το «επτασφράγιστο μυστικό»: Ο αριθμός του πληθυσμού

Στο διχοτομικό πλαίσιο που δημιούργησε η εισβολή του 1974 και ιδιαίτερα στην περίπτωση της νέας κοινωνικοοικονομικής δομής που επιβλήθηκε στα κατεχόμενα, η αντιπαράθεση  για τον πληθυσμό πολλαπλασιάζεται. Στην τουρκοκυπριακή κοινότητα πρόκειται για μια συνολικότερη αντιπαράθεση που αγγίζει τον πυρήνα των σχέσεων της κοινότητας με την Τουρκία, αλλά και τη θέση της Άγκυρας στην καθημερινή ζωή των Τουρκοκυπρίων. Για αυτό το λόγο το ζήτημα του πληθυσμού ως αντιπαράθεση εντατικοποιείται και πολλές φορές «θολώνει» ακριβώς λόγω της απουσίας διαφάνειας τόσο σε σχέση με τον πραγματικό αριθμό, όσο και σε σχέση με τον αριθμό και την εθνοτική σύνθεση των υπηκόων της «ΤΔΒΚ», εκ των οποίων οι ενήλικες αποτελούν και το εκλογικό σώμα.

Η τελευταία απογραφή πληθυσμού στα κατεχόμενα έγινε το 2011. Σύμφωνα με αυτή, ο ντε φάκτο πληθυσμός των κατεχομένων τότε ήταν 294.906, ενώ οι υπήκοοι της «ΤΔΒΚ» ήταν 190.494. Από τότε μέχρι και σήμερα, η μοναδική πηγή δημόσιας πληροφόρησης που υπάρχει σε σχέση με τον αριθμό του πληθυσμού στα κατεχόμενα είναι οι εκτιμήσεις και προβλέψεις που δημοσιοποιεί το «συμβούλιο στατιστικής» των κατεχομένων. Πιο συγκεκριμένα, τον Μάρτιο του 2025 το συμβούλιο δημοσιοποίησε την πιο πρόσφατη του εκτίμηση στη βάση της οποίας στα τέλη του 2023 ο συνολικός πληθυσμός των κατεχομένων υπολογίστηκε στις 476.214.

Όμως, στις αρχές Ιουλίου 2025 και εξαιτίας των αντιδράσεων που συνήθως προκαλούν οι προβλέψεις του συμβουλίου στατιστικής, ο «πρωθυπουργός» Ουνάλ Ουστέλ εξαναγκάστηκε να ομολογήσει ότι η νέα πρόβλεψη για τον συνολικό πληθυσμός ήταν 590.000 χωρίς να υπολογίζονται οι στρατιώτες και οι φοιτητές. Πέραν από τις εκτιμήσεις του συμβουλίου στατιστικής και των δημόσιων δηλώσεων πολιτικών ηγετών στα κατεχόμενα, η πρόσφατη έκθεση του ινστιτούτου PRIO από τον Μετέ Χατάϊ που κυκλοφόρησε το 2025 με τίτλο «Από την Απομόνωση στη Μίμηση: Η μετατροπή της βόρειας Κύπρου σε «Ντουμπάι» και η νέα δημογραφία ενός ντε φάκτο κράτους», αναφέρει ότι ο συνολικός πληθυσμός των κατεχομένων κυμαίνεται μεταξύ 550 και 600 χιλιάδων, ενώ οι υπήκοοι της «ΤΔΒΚ» δεν είναι λιγότεροι από 260 χιλιάδες.  

>Το ζήτημα της υπηκοότητας και των πολιτικών δικαιωμάτων

Όπως γίνεται κατανοητό, το θέμα του συνολικού πληθυσμού των κατεχομένων είναι μόνο μια πτυχή της γενικότερη υπόθεσης για το μετασχηματισμό της δημογραφικής δομής των Τουρκοκυπρίων. Μια ίσως πιο σημαντική πτυχή είναι αυτή του αριθμού και της σύνθεσης των υπηκόων του ψευδοκράτους. Γιατί οι μηχανισμοί εξουσίας, η επιρροή τους και γενικά η πολιτική και κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη δεν στηρίζεται αφηρημένα μόνο σε «ένα σύνολο πληθυσμού», αλλά πιο συγκεκριμένα στο σύνολο εκείνο που διαθέτει πολιτικά δικαιώματα.

Όπως και στις πλείστες των περιπτώσεων, έτσι και στην περίπτωση των κατεχομένων της Κύπρου η υπηκοότητα δεν είναι ουδέτερη. Λειτουργεί ως εργαλείο μετασχηματισμού του χώρου και των ταυτοτήτων. Για παράδειγμα στην περίπτωση της Παλαιστίνης ο χώρος της, επανανοηματοδοτείται ως εβραϊκός. Μέσα από αυτή τη διαδικασία της επανανοηματοδότησης, οι έποικοι παρουσιάζονται ως οι «γνήσιοι ιθαγενείς», ενώ οι Παλαιστίνιοι κατασκευάζονται ως «ξένοι», κάποτε μάλιστα και ως «εισβολείς». Το καθεστώς υπηκοότητας θεσμοθετεί αυτή την αντιστροφή: στους Εβραίους απονέμεται σχεδόν αυτοδίκαιη υπηκοότητα, σαν να τους ανήκει εκ γενετής, ενώ στους Παλαιστίνιους η υπηκοότητα εμφανίζεται ως πράξη εύνοιας του (ισραηλινού) κράτους, όχι ως φυσικό δικαίωμα. Έτσι, η υπηκοότητα γίνεται ο νομικός μηχανισμός που κατοχυρώνει την διαδικασία μετατροπής των εποίκων σε γηγενών, αλλά και τη διαδικασία απο-ιθαγενοποίησης των Παλαιστινίων. Εγκαθιδρύεται έτσι μια αντεστραμμένη πραγματικότητα: ένας πληθυσμός εποίκων για παράδειγμα στη Δυτική Όχθη προωθείται ως ο «νόμιμος» και πραγματικά «δεμένος με τη γη», ενώ οι γηγενείς Παλαιστίνιοι κατασκευάζονται ως απειλή και ως ξένο σώμα.

Στην κυπριακή περίπτωση, οι Τουρκοκύπριοι αν και ιστορικά το γηγενές στοιχείο του πληθυσμού, βλέπουν τη θέση τους να υποσκελίζεται δημογραφικά και πολιτικά μέσα από την πολιτογράφηση εποίκων. Συχνά στον πολιτικό λόγο της εξουσίας Ερντογάν οι Τουρκοκύπριοι είναι αυτοί που παρουσιάζονται ως «λιγότερο πολίτες» σε σχέση με τους εποίκους. Η εξέλιξη αυτή έχει την εξής μακροπρόθεσμη επίπτωση: Η «ΤΔΒΚ» και η υπηκοότητα της ούτως ή άλλως δεν αναγνωρίζονται. Συνεπώς η περιορισμένη, αμφισβητούμενη και εξαρτημένη ιδιότητα του «πολίτη της ΤΔΒΚ» ήδη είναι κάτι που αυτόματα αποξενώνει ένα μεγάλο μέρος της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Εάν σε αυτό το επίπεδο της αποξένωσης προστεθεί και ο κίνδυνος μιας μελλοντικής αριθμητικής υπεροχής εποίκων στο ίδιο το εκλογικό σώμα, τότε αυτό θα σημαίνει και την ολοκλήρωση της πρακτικής εφαρμογής αυτού που το κίνημα διαμαρτυρίας των Τουρκοκυπρίων έχει κωδικοποιήσει ως «κοινοτική εξαφάνιση».

>Η ιδεατή υπηκοότητα και οι αντιφάσεις των κατεχομένων

Ο έμφυτος στόχος μιας υπηκοότητας υποτίθεται ότι είναι η προστασία δικαιωμάτων, η διασφάλιση ισότητας και η προώθηση της ενσωμάτωσης. Μέσα σε αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο, ο αποκλεισμός δεν θεωρείται συστατικό στοιχείο της υπηκοότητας, αλλά μια ανωμαλία, μια αποτυχία της να ανταποκριθεί στην αποστολή της. Η υπηκοότητα λοιπόν παρουσιάζεται σαν μια διαδικασία μετάβασης από την «μη-πολιτική» στην «πολιτική κοινωνία», σαν ένα ταξίδι ένταξης όσων βρίσκονται έξω από τα όρια της πολιτικής κοινότητας. Έτσι, η υπηκοότητα γίνεται αντιληπτή ως μια διαδικασία κίνησης από τον αποκλεισμό προς τη συμμετοχή. Τελικά όμως οι προαναφερθείσες αποτυχίες μιας υπηκοότητες δεν θα πρέπει να θεωρηθούν «ανωμαλίες». Ιδιαίτερα σε εποικιστικά αποικιοκρατικά πλαίσια, σε μη αναγνωρισμένες οντότητες και κατεχόμενους χώρους, η υπηκοότητα μπορεί να είναι δομή που προκαλεί και αναπαράγει σχέσεις ιεραρχίας, σχέσεις κυριαρχίας, σχέσεις ανισότητας. Μέσα από την υπηκοότητα συχνά επιδιώκεται η κυριαρχία των εποίκων επί των ιθαγενών.

Εάν σε άλλα εποικιστικά αποικιοκρατικά πλαίσια, η παραχώρηση της υπηκοότητας ήταν μια από τις μεθόδους του κράτους να αποκλείσει τους ιθαγενείς ή να περιορίσει τα δικαιώματα τους, στην περίπτωση των κατεχομένων στην Κύπρο, η παραχώρηση υπηκοότητας στους έποικους έχει ένα σχετικά διαφοροποιημένο υπόβαθρο. Επιδιώκει να ενσωματώσει τους έποικους στον πολιτικό χώρο των Τουρκοκυπρίων και υπολογίζει να αμφισβητήσει την πολιτική βούληση των ιθαγενών. Αλλά αυτό μπορεί να συμβεί μόνο εάν και εφόσον η εκλογική και γενικά πολιτική συμπεριφορά των εποίκων είναι ομοιογενής, αδιαφοροποίητη και μονολιθική. Μέχρι σήμερα τουλάχιστον παρόλο που η βασική ιδεολογική γραμμή στους έποικους είναι η στήριξη δεξιών, αντιομοσπονδιακών και εθνικιστικών δυνάμεων, εντούτοις δεν έχει καταγραφεί μια ολοκληρωτική μορφή μονολιθικότητας. Συνεπώς εδώ το ζήτημα είναι η ενσωμάτωση των εποίκων ως μια μελλοντική πλειοψηφία και η προσπάθεια μιας σταδιακής αμφισβήτηση της βούλησης των ιθαγενών.

32 χιλιάδες υπηκοότητες σε οκτώ χρόνια

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η πρόσφατη έκθεση του PRIO με τίτλο «Από την Απομόνωση στην Μίμηση: Η μετατροπή της Βόρειας Κύπρου σε «Ντουμπάι» και η νέα δημογραφία ενός ντε φάκτο κράτους», από το 2017 μέχρι και το 2025 υπολογίζεται ότι παραχωρούνταν 4.000 υπηκοότητες ετησίως. Πρόκειται για ένα σύνολο 32 χιλιάδων υπηκοοτήτων στην περίοδο των τελευταίων οκτώ χρόνων και η συντριπτική πλειοψηφία αυτών είναι σε πρόσωπα εκ Τουρκίας. Συνεπώς το σύνολο των εκ Τουρκίας πολιτών της «ΤΔΒΚ» – με βάση τα στοιχεία της περιόδου από το 2011 όταν έγινε η τελευταία απογραφή μέχρι και το 2025 – υπολογίζεται στις 90 χιλιάδες. Άρα εάν το σύνολο των υπηκόων του ψευδοκράτους είναι όχι λιγότερο από 260 χιλιάδες τότε σημαίνει πως οι εκ Τουρκίας υπήκοοι είναι περίπου το 35-40% και οι γηγενείς Τουρκοκύπριοι περίπου το 60-65%.  Εάν η συγκεκριμένη ισορροπία αντικατοπτρίζεται και στο εκλογικό σώμα, το οποίο ανακοινώθηκε στις 217.056 ψηφοφόρους, τότε μπορούμε να οδηγηθούμε στο εξής συμπέρασμα: Αναλόγως των επόμενων πολιτικών εξελίξεων και ιδεολογικών ισορροπιών τόσο στα κατεχόμενα, όσο και στην Τουρκία, είναι δυνατό να αναφερθούμε στις επικείμενες εκλογές για τον Τουρκοκύπριο ηγέτη ως τις τελευταίες στις οποίες τον κεντρικό ρόλο θα έχει η ψήφος των Τουρκοκυπρίων.

Εξαιτίας της μέχρι στιγμής απουσίας ολοκληρωμένων αριθμητικών στοιχείων, η πιο σφαιρική εκτίμηση της κατάστασης ίσως να παραπέμπει σε μια νέα ιστορική φάση όπου στο πολύ κοντινό μέλλον το γηγενές στοιχείο θα χάσει και τυπικά την όποια αριθμητική υπεροχή. Σε κάθε περίπτωση, είναι γεγονός ότι στη βάση των εκλογικών αποτελεσμάτων της 19ης Οκτωβρίου μια έστω γενική εικόνα για τις τάσεις και πολιτικές προτιμήσεις ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού των εποίκων θα είναι εφικτή.

Αυτό προκύπτει κυρίως λόγω της γεωγραφικής διάστασης του εποικισμού στην Κύπρο, η οποία αντικατοπτρίστηκε με την εγκατάσταση του πληθυσμού που μεταφέρθηκε από την Τουρκία την περίοδο 1975-1979 σε περιοχές κυρίως από την περιφέρεια Αμμοχώστου μέχρι και το Ριζοκάρπασο. Συνεπώς τα εκλογικά αποτελέσματα σε αυτές τις περιοχές θα αποκαλύψουν ένα σημαντικό μέρος των εκλογικών προτιμήσεων αυτού του πληθυσμού.

Εργαλείο για την Άγκυρα μεταβολής της πολιτικής γεωγραφίας

Η πολιτική αντιπαράθεση για τον πληθυσμό και την υπηκοότητα στα κατεχόμενα αποτελεί ένα από τα πιο σύνθετα και καθοριστικά ζητήματα της σημερινής συγκυρίας. Οι ενδείξεις για σημαντική μεταβολή στη δημογραφική σύνθεση της τουρκοκυπριακής κοινότητας, κυρίως μέσω της μαζικής παραχώρησης υπηκοοτήτων σε εποίκους από την Τουρκία, εγείρουν ανησυχίες τόσο ως προς την αλλοίωση της πολιτικής βούλησης των γηγενών, όσο και ως προς τη σταδιακή μετατόπιση της κυριαρχίας. Το φαινόμενο της απουσίας διαφάνειας για τον αριθμό του πληθυσμού και των υπηκόων δεν είναι απλώς διοικητικό ή τεχνοκρατικό πρόβλημα, αλλά βαθύτατα πολιτικό. Η αποσπασματική πληροφόρηση, οι αντικρουόμενες δηλώσεις από αξιωματούχους και η διαχρονική απροθυμία να υπάρξει επίσημη και έγκυρη απογραφή ενισχύουν την πεποίθηση μεγάλου μέρους της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης ότι η Άγκυρα χρησιμοποιεί τις υπηκοότητες ως εργαλείο για τη μεταβολή της πολιτικής γεωγραφίας των κατεχομένων.

Οι εκλογές του Οκτωβρίου 2025 αποτελούν πιθανώς το τελευταίο κρίσιμο σημείο καμπής πριν η ψήφος των γηγενών Τουρκοκυπρίων καταστεί αριθμητικά υποδεέστερη. Επομένως για την αντιπολίτευση, τα διλήμματα είναι στρατηγικά: πώς να εκφράσει τον τουρκοκυπριακό πληθυσμό χωρίς να αποκλείσει τις νέες πολιτογραφημένες ομάδες και πώς να αποτρέψει την οριστική μετατροπή του «πολίτη της ΤΔΒΚ» σε εργαλείο επιβολής της κυριαρχίας της Άγκυρας. Σε αυτό το πλαίσιο, η διαχείριση των υπηκοοτήτων και της εκλογικής σύνθεσης δεν είναι μια «τεχνική λεπτομέρεια», αλλά η αφετηρία μιας μακροχρόνιας σύγκρουσης για την ταυτότητα, την αυτονομία και την πολιτική επιβίωση της τουρκοκυπριακής κοινότητας.

*Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.