Η συζήτηση γύρω από το νομοσχέδιο για τη φορολογική μεταρρύθμιση, οι παρασκηνιακές διεργασίες και η συνεννόηση εντός των αιθουσών της Βουλής θα μπορούσαν να εκληφθούν ως μια πρώτη «άσκηση επί χάρτου» για την κεντροδεξιά συνεργασία, η οποία επιχειρεί πλέον να περάσει από το επίπεδο της θεωρίας στην πράξη. Στην ίδια εξίσωση θα μπορούσε να ενταχθεί και η ψήφιση του κρατικού προϋπολογισμού, που ολοκληρώθηκε την περασμένη εβδομάδα, ωστόσο η θετική ψήφος του ΔΗΣΥ για τη διαμόρφωση της απαιτούμενης πλειοψηφίας ήταν εκ των πραγμάτων δεδομένη.

Η υπόθεση της φορολογικής μεταρρύθμισης και οι χειρισμοί που την πλαισίωσαν μεταφέρουν, ωστόσο, τη συζήτηση σε διαφορετικό επίπεδο. Το συνολικό σκηνικό των διαβουλεύσεων δημιούργησε μια έντονη περιρρέουσα ατμόσφαιρα και άνοιξε πεδίο για παρασκηνιακές συζητήσεις και σενάρια. Σε κάθε περίπτωση, κατέδειξε ότι υπάρχει έδαφος για να «περπατήσει» μια συνεργασία στον χώρο της κεντροδεξιάς, διαμορφώνοντας ουσιαστικά έναν διακριτό πόλο στο πολιτικό σκηνικό της επόμενης ημέρας των βουλευτικών εκλογών.

Στην περίπτωση της φορολογικής μεταρρύθμισης κατέστη σαφές ότι στην εξίσωση αυτή μπορεί να ενταχθεί και η Κυβέρνηση. Τα κόμματα ΔΗΣΥ, ΔΗΚΟ και ΔΗΠΑ διατύπωσαν αιτήματα και θέσεις –με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αύξηση του αφορολόγητου ποσού– τα οποία φιλοδοξούν να κεφαλαιοποιήσουν στην κάλπη των βουλευτικών εκλογών. Από την άλλη πλευρά, το Υπουργείο Οικονομικών έκανε βήμα πίσω από το αρχικό νομοσχέδιο, με δημοσιονομικό κόστος 110 εκατ. ευρώ για τα κρατικά ταμεία, διασφαλίζοντας, ωστόσο, την αναγκαία πλειοψηφία για ακόμη μία σημαντική κυβερνητική μεταρρύθμιση.

Πρόκειται για ένα κεφάλαιο που συνδέεται άμεσα με τον τρίτο άξονα του κυβερνητικού αφηγήματος για την ανάδειξη του έργου της διακυβέρνησης: διπλωματία με διεθνές αποτύπωμα, ισχυρή οικονομία για την εφαρμογή κοινωνικών πολιτικών και προώθηση μεταρρυθμίσεων για τον εκσυγχρονισμό του κράτους. Υπό αυτό το πρίσμα, η φορολογική μεταρρύθμιση εξελίσσεται σε μια πολιτική εξίσωση «win–win», με σαφές αποτύπωμα κεντροδεξιάς σύμπλευσης.

Πού οδηγεί;

Το σκηνικό που διαμορφώθηκε γύρω από τη φορολογική μεταρρύθμιση θα μπορούσε να θεωρηθεί και συγκυριακό. Ωστόσο, έρχεται να «δέσει» με μια χρονική περίοδο κατά την οποία το ζήτημα της κεντροδεξιάς συνεργασίας έχει αναδειχθεί έντονα τόσο στον δημόσιο όσο και στον παρασκηνιακό διάλογο. Από τις παρεμβάσεις των Χάρη Γεωργιάδη και Χρύση Παντελίδη τους προηγούμενους μήνες, μέχρι τη πρόσφατη συνέντευξη του Νικόλα Παπαδόπουλου στον «Φ», διαμορφώνεται μια σαφής γραμμή διάκρισης: από τη μία τα κόμματα του Κέντρου και της Δεξιάς και από την άλλη η Αριστερά και οι υπόλοιποι πολιτικοί χώροι.

Ο πρόεδρος του ΔΗΚΟ μίλησε ξεκάθαρα για κόμματα που απέδειξαν ότι μπορούν να συνεργαστούν στα ζητήματα της Οικονομίας. Από πλευράς ΔΗΣΥ, είναι προφανής η επιδίωξη συνεργασίας με το ΔΗΚΟ και τη ΔΗΠΑ, με ορίζοντα ακόμη και μια εκλογική συμμαχία – εγχείρημα που είχε επιχειρηθεί και στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης. Σε αυτό το σημείο, ωστόσο, αρχίζουν οι δυσκολίες.

Αφενός, ΔΗΚΟ και ΔΗΠΑ είναι κόμματα που συμμετέχουν στην Κυβέρνηση. Αφετέρου, στην Πινδάρου συνυπάρχουν δύο διαφορετικές σχολές σκέψης ως προς τη συνεργασία με τα κόμματα του Κέντρου: η μία τη βλέπει ως γέφυρα συνεννόησης με την Κυβέρνηση Χριστοδουλίδη και η άλλη ως όχημα επιστροφής του ΔΗΣΥ στην εξουσία με δικό του Πρόεδρο. Το δεύτερο σενάριο προϋποθέτει, ωστόσο, αποδέσμευση του ΔΗΚΟ και της ΔΗΠΑ από τον Νίκο Χριστοδουλίδη.

Υπάρχει και τρίτη προσέγγιση, που δεν επενδύει στη συνεργασία με την κεντροδεξιά, αλλά υποστηρίζει μια αυτόνομη πορεία του ΔΗΣΥ στις προεδρικές εκλογές, με άνοιγμα και προς άλλες πολιτικές κατευθύνσεις.

Η Προεδρία της Βουλής

Ο πρώτος απτός σταθμός αυτής της συνεργασίας αναμένεται να είναι η Προεδρία της Βουλής. ΔΗΣΥ και ΔΗΚΟ θεωρείται δεδομένο ότι θα πορευτούν μαζί. Το ερώτημα αφορά τη στάση της ΔΗΠΑ και της ΕΔΕΚ. Η ένταση που έχει προκύψει μεταξύ ΔΗΚΟ και των δύο κομμάτων, με αφορμή τις μεταγραφές του Ανδρέα Αποστόλου από την ΕΔΕΚ και του Μιχάλη Γιακουμπή από τη ΔΗΠΑ στο ΔΗΚΟ, περιπλέκει την εξίσωση.

Παράλληλα, παραμένει υπαρκτό και το σενάριο είτε η ΔΗΠΑ είτε η ΕΔΕΚ –ή ακόμη και αμφότερες– να μείνουν εκτός Βουλής. Από την άλλη πλευρά, εάν ο ΔΗΣΥ στηρίξει τον Νικόλα Παπαδόπουλο για την Προεδρία της Βουλής, ποιο θα είναι το αντάλλαγμα; Θα διασφαλιστεί στήριξη του υποψηφίου του ΔΗΣΥ στις προεδρικές εκλογές; Και γιατί θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι το ΔΗΚΟ θα αποχωρήσει από την Κυβέρνηση;

Ο ανασχηματισμός Χριστοδουλίδη

Αποκωδικοποιώντας τις κινήσεις του Νίκου Χριστοδουλίδη στον πρόσφατο ανασχηματισμό, προκύπτει σαφώς η επιδίωξη διαμόρφωσης ενός ξεκάθαρου κεντροδεξιού προφίλ για την Κυβέρνηση με άνοιγμα όμως και προς τον ευρύτερο χώρο της Δεξιάς. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται, για παράδειγμα, ο διορισμός του Κώστα Φυτιρή, αλλά και της Κλέας Παπαέλληνα.

Ο Πρόεδρος διατηρεί, άλλωστε, ερείσματα στον ΔΗΣΥ και με τις κινήσεις του επιχείρησε να κρατήσει τις ισορροπίες. Είχε προηγηθεί ο διορισμός της Μαρίας Χριστοφίδου στη θέση της Επιτρόπου Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.

Σημαντικό στοιχείο του ανασχηματισμού είναι, ωστόσο, η ενίσχυση της παρουσίας του ΔΗΚΟ και της ΔΗΠΑ στο κυβερνητικό σχήμα, με επιλογή προσώπων πρώτης γραμμής. Ο Νεόφυτος Χαραλαμπίδης είναι αντιπρόεδρος του ΔΗΚΟ, ενώ ο Μαρίνος Μουσιούττας αποτελεί προβεβλημένο στέλεχος της ΔΗΠΑ. Υπό αυτά τα δεδομένα, τα δύο κόμματα έχουν ενισχύσει τους δεσμούς τους με το κυβερνητικό άρμα.

Θα μπορούσαν να αποχωρήσουν πριν από τις προεδρικές εκλογές; Με τα σημερινά δεδομένα, κάτι τέτοιο δεν φαντάζει εύκολο, χωρίς αυτό να αποκλείεται, δεδομένου ότι στην πολιτική οι ισορροπίες μεταβάλλονται.

Χριστοδουλίδης και δεύτερη πενταετία

Σε κάθε περίπτωση, ο Νίκος Χριστοδουλίδης φαίνεται να εισέρχεται δυναμικά στο δεύτερο μισό της θητείας του, με το βλέμμα ήδη στραμμένο στο 2028. Ο ανασχηματισμός είχε σαφή στρατηγική στόχευση: ενίσχυση της επιρροής του στα συμπολιτευόμενα κόμματα, διατήρηση απήχησης στον συναγερμικό και εξωσυναγερμικό χώρο της Δεξιάς και προληπτική διαμόρφωση του τοπίου στην κεντροδεξιά.

Διαβλέποντας ότι η συνεργασία στον συγκεκριμένο χώρο αναδεικνύεται σε πολιτική αναγκαιότητα, ο Πρόεδρος επιχείρησε τη δική του κίνηση στη σκακιέρα, φιλοδοξώντας να αποτελέσει τον κεντρικό πυλώνα αυτής της εξίσωσης. Αυτό, ωστόσο, δεν μπορεί να επιτευχθεί εύκολα, με βάση τα σημερινά δεδομένα στον ΔΗΣΥ.

Οι κινήσεις του Νίκου Χριστοδουλίδη φαίνεται να επενδύουν σε ένα εναλλακτικό σενάριο, που αφορά τη μάχη του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών. Εκεί ενδέχεται να κριθούν πολλά. Ο υποψήφιος του κεντροδεξιού άξονα που θα περάσει στον δεύτερο γύρο θα έχει ουσιαστικά «δέσει» και αυτή τη συνεργασία. Με στήριξη από ΔΗΚΟ, ΔΗΠΑ, ΕΔΕΚ, μερίδα του συναγερμικού κόσμου, ψηφοφόρους του ΕΛΑΜ και το δεξιότερο ακροατήριο, διαμορφώνεται μια ισχυρή εκλογική βάση.

Ο Αβέρωφ, η Αννίτα και ο συναγερμικός υποψήφιος

Στην Πινδάρου αποφεύγεται κάθε δημόσια αναφορά στις προεδρικές εκλογές, καθώς προτεραιότητα αποτελούν οι βουλευτικές. Ωστόσο, είναι κοινό μυστικό ότι στο εσωτερικό του ΔΗΣΥ καταγράφονται κινήσεις και διεργασίες.

Ο Αβέρωφ Νεοφύτου, στην τελευταία του ομιλία στη συζήτηση για τον κρατικό προϋπολογισμό, επιδίωξε μια ηγετική παρουσίαση πολιτικών θέσεων, όπως άλλωστε πράττει και μέσα από τις κατά καιρούς παρεμβάσεις του. Αν και δεν θα είναι υποψήφιος βουλευτής, παραμένει ενεργός πολιτικά. Είναι σαφές ότι ο τέως πρόεδρος του ΔΗΣΥ εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο νέας υποψηφιότητας για την Προεδρία της Δημοκρατίας το 2028, μέσω των κομματικών διαδικασιών.

Για πρώτη φορά, η επιλογή υποψηφίου του ΔΗΣΥ θα γίνει από το σύνολο των μελών του κόμματος, γεγονός που προοιωνίζεται μια εσωκομματική αναμέτρηση. Η Αννίτα Δημητρίου, αν και δεν τοποθετείται δημόσια, θεωρείται βέβαιο ότι ενδιαφέρεται να διεκδικήσει το χρίσμα. Ένα από τα σημεία κριτικής προς το πρόσωπό της αφορά το ότι η προεκλογική της δραστηριότητα για τις βουλευτικές εκλογές εμφανίζεται περισσότερο προσωπική παρά κομματική. Στους κομματικούς διαδρόμους συζητείται ακόμη και ότι στενοί συνεργάτες της «μοιράζουν» και «μοιράζονται» χαρτοφυλάκια με ορίζοντα το 2028.

Σύμφωνα με πληροφορίες, οι δύο είχαν συνάντηση στο πρόσφατο παρελθόν, με κοινή διαπίστωση την ανάγκη επικέντρωσης στον στόχο των βουλευτικών εκλογών. Από εκεί και πέρα, κυκλοφορούν σενάρια για το τι ειπώθηκε αναφορικά με την επόμενη ημέρα στο κόμμα και τις προεδρικές εκλογές. Το βέβαιο είναι ότι η μεταξύ τους εμπιστοσύνη έχει κλονιστεί και από τις δύο πλευρές, με αποτέλεσμα να τηρούνται αποστάσεις και να διατηρούν κλειστά τα χαρτιά τους.