Η εικαστικός Ελένη Νικοδήμου σε μια άκρως εξομολογητική εξιστόρηση της ζωής της. 

Ένα κορίτσι του βουνού που γεννήθηκε θυμωμένο και ήθελε πάντα να το αγαπούν, εξακολουθεί πάντα να την τραβάει από το χέρι. Αντιμετωπίζοντας μια μεγάλη περιπέτεια υγείας, βλέπει πλέον τη ζωή με άλλο μάτι. Πιο συνειδητοποιημένη από ποτέ, η Ελένη Νικοδήμου έχει υπό έκδοση ένα βιβλίο 400 σελίδων και συνεχίζει απτόητη να ζωγραφίζει και να ονειρεύεται. Σε μια εκ βαθέων εκμυστήρευση, ξεφυλλίζει τις σελίδες του βίου της από την Πιτσιλιά στη Λευκωσία κι από την Αθήνα στο Παρίσι. 

» Από τα παιδικά μου χρόνια έχω ευχάριστες και δυσάρεστες αναμνήσεις. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Άλωνα σε μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά. Παίζαμε έξω στους δρόμους και ήμασταν πολύ δημιουργικοί. Παιχνίδια δεν είχαμε, τα εφευρίσκαμε. Η μάνα μου έφτιαχνε πού και πού καμιά πάνινη κούκλα, αλλά έτσι κι αλλιώς εγώ δεν ήμουν για κούκλες. Ήμουν αγρίμι, έσκιζα κεφάλια. Τρώγαμε και ξύλο. Ειδικά εγώ, που ήμουν κορίτσι, δεν έπρεπε να σμίγω με τα αγόρια σε αγορίστικα παιχνίδια. Δεν πτοήθηκα, όμως. Γι’ αυτό δεν με ζήτησε κανένας από το χωριό σε γάμο. Γλίτωσα (γέλια).

» Από νωρίς κατάλαβα ότι ήμουν σβέλτη. Η γυναίκα του συγχωριανού μου του Τηλέμαχου Κάνθου, η Ζωή, μού είπε κάποτε ότι την κλίση αυτή την κληρονόμησα από τη μάνα μου, που ήταν το πιο γρήγορο άτομο στο χωριό. Όταν η μάνα μου μ’ έστελνε για ψώνια έλεγε «έφτυσα στην πέτρα» κι εγώ έπρεπε να γυρίσω πριν στεγνώσει. Κατέβαινα 600 μέτρα κατηφόρα κι ανέβαινα άλλα τόσα ανηφόρα σε λίγα λεπτά. Ήταν η πρώτη μου προπόνηση. Ξεκίνησα τον αθλητισμό πιο σοβαρά στα 12-13 μου, όταν πια ήμουν στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. 

» Στη Λευκωσία ζούσε ο παππούς μου που ήταν πελεκάνος, αλλά όταν εγώ πήγα η αδερφή μου είχε μόλις τελειώσει το εξατάξιο, είχε βρει δουλειά στην τράπεζα και νοίκιαζε μαζί με τη θεία Αφροδίτη, την αδερφή της μάνας μου. Ζούσα τις καθημερινές στη Λευκωσία και τα σαββατοκύριακα πήγαινα στο χωριό. Ο πατέρας μου μάθαινε ό,τι έκανα κι αν το θεωρούσε στραβό… έπιπτε ράβδος. Μια μέρα στο σχολείο μού έβαλαν διαγωγή κοσμία κι ένα 12άρι στη γυμναστική. Αυτό δεν το δέχτηκα. Έβαλα την αδερφή μου, που ήταν κηδεμόνας μου, να τους προκαλέσει να με βάλουν να τρέξω με τις αθλήτριες του σχολείου. Τις κέρδισα όλες. Τότε κάποια μού είπε «γιατί δεν έρχεσαι στο ΓΣΠ για προπόνηση»; Ευτυχώς που την άκουσα, γιατί αυτό άλλαξε τη ζωή μου. Ο αθλητισμός μού έμαθε ν’ αγωνίζομαι. Θυμάμαι τον πρώτο επίσημο αγώνα που κέρδισα, ήταν ο ανώμαλος στις κορασίδες. Έγινα πρωτοσέλιδο μαζί με τον Βασίλη Χειμωνή!

» Ο αείμνηστος ο Αντώνης Παπαδόπουλος, που ήταν πρόεδρος της ΤΕΣΚ, με συμπαθούσε και με παρότρυνε να πάω να σπουδάσω. Επειδή δεν είχα λεφτά, με προσέλαβε το καλοκαίρι που αποφοίτησα να δουλέψω για 1,5 μήνα στα γραφεία της ΤΕΣΚ ώστε να έχω ένα κομπόδεμα για το εισιτήριο και τα πρώτα έξοδα. Έτσι κι έγινε. Έφτασα στην Αθήνα τέλη Αυγούστου του 1973. Λίγο πριν φύγω, τηλεφώνησα στον πατέρα μου στο κοινοτικό τηλέφωνο και του ανακοίνωσα ότι πάω για σπουδές. «Αν θέλετε να με αποχαιρετήσετε, ελάτε στο Αεροδρόμιο Λευκωσίας την Παρασκευή τάδε ώρα». Ήρθανε. Μου έδωσε 70 λίρες κι άλλες 60 η γιαγιά μου κι έφυγα με μια βαλίτσα, 1-2 κουβέρτες, φόρμες, παπούτσια και λίγα ρούχα. 

» Επιθυμία μου ήταν οι Καλές Τέχνες ή η Γυμναστική Ακαδημία. Παρότι πέρασα με άριστα τα αγωνίσματα, με κόψανε για δύο πόντους ανάστημα. Με βγάλανε 1.59 αν και είμαι 1.60, οι άτιμοι. Ενώ τον Χειμωνή, που ήταν πιο κοντός, τον είχαν περάσει. Δεν μπορούσα να χωνέψω ότι ήμουν στην Εθνική Κύπρου και μετά στην Εθνική Ελλάδος, αλλά με κόψανε από τη Γυμναστική Ακαδημία για χιλιοστά ύψους. Συνέχισα τον αθλητισμό για άλλα 2-3 χρόνια. Σταμάτησα επειδή ήθελα να πάω διακοπές και δεν με άφηνε ο Μιχάλι Ιγκλόι, ο αυστηρός, διεθνούς φήμης Ούγγρος προπονητής που προπονούσε τότε την Εθνική Ελλάδας. Από τα χέρια του πέρασαν ο Κούσης, ο Κούρτης, ο Σπήλιος Ζαχαρόπουλος, ο Μάριος Κασσιανίδης, ο Χειμωνής. Εγώ ήμουν η μόνη γυναίκα. Δεν πήγα ούτε στην Καλών Τεχνών, γιατί όταν έφτασα οι εξετάσεις είχαν τελειώσει κι έπρεπε να περιμένω το επόμενο έτος. Δοκίμασα σε ιδιωτικές σχολές για σχέδιο και στο μεταξύ ξεκίνησα να σπουδάζω στην ΑΣΟΕΕ. 

» Έζησα πολύ έντονα το Πολυτεχνείο. Περνούσαμε υπέροχα μέσα μέχρι να έρθουν τα τανκς. Θυμάμαι τα τραγούδια, τα συνθήματα, την προσπάθεια κάποιων να καπελώσουν το κίνημα. Βγήκα έξω λίγο πριν εισβάλει το τανκ. Βρισκόμουν στο πλάι, στη Στουρνάρη. Μέσα στον χαμό, έσωσα και πέντε άτομα. Έμενα κοντά τότε, Βαλτετσίου και Μαυρομιχάλη. Καθώς έτρεχα προς το σπίτι ήρθαν μαζί μου άλλοι τρεις, ενώ δύο ακόμη χτύπησαν μετά το κουδούνι. Οι συγκάτοικές μου μ’ έδιωξαν επειδή έθεσα την πολυκατοικία σε κίνδυνο. Αργότερα στην Κύπρο μού ζήτησαν συγνώμη.

» Εκείνη την εποχή έμπλεξα με τη διανόηση της Αθήνας. Βρέθηκα στην παρέα του Ντίνου Δημόπουλου. Βλέπαμε πολύ σινεμά: το «Θωρηκτό Ποτέμκιν», την «Αναπαράσταση» του Αγγελόπουλου, το «Μοντέλο» του Κώστα Σφήκα. Μετά το σινεμά πηγαίναμε στο σπίτι του Καρώνη, του ποτοποιού από το Ναύπλιο και καθόμασταν όλοι και συζητούσαμε μέχρι το πρωί. Άρχισα να διαβάζω το «Κεφάλαιο» του Μαρξ, τα βιβλία της Ρόζας Λούξεμπουργκ, το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου κ.ά. Για να μπορώ να συμμετέχω στις συζητήσεις. 

» Στην ΑΣΟΕΕ πήρα το πτυχίο με την πρώτη. Συμφοιτητές μου ήταν ο Σωτήρης Γκορίτσας, ο Χρήστος Βακαλόπουλος. Τελείωσα το 1977 κι έστειλα το πτυχίο στον πατέρα μου στην Κύπρο να το κορνιζάρει και του μήνυσα: «αλλαγή διεύθυνσης, πάω Παρίσι να σπουδάσω ζωγραφική». Τώρα πώς θα γινόταν αυτό χωρίς εισιτήρια, χωρίς τίποτε- άγνωστο. Τελικά, πήγα με το Magic Bus. 

» Στο Παρίσι το κλίμα άρχισε να με τονώνει. Μπήκα στην Καλών Τεχνών. Στους καθηγητές άρεσε πολύ η δουλειά μου. Στην πορεία κατάφερα να πάρω μια γαλλική υποτροφία και μια του ΕΟΜΜΕΧ και τα κουτσοβόλεψα. Κάποια στιγμή έπεσα πάνω στον Ανδρέα Μαυρογιάννη και τον Πρόδρομο Προδρόμου, τον οποίο έβαζα να μού μαγειρεύει μακαρονάδες. Αρχικά, έμενα στη σοφίτα μιας ηλικιωμένης, κόρης ενός γνωστού ζωγράφου από την εποχή του Πυβί ντε Σαβάν. Έψαχνε κάποια για ν’ αρχειοθετήσει τα έργα του πατέρα της. Εκεί κοντά έμενε ο Μπελμοντό κι ο Ζακ με την Μπερναντέτ Σιράκ. 

» Κατέβαινα με το μετρό στο Λούβρο και περνούσα απέναντι, στην άλλη όχθη του Σηκουάνα που ήταν η École des Beaux-Arts. Η σχολή μου ήταν μαγική, σαν ένα μεγάλο μουσείο. Ένα καλό, επίσης, αν φοιτούσες εκεί ήταν ότι έμπαινες τζάμπα στα μουσεία. Στο Λούβρο πήγαινα μέρα παρά μέρα, για διαφορετικό έργο. Μπορούσα να καθίσω να το απολαύσω όσο θέλω. Στη σχολή γνώρισα ανθρώπους από κάθε γωνιά του πλανήτη, ήμασταν μια παρέα πολυεθνική, δεμένη. Δεν μαλώναμε ποτέ. Αποφοίτησα το 1983. Πήρα δύο διπλώματα και τα δύο με άριστα. Προτάθηκα και για το μεγάλο βραβείο της ακαδημίας. 

» Τα γαλλικά τα έμαθα στον δρόμο. Στις αρχές, πήγαινα στο Paris III για να μάθω, αλλά η τύχη μού έπαιξε ένα περίεργο παιχνίδι: έφαγα σφαίρα στο κεφάλι. Να, βλέπεις αυτή την ουλή; Ευτυχώς με βρήκε ξώφαλτσα, γιατί θα είχα μείνει στον τόπο. Το Paris III γειτνίαζε με μια περιοχή με εργατικές πολυκατοικίες. Μια μέρα, βγαίνοντας από το πανεπιστήμιο, στάθηκα να δω μια παράσταση δρόμου. Κοιτούσα έναν ξυλοπόδαρο και σκύβοντας την έφαγα στο κούτελο. Με πυροβόλησε  κάποιος παρανοϊκός από μια πολυκατοικία. Δεν τον πιάσανε ποτέ. Ξύπνησα στο νοσοκομείο με φίλους και γνωστούς από πάνω μου. Το πανεπιστήμιο μάς είχε ασφαλισμένους και θα έπαιρνα μεγάλη αποζημίωση αν δεν είχε λήξει η άδεια παραμονής. 

» Όσο σπούδαζα, συνήθως τα καλοκαίρια κατέβαινα Αθήνα για να πάω διακοπές στα νησιά κι έπειτα πεταγόμουν και λίγο στην Κύπρο να παριστάνω το καλό κορίτσι στο χωριό. Όταν επέστρεφα, ήμουν η κόρη του μουχτάρη κι έπρεπε να είμαι τύπος και υπογραμμός. Υπάρχει μια συντηρητική πλευρά της Ελένης, της Αλωνεύτισσας. 

» Οι γονείς μου ήξεραν καλά ότι ήμουν διαφορετικό κορίτσι. Κάποια στιγμή με αποδεχτήκαν, ειδικά όταν είδαν ότι αγόρασε έργο μου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο πατέρας μου πέθανε λίγο μετά το πέρας των σπουδών μου. Πρόλαβε να έρθει σε έκθεσή μου στην Κύπρο, όπου πούλησα όλα τα έργα. Όταν είδε ότι η δουλειά μου άρεσε κι ότι οι πίνακές μου έπιαναν λεφτά που ο ίδιος δεν έβλεπε ποτέ, ήταν πια περήφανος για μένα. Δεν μου το είπε προσωπικά, το είπε σε όλους τους άλλους. Πιστεύω ότι κατά βάθος ήταν περήφανος και τον καιρό που διακρινόμουν στον αθλητισμό κι όλο το χωριό περίμενε να δει την Ελένη να τρέχει. 

» Η μάνα μου έφυγε το 2013, στα 89 της. Είχε πλήρη διαύγεια κι αυτή τη σοφία των ανθρώπων των βουνών. Κάθε φορά που γύριζα από το Παρίσι, νόμιζα ότι με πέντε βιβλία φιλοσοφίας που διάβασα τα κατέχω όλα. Όταν τη συναντούσα μαζί με τη γειτόνισσά της την Αγαθονίκη, με «ξεπετούσαν» με τη συμπυκνωμένη σοφία τους. Αργότερα που μεγάλωσε, την είχα για μεγάλο διάστημα στο σπίτι μου. Είχα πια χρόνο για να περάσω μαζί της, να της πω αυτά που ήθελα, να μου πει κι αυτή τα δικά της. Να γνωριστούμε καλύτερα. Τελικά, μοιάζαμε σε πολλά. Αλλά το πρόβλημα με μένα ήταν αφενός ότι γεννήθηκα θυμωμένη και αφετέρου ότι από μικρή ήθελα πάντα να μ’ αγαπάνε όλοι και να μου δίνουν σημασία- πράγμα αδύνατον. Η μάνα μου ήταν από εκείνες τις γυναίκες στα χωριά που μοχθούσαν, έκαναν βαριές δουλειές και ξεκουράζονταν μόνο πέντε ώρες όταν μας έβαζαν στο κρεβάτι. «Αχ, καημένη Ελένη» μού έλεγε αργότερα «για μας το ζητούμενο ήταν μόνο η επιβίωση». 

» Εκείνο το κορίτσι του βουνού το κρατούσα πάντα από το χέρι και το άφηνα να με πάει. Ένα πράγμα ήθελα στη ζωή: να διατηρήσω ζωντανό το παιδί μέσα μου. Να μπορώ να εκπλήσσομαι. Πιστεύω ότι το κατάφερα. Δεν εγκατέλειψα το κοριτσάκι που από τεσσάρων ετών φανταζόταν ότι θα σώσει τον κόσμο και στον οικογενειακό καταμερισμό εργασίας η δουλειά του ήταν να βόσκει τα κατσίκια. Μπορώ σήμερα περήφανα να λέω ότι είμαι της Άλωνας και των σαλονιών. Κυριολεκτικά.

» Με τον Ραφαέλ τα φτιάξαμε λίγο πριν πάρω το πτυχίο μου. Έχει γεννηθεί στην Οστάνδη. Είχε τελειώσει τις σπουδές του, δούλεψε λίγο στην Αμβέρσα και μετά ήρθε για δουλειά στο Παρίσι γιατί ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο. Συχνάζαμε στο ίδιο μπαρ και οπτικά γνωριζόμασταν. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν Άγγλος, γιατί έκανε παρέα με Άγγλους. Μέχρι που μια μέρα ήταν εκεί μ’ έναν Λουξεμβουργιανό κι εγώ με μια φίλη μου Ελληνίδα και καθώς φεύγαμε ρώτησε πού πάμε, έπιασε το χέρι μου και φύγαμε μαζί για το επόμενο μπαρ. Όταν είδε τα έργα μου, εντυπωσιάστηκε. Φαίνεται ότι τον έριξα με την ομορφιά μου και με την τέχνη μου (γέλια). ΟΡαφ είναι ένα από τα μεγαλύτερα δώρα που μου έκανε ο Θεός. Μου έχει σταθεί πολύ. Πάντα, όχι μόνο τώρα στα δύσκολα. Πιστεύει σε μένα και στη ζωγραφική μου, με γειώνει, με παρηγορεί. 

» Ήμουν πάντοτε γλεντζού. Στο Παρίσι κάναμε πάρτι και γιορτές. Φρόντιζα τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα να πηγαίνω να χορέψω ζεϊμπέκικα και τσιφτετέλια. Αυτό το στραβό δάχτυλο το απέκτησα κάνοντας πρόβες για να εντυπωσιάσω τον Ραφαέλ. Γλίστρησε η καρέκλα, στηρίχτηκα στα χέρια και το δάχτυλο γύρισε τόσο που το είχα στον νάρθηκα για έναν χρόνο. 

» Αυτός αποφάσισε να έρθουμε Κύπρο. Στη Γαλλία έμεινα σχεδόν 20 χρόνια. Τελείωσα τις σπουδές, βρήκα γκαλερί, εξέθετα, ο κόσμος αγόραζε τα έργα μου. Γιατί να φύγω; Ερχόμουν μόνο για εκθέσεις και διακοπές. Επέστρεψα στο τέλος του 1993. Ο λόγος ήταν ότι πάθαινα συχνά κρίσεις πανικού. Όσα πέρασα από μικρή ηλικία, η πίεση, η οικονομική ένδεια, ο μαζεμένος θυμός, ο φόβος, η αγωνία, όλα συσσωρεύτηκαν και κακοφόρμισαν. Συχνά και χωρίς προφανή αιτία, το σύστημά μου έμπαινε σε συναγερμό. Μου πρότεινε, λοιπόν, ο Ραφ να έρθουμε στην Κύπρο για ένα χρόνο να συνέλθω. Τελικά αποφασίσαμε να μείνουμε. Λίγο πριν μπει η Κύπρος στην ΕΕ, αγόρασα κι αυτό το διαμέρισμα στον Άγιο Ανδρέα, με υπόγειο για ατελιέ. Το σχεδίασε ο Βασίλης Ιερείδης. 

» Ήταν κοινή η απόφαση να μην κάνουμε παιδιά. Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να γίνω καθηγήτρια και δεν το άντεχα. Εγώ να ζωγραφίζω ήθελα πάντα. Αυτό που θ’ αφήσω πίσω μου είναι η δουλειά μου, έργα που να σημαίνουν κάτι. Όσο για το DNA μου, κάτι θα μείνει από τα παιδιά των αδερφιών μου, δεν με σκοτίζει αυτό. Πιστεύω ότι η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο κι ότι ένα έργο τέχνης βάζει το λιθαράκι του. Έχω διαπιστώσει ότι ο κόσμος αναζητεί την ελπίδα, ένα θετικό μήνυμα. Το κατάλαβα όταν έγιναν ανάρπαστοι οι άγγελοι που έφτιαξα από τη σειρά «Τα φτερά του έρωτα είναι πάντα δανεικά, οι φύλακες άγγελοι δεν έχουν πια φτερά».  

» Τι θα άλλαζα αν μου δινόταν η ευκαιρία; Καταρχάς δεν θα κάπνιζα. Έχοντας στο μυαλό το θέμα υγείας που προέκυψε, θα προσπαθούσα να σώσω τον εαυτό μου, να μην καταστρέψω την υγεία μου. Άρχισα να καπνίζω στα 26, στο Παρίσι. Κάπνιζα πολύ, ειδικά όταν ζωγράφιζα, γιατί είχα νευρικότητα, υπερένταση, αμφιβολίες. Αυτά όμως είναι που καταθέτει ο καλλιτέχνης πάνω στον καμβά. Η δουλειά μας απαιτεί τρομερή πειθαρχία. Κάθε πινελιά έχει σημασία. Καθόμουν με τις ώρες και μελετούσα την επόμενη κίνηση. Ονειρευόμουν, φανταζόμουν, πρόβαλλα εικόνες πάνω στον κενό καμβά και κάποια στιγμή σηκωνόμουν και πλακωνόμουν στα χρώματα. Στο τέλος, πάντα ολοκλήρωνα τα έργα μου. 

» Έμαθα να οδηγώ στα 57 μου. Το έκανα ως φόρο τιμής στη μάνα μου όταν πέθανε. Συνήθιζε να λέει ότι αν ήταν στην ηλικία μου θ’ αγόραζε διπλοκάμπινο για να μην έχει ανάγκη κανέναν. Μια μέρα κάποιος μου είπε «εσύ που δεν φοβάσαι κανέναν και τα βάζεις με όλους, φοβάσαι να οδηγήσεις;» Αποφάσισα να μάθω. Το τελευταίο μου μάθημα ήταν τρίωρο. Είπα στον δάσκαλο ότι θα πάμε στην Άλωνα, γιατί τότε μόνο θα συνειδητοποιήσω ότι όντως έμαθα. Πράγματι, οδήγησα όλη τη δύσκολη διαδρομή με τις στροφές, πάρκαρα στο καφενείο, φάγαμε και ήπιαμε ζιβανία κι επιστρέψαμε όταν νύχτωσε. 

» Ένας από τους λόγους που έγραψα το βιβλίο μου ήταν για να ξορκίσω τους φόβους και τον θυμό που είχα μέσα μου. Διάλεξα τον τίτλο «Ταξίδι στη βροχή» γιατί εκφράζει τη ζωή μου. Εκφράζει κι ένα συγκεκριμένο περιστατικό. Όταν πήρα το δίπλωμα, οδηγούσα εκτός πόλης μόνο με συνοδηγό τον Ραφ. Μία μέρα έβρεχε καταρρακτωδώς. Ξύπνησα το πρωί, έβαλα τηλεόραση και ραδιόφωνο κι έλεγαν τα ίδια. Αποφάσισα ότι έφτασε η ώρα που θα έβγαινα έξω από την πόλη μόνη μου. Ο Ραφ έλειπε στη δουλειά. Φόρεσα το παλιό μου παλτό, πήρα αδιάβροχο και ομπρέλα, ηρεμιστικά και νερό, έλεγξα την μπαταρία του κινητού, έβαλα ένα usb με Μάλαμα και Θανάση και ξεκίνησα. Δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Η ομίχλη ήταν πυκνή. Όταν έφτασα στο στρίψιμο για τον Άγιο Ιωάννη της Μαλούντας, πήγα ακόμη πιο μέσα κι έφτασα σ’ ένα έρημο τοπίο που θυμίζει φαρ ουέστ. Οδηγούσα, σταματούσα, χόρευα ζεϊμπεκιές μόνη μου στο δρόμο μέσα στη βροχή κι ένιωθα ευτυχισμένη. 

» Τα έργα μου τα νιώθω σαν παιδιά μου και θα ήθελα να ξέρω πού βρίσκεται το καθένα και τι κάνει. Πριν από 1,5 χρόνο χτύπησε το τηλέφωνο κι ήταν ο πρέσβης μας στην Ιαπωνία, ο Χάρης Μορίτσης. Είχε πάει σ’ ένα μεγάλο ξενοδοχείο στο Τόκιο κι είδε ένα έργο που του θύμισε τα δικά μου. Πλησίασε και είδε την υπογραφή μου. Το είχαν αγοράσει οι Ιάπωνες παλιά από το Παρίσι. Η γκαλερίστα μου δεν μας έλεγε πού τα πουλούσε για να μην της πάρουμε τους πελάτες. Οπότε, δεν είχα ιδέα που πήγαιναν, έχανα τα ίχνη τους. Να όμως που ένα ήρθε και με κάποιον τρόπο με ξαναβρήκε. 

» Τώρα προσπαθώ να δώσω όλες μου τις δυνάμεις για να σωθώ. Έχω πολλά σχέδια στο μυαλό μου. Τελείωσα το γράψιμο του βιβλίου κι άρχισα να ζωγραφίζω πάλι. Είναι μια σειρά που συνδυάζει το χρώμα με κέντημα και σχέδιο. Ελπίζω να δώσει ο Θεός να ζήσω να την ολοκληρώσω. Απαιτείται ξεκούραση με τις θεραπείες και δεν μπορώ να δουλεύω με τις ώρες. Νιώθω μέσα μου ότι έχω ακόμα όμορφα πράγματα να δώσω. 

» Μετά από την περιπέτεια της υγείας μου πιστεύω πολύ περισσότερο από πριν. Διαπιστώνεις ξαφνικά ότι έχεις κρεμάσει όλες σου τις ελπίδες σε μια ανώτερη δύναμη. Είναι μια διέξοδος ελπίδας. Έχω ανάγκη την ελπίδα, την προοπτική του θαύματος. Έμαθα να εστιάζω στα όμορφα, στα θετικά και να μένω μακριά από τις ασχήμιες και τους τοξικούς ανθρώπους. Αισθάνομαι ότι αδίκησα λίγο τον άντρα μου, που στάθηκε δίπλα μου φύλακας άγγελος. Η ουσία της ζωής είναι να νιώθεις ότι σε αγαπούν. Πέρασαν χρόνια μέχρι να το καταλάβω. 

» Οι άνθρωποι έχουμε μνήμες από 1,5 χρονών. Όταν τις ερεθίζουμε βγαίνουν στην επιφάνεια. Η πρώτη μνήμη που έχω είναι στο αυτοκίνητο που πηγαίναμε στην Πύλα να δούμε τον πατέρα μου, που ήταν φυλακισμένος από τους Άγγλους. Τον γνώρισα στη φυλακή, όπου τον είχαν και τον βασανίζανε. Τα αφηγόταν η μάνα μου, αλλά δεν μπορεί να είναι δανεικές μνήμες αυτά. Έχω τις εικόνες μπροστά μου. Θραύσματα και ερεθίσματα συχνά λειτουργούν και τα φέρνουν στην επιφάνεια. Το πρώτο έργο που με συγκλόνισε στο Παρίσι ήταν η «3η Μαΐου 1808» του Γκόγια. Ο άντρας με το άσπρο πουκάμισο που σηκώνει τα χέρια καθώς τον πυροβολούν έφερε στον νου μου μια σκηνή στο χωριό μου, από τη σύλληψη του πατέρα μου. Δεν είναι τυχαίο ότι έγινα ζωγράφος. Το μυαλό μου πάντα δούλευε με εικόνες. 

Ελεύθερα, 30.4.2023