Υπέρμαχος της συνθετικής σκέψης, αντί της αναλυτικής, βρήκε στην Κύπρο με τον «Ποιητή» το κλειδί για την πρακτική εφαρμογή των θεωριών του για την ύλη, τον χώρο και τον χρόνο, τις οποίες εφαρμόζει μέχρι σήμερα. Με τη δουλειά του εστιάζει πάντοτε στο ουσιώδες και στην πολιτισμική στιγμή του παρόντος, μόνο μέσω της οποίας μπορεί κανείς να γίνει διαχρονικός.
– Γιατί είπατε ότι η μετακίνηση του «Ποιητή» θα είναι η σωτηρία του; Δεν είχα ξανακάνει προηγουμένως έργο τέτοιου μεγέθους και με το υλικό αυτό. Τότε ψάχναμε ακόμη την τεχνολογία και μιλάμε για ένα γλυπτό ύψους έξι μέτρων πάνω στο οποίο θα τοποθετούνταν γυαλί βάρους άνω των δέκα τόνων. Υπήρχαν και τεχνικά θέματα, χρησιμοποίησα κάποιες κόλλες που δεν ήταν κατάλληλες και στο μεταξύ τα χρόνια πέρασαν, ο σκελετός δεν είχε προστατευθεί, είχε μείνει έξω εκτεθειμένο στα στοιχεία της φύσης για 35 χρόνια. Αν έμενε ακόμη λίγο, θα χανόταν. Τώρα πήραμε τον σκελετό, τον περιποιηθήκαμε, τον ενισχύσαμε, κάναμε αμμοβολή, τον βάψαμε κατάλληλα και βάλαμε άλλου είδους κόλλες.
– Θα είναι πλέον ένα νέο έργο; Θα είναι το ίδιο έργο, αλλά φτιαγμένο πλέον με την πείρα 35 ετών και με τη χρήση επικαιροποιημένης τεχνολογίας. Η σιγουριά και η δράση στο στήσιμο του έργου είναι διαφορετική. Το αποτέλεσμα, όχι. Ο κόσμος θα βλέπει το ίδιο έργο, αλλά καινούριο, με καινούριο γυαλί.
– Σε δέκα χρόνια πώς θα είναι; Όπως όλα τα πράγματα, τα γλυπτά θέλουν συντήρηση. Πρέπει να πλένεται μια φορά τον χρόνο με ειδική διαδικασία που έχω γνωστοποιήσει στον Δήμο. Μπαίνει ένα σπρέι το οποίο μετά ξεπλένεται με νερό. Προηγουμένως δεν είχε πλυθεί ποτέ. Είχε πάνω του 35 ετών σκόνη. Πολλοί μάλιστα μου είπαν ότι τους άρεσε έτσι, ταλαιπωρημένο, με τη φθορά του χρόνου εμφανή.

– Ποια είναι η σημασία αυτού του έργου για σας; Ήταν το πιο σημαντικό ορόσημο στην πορεία μου, αφού ακολούθησαν μια σειρά από δημόσια έργα όπως ο «Δρομέας» και άλλα ανά τον κόσμο. Μέχρι σήμερα εξακολουθώ να κάνω έργα με την ίδια τεχνοτροπία. Όμως, δεν είναι σημαντικό μόνο για μένα. Δημιουργήθηκε το 1983 σε μια ιστορική στιγμή ιδιαίτερα φορτισμένη πολιτικά για την Κύπρο και ξαφνικά απέκτησε μεγάλη σημασία για τη σύγχρονη τέχνη στην Ελλάδα και το εξωτερικό, άρχισε να δημοσιεύεται παντού. Αναφέρονταν σ’ αυτό ιστορικοί τέχνης, ενώ ουσιαστικά στην Κύπρο είχε εξαφανιστεί. Ερχόντουσαν ξένοι, το έψαχναν και μου τηλεφωνούσαν να τους εξηγήσω πού είναι.
– Πιστεύετε ότι στην Κύπρο δεν απέκτησε ανάλογη σημασία; Απέκτησε κι αυτό το κατάλαβα φέτος. Υπήρχε εδώ μια μόνιμη συζήτηση για το μέλλον του. Αν πρέπει να σωθεί και πώς, αν θα μετακινηθεί ή όχι. Εγώ ήμουν πάντα διαθέσιμος. Όμως, δεν άσκησα ποτέ καμία πίεση. Είναι αρχή μου ότι πρέπει η ίδια η κοινότητα, η τοπική κοινωνία να αποφασίζει πώς την εκφράζει κάτι και πού το τοποθετεί. Αυτό είναι μια επαλήθευση της πραγματικότητας του έργου. Δεν να πας με το ζόρι να εγκαταστήσεις ένα έργο σε μια πόλη. Πρέπει η πόλη να αποφασίσει.
– Και η πόλη αποφάσισε… Αρχικά με πήραν τηλέφωνο από το γραφείο της Ζάχα Χαντίντ για να μπει στη νέα Πλατεία Ελευθερίας. Την ίδια περίοδο, συμπτωματικά και χωρίς να συνεννοηθούν μεταξύ τους, μου τηλεφώνησε κι ο δήμαρχος για να μου πει το ίδιο. Στη συνέχεια η Χαντίντ πέθανε, αλλά η ιδέα είχε ωριμάσει. Εγώ απλώς πρότεινα αντί να μπει μέσα στην Πλατεία να τοποθετηθεί πάνω στον προμαχώνα του δημαρχείου, στα ενετικά τείχη, για να παίζει έτσι κι έναν συνδετικό ρόλο μεταξύ παλιού και νέου.
– Αποκτώντας καινούρια ζωή, αλλάζει ο συμβολισμός του; Το έργο αυτό είναι μια παραγωγή και μια πολιτισμική πρόταση της ίδιας της κοινωνίας της Κύπρου που διατυπώθηκε στη διεθνή κοινότητα το 1983. Η αξία αυτής της πρότασης επαληθεύεται σήμερα. Η σελίδα γυρίζει, το ίδιο το γεγονός εκείνης της πρότασης αποκτά μια μνημειακότητα, φέρει το βάρος της μνήμης στην πλάτη. Το έργο έχει πλέον μια ιστορία. Το ίδιο συνέβη με τον «Δρομέα». Θαρρείς και η μοίρα των έργων αυτών είναι βίαιη. Υπάρχει μια βία σ’ αυτές τις μετακινήσεις, τις συζητήσεις, τις αντιπαραθέσεις. Μια αίσθηση βίας κυριαρχούσε στην ατμόσφαιρα κι όταν τον έφτιαχνα, στη σκιά της ίδρυσης του ψευδοκράτους. Ο «Ποιητής» γεννήθηκε σε μια περίοδο έντασης, απορρόφησε το κλίμα και το μεταφέρει στον χρόνο.
– Πώς καταλήξατε στην ιδέα αυτού του έργου; Την περίοδο εκείνη είχα συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να ξαναβρούμε μια ισορροπία μεταξύ χώρου και χρόνου. Είχα ήδη ξεκινήσει μια έρευνα πάνω στην ανάλυση της χωροχρονικής υπόστασης. Σκεφτόμουν ότι η διόγκωση της έννοιας του χρόνου χρονικοποίησε τον χώρο. Η σημασία του χώρου μειώθηκε και διογκώθηκε η σημασία της ταχύτητας στη ζωή μας. Έτσι, επιχείρησα να διογκώσω τη σημασία του χώρου. Άρχισα να δουλεύω με διαφανή υλικά σε μια απόπειρα να βρω την ισορροπία. Πίστευα ότι η αναλυτική σκέψη έπρεπε να αντικατασταθεί από τη συνθετική. Και η ποίηση είναι για μένα ο ορισμός της συνθετικής σκέψης.
– Ποια χαρακτηριστικά του ποιητή θέλατε να «εγκλωβίσετε» μέσα στο έργο; Άρχισα να καταγράφω σ’ ένα χαρτί τα χαρακτηριστικά του ποιητή. Τι είναι ο ποιητής; Εύθραυστος. Αιχμηρός. Εκρηκτικός. Διαφανής. Αυτοκτονικός. Στη συνέχεια αναρωτήθηκα ποιο υλικό περιέχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά. Η απάντηση ήρθε αυτόματα. Όταν πήρα ένα κομμάτι γυαλί στα χέρια και το έβαλα πάνω σ’ ένα άλλο, συνειδητοποίησα ότι αυτή ήταν μια κίνηση που περιλάμβανε και τη θεωρητική πλευρά της δουλειάς μου. Ένα κομμάτι γυαλί, ουσιαστικά είναι ένα κομμάτι χώρου, ένα κοντέινερ χώρου. Αφήνει το φως να περνά, είναι διάφανο, σαν να μεταφέρεις το κενό. Η τοποθέτηση ενός κομματιού πάνω στο άλλο δίνει τη διάσταση του χρόνου. Είναι δηλαδή κομμάτια χώρου που συντίθενται στον χρόνο. Ο «Ποιητής», λοιπόν, εμπεριέχει την απώτατη συνθετική δύναμη: την ισορροπία χώρου και χρόνου. Ήταν μια ιδέα που περίκλειε όσα έψαχνα χρόνια πριν κι ας ήμουν τότε μόλις 28 ετών.
– Αισθητικά, εξακολουθεί να σας εκφράζει; Δεν υπάρχει κατάλογος που έχω κάνει και να μην βρίσκεται το έργο αυτό μέσα. Δεν είναι μόνο συναισθηματικοί οι λόγοι. Είναι το κλειδί με το οποίο ανακάλυψα ότι όλα όσα θεωρητικά σκεφτόμουν ήταν εφικτό να γίνουν. Μέχρι τότε τα έργα μου ήταν επεξηγηματικά, περιέγραφαν και ανέλυαν το πρόβλημα εννοιολογικά. Πλέον όμως οι θεωρίες μου είχαν βρει την απόδειξή τους, αλλά ήταν και μια απόδειξη καταρχήν στον εαυτό μου. Βρήκα τη βάση πάνω στην οποία μπορούσα πλέον να εξελίξω τη δουλειά μου.

– Δηλαδή, σήμερα πώς θα τον κάνατε και τι θα συμβόλιζε; Σήμερα θα έκανα άλλο έργο. Όμως και ο «Δρομέας» στις μέρες μας παίζει άλλο ρόλο. Σαν να μας λέει «κουράγιο παιδιά, προχωράμε». Τα έργα ακουμπάνε στο κοινωνικό υποσυνείδητο. Πρόσφατα στην Ντοκουμέντα του Κάσελ έφτιαξα όλες τις σημαίες της ΕΕ από γυαλί, στη συνέχεια τις έκανα θρύψαλα και τις σκόρπισα στο δωμάτιο. Εμένα πάντοτε μ’ ενδιέφερε η τρέχουσα, η ζώσα επικαιρότητα. Η πολιτισμική στιγμή του παρόντος. Ειδικά στην Ελλάδα έχουμε το ελάττωμα να ζούμε ή στο παρελθόν ή στο μέλλον. Ποτέ στο παρόν. Σαν να μην έχουμε συνείδηση του παρόντος χρόνου. Όμως, διαχρονικός γίνεσαι όταν καταφέρεις να ταυτιστείς με τον πραγματικό χρόνο, να γίνεις μέρος του. Διότι όταν κοιτάς πίσω ερμηνεύεις γεγονότα που ήδη έγιναν κι όταν κοιτάς μπροστά εκτιμάς πράγματα που δεν έχουν γίνει. Και συνήθως κάνεις λάθος.
– Ο κατακερματισμός των σημαιών στο Κάσελ υποδηλώνει μια κριτική απέναντι στην ευρωπαϊκή κατάσταση; Το έργο ήταν μια δήλωση προς τα διευθυντήρια της ΕΕ ότι τους εμπιστευτήκαμε τις σημαίες μας, την κυριαρχία του κράτους μας, κι αυτές τους έπεσαν και σπάσανε. Ζούμε τραγικές στιγμές που δημιουργήθηκαν από λάθη που έγιναν διαχρονικά στην ευρωπαϊκή κοινότητα. Κι αν δεν τα συνειδητοποιήσουν γρήγορα και δεν κάνουν έγκαιρα κινήσεις, θα έχουμε κακό τέλος στην Ευρώπη. Τα πράγματα οδηγούνται σε μια συρρίκνωση και μια εκρηκτικότητα που είναι πολύ επικίνδυνη.
– Κι έχει και παρελθόν η ήπειρος… Τα κράτη της Ευρώπης είναι τα πιο βίαια του πλανήτη. Είναι όλα χτισμένα με αίμα, κυρίως άλλων λαών. Εμείς πιστέψαμε στις αξίες και τις προσδοκίες που δομήσαμε με το όνειρο της ενωμένης Ευρώπης, αλλά δεν είχαμε καταλάβει πόσο ευάλωτο και εύθραυστο ήταν. Με απρόσεχτες κινήσεις κι από τα κράτη του νότου και τα κράτη του βορρά δημιουργήθηκε μια ένωση που αντί να λειτουργήσει συνθετικά, όπως λέγαμε προηγουμένως, αντί να αξιοποιήσει τη διαφορετικότητα όπως ευαγγελιζόταν, λειτούργησε αναλυτικά αναζητώντας το «αντικειμενικά σωστό». Ανέλυε ένα θέμα, έβρισκε μια λύση και μετά προσπαθούσε να την εφαρμόσει στην πραγματικότητα. Κι εκεί ήταν η καταστροφή. Όμως κι όσα έπραξε ο Χίτλερ ήταν για τον ίδιο αντικειμενικά σωστά.
– Μιλάτε, δηλαδή, για έναν τοξικό ορθολογισμό; Ακριβώς. Έναν τοξικό δογματικό ορθολογισμό που αναλύει ένα ζήτημα, αποφασίζει τον χειρισμό του στις Βρυξέλλες και προσπαθεί να το εφαρμόσει σε όλη την επικράτεια π.χ. στην Καλαβρία που έχουν την Ντράγκετα ή στην Κρήτη.

– Ποιο ρόλο έχει παίξει το μεταναστευτικό στην πορεία που έχει πάρει η κατάσταση στην Ευρώπη; Ήταν απλώς η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Το 2008 δεν υπήρχε η μεταναστευτική κρίση. Μόνο η Λαμπεντούζα είχε πρόβλημα. Το μεταναστευτικό είναι ένα πρόβλημα που γεννήθηκε από το κυνήγι αυτό του «αντικειμενικά σωστού» από την κεντρική Ευρώπη και τις πολιτικές τους που αποσταθεροποίησαν τη Λιβύη, την Αίγυπτο, όλη τη βόρεια Αφρική κι έριξαν λάδι στη φωτιά στην ήδη αποσταθεροποιημένη Μέση Ανατολή. Κι από κοντά οι Αμερικανοί σιγοντάρανε. Η ευθύνη για όλα αυτά είναι διαχρονική κι έχει ρίζες στο παρελθόν. Αν την ώρα που τους καταληστεύαμε τις πρώτες ύλες, τούς δίναμε κι ένα χέρι να αναπτυχθούν σωστά, ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Όμως τους προτιμούσαμε όχι απλά υπόδουλους, αλλά εξαθλιωμένους. Και τώρα κλαιγόμαστε για τους «άγριους» που μας αναστατώνουν.
– Ποιος αισθάνεστε ότι είναι ο ρόλος του καλλιτέχνη απέναντι στα προβλήματα της εποχής; Από πλευράς μου, λέω την αλήθεια μου με τις εκθέσεις και τα έργα μου. Στην προσωπική μου κοσμοθεωρία, η αλήθεια είναι πάντοτε μια άλλη. «La verità è sempre un’altra» ήταν και ο τίτλος ενός έργου που είχα κάνει το 1980 κι έδωσε τον τίτλο στην πρόσφατη ομαδική έκθεση έργων της συλλογής του ΕΜΣΤ που παρουσιάστηκε στην Εθνική Πινακοθήκη Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης της Ρώμης.
– Πώς το εννοείτε αυτό; Δεν υπάρχει μία αλήθεια. Είναι η διαδικασία του ψαξίματος της αλήθειας που τελικά είναι η αλήθεια. Είχα από τότε ψιλιαστεί το πρόβλημα της αναλυτικής σκέψης. Δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια. Οι προτεστάντες όμως έχουν πάντα αυτό το πρόβλημα: αναλύουν την πραγματικότητα, καταλήγουν σε κάτι που θεωρούν σωστό και μετά πρέπει πάση θυσία να το εφαρμόσουν. Έτσι έκαναν και στην περίπτωση της Κύπρου με το κούρεμα το 2013. Αυτό που συνέβη ήταν συγκλονιστικό, βίαιο, σχεδόν εγκληματικό.
– Υπάρχει ακόμη ένα δημόσιο έργο σας στην Κύπρο, η «Ανέλιξη ΙΙ» που κάνατε το 1995 για το κτήριο της πρώην Λαϊκής Τράπεζας, στην είσοδο της Λευκωσίας. Σκεφτήκατε ποτέ ποια θα είναι η μοίρα του; Στην πορεία και ειδικά μετά τις εξελίξεις στην οικονομία, απέκτησε κι αυτό ένα ιδιαίτερο ιστορικό βάρος. Κάποια στιγμή όταν φαλίρισε η τράπεζα με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν ότι σκέφτονται να το βγάλουν σε δημοπρασία, να το πουλήσουν. Πρόκειται όμως για έργο in situ. Δεν μπορεί να πάει αλλού.
– Παρόλα αυτά, δεν είχε τύχει μέχρι σήμερα να κάνετε μια ατομική έκθεση στην Κύπρο… Είμαι πολύ χαρούμενος για την έκθεση αυτή διότι θα αντιμετωπίσω επιτέλους το κοινό της Κύπρου από κοντά, σε προσωπικό επίπεδο. Είναι ένα κοινό που δεν έτυχε να το πλησιάσω ποτέ με τον τρόπο αυτό. Κι ας έχω ένα σωρό φίλους εδώ. Μ’ ενδιαφέρει η αντίδρασή τους απέναντι στα έργα μου, γι’ αυτό έχω φέρει κομμάτια πρόσφατα αλλά και παλιότερα μέχρι κι από τη δεκαετία του ’90.
– Λειτουργείτε διαφορετικά όταν προτείνετε ένα ιδιωτικό κι ένα δημόσιο έργο; Εντελώς. Στις γκαλερί δείχνω έργα πιο πειραματικά, χρησιμοποιώ κάθε ατομική έκθεση σαν ένα εργαστήρι. Παρουσιάζω έργα σε πιο μικρή κλίμακα, πιο ευέλικτα, ιδέες σε εξέλιξη.
– Για ποιον λόγο έχετε πει ότι η δημιουργία αντιπαλεύει με τον φόβο; Μπαίνοντας στη δημιουργική διαδικασία είναι σαν να εισέρχεσαι σε μια άλλη διάσταση. Σε terra incognita. Εκεί ελέγχεις εν μέρει μόνο τα πράγματα. Πριν μπεις έχεις να παλέψεις με τον φόβο, που σε κρατάει για να μην χαθείς στο άγνωστο. Εισέρχεσαι σε άγνωστα νερά, σε επικίνδυνη ζώνη. Είναι άλλο πράγμα η διακόσμηση κι η ψυχαγωγία κι άλλο η δημιουργία, που είναι μια πράξη που έχει σχέση με τη ζωή σου. Ταυτίζεσαι με τον παρόντα χρόνο και βρίσκεσαι συνεχώς στην κόψη του ξυραφιού.

– Πότε σκεφτήκατε ότι η τέχνη ήταν ο προορισμός σας; Ξεκίνησα πολύ νωρίς. Από μικρό παιδί ήμουν αυτό που λένε «φυσικό ταλέντο». Είχα μια ευχέρεια στη ζωγραφική, έπαιρνα ένα μολύβι, χρώματα και ζωγράφιζα. Είχα γενικότερα ευχέρεια και στη μουσική, τη δημιουργία. Αυτό ήταν και το καταφύγιό μου. Λέγανε «ο Κωστάκης δεν διαβάζει, αλλά έχει ταλέντο». Κι έτσι τη γλίτωνα.
– Σας βοήθησε η οικογένειά σας να ακολουθήσετε αυτόν τον δρόμο; Δεν με εμπόδισε. Δεν μπορώ να πω ότι με βοήθησε γιατί δεν είχε τις οικονομικές δυνατότητες. Ο πατέρας μου δούλευε στην τράπεζα. Γυρίζαμε την Ελλάδα γιατί έπαιρνε μεταθέσεις. Εγώ χρειάστηκε να βασιστώ στις δικές μου δυνάμεις, ήμουν αρκετά δυναμικός, δούλευα και ακολούθησα τον δρόμο μου. Αρχικά, προσπάθησα να κάνω αρχιτεκτονική, αλλά τα παράτησα. Στη συνέχεια, μόλις κατάλαβα τι σημαίνει να είσαι καλλιτέχνης, φοβήθηκα.
-Τι φοβηθήκατε, δηλαδή; Για να κάνεις σοβαρά αυτό το πράγμα πρέπει να είσαι πεζοναύτης κι εγώ είμαι λίγο τεμπέλης. Αν θέλεις να το κάνεις σοβαρά, πρέπει να έχεις καλή υγεία, αντοχές, να αφοσιωθείς πλήρως. Η δημιουργική διαδικασία είναι ένα πράγμα που σου καταλαμβάνει όλη τη ζωή. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο. Εμένα όμως μου άρεσε πάντα κι η ζωή.
-Ποιο είναι το όνειρό σας από εδώ και πέρα; Το όνειρό μου είναι να σταματήσω να κάνω τον καλλιτέχνη. Ίσως όταν μεγαλώσω να το καταφέρω (γέλια). Δεν αντέχω άλλο, διότι αγαπώ πολύ τη ζωή. Κι εννοώ την απλή ζωή. Αυτή που έχεις τον χρόνο και τη ξεγνοιασιά να μυρίσεις ένα λουλούδι, ν’ αγαπήσεις, να ερωτευτείς, να έχεις κοινωνική ζωή. Όταν είσαι καλλιτέχνης πρέπει να είσαι πεζοναύτης. Βασικά, εγώ τώρα είμαι γεροντοπεζοναύτης (γέλια).
INFO: Η ατομική έκθεση του Κώστα Βαρώτσου παρουσιάζεται στην Alpha C.K. Art Gallery (22751326) μέχρι τις 22 Δεκεμβρίου