Με αφορμή την παράσταση «Λωξάντρα», που παίζεται στο θέατρο Βεάκη στην Αθήνα όπου ερμηνεύει τον ομώνυμο ρόλο, και την τηλεοπτική σειρά «Μην Αρχίζεις τη Μουρμούρα» στον Alpha, η αγαπημένη ηθοποιός αυτοσυστήνεται μέσα από το γνώριμο παιχνίδι μονολεκτικών ερεθισμάτων-ερωτήσεων και αυθόρμητων συνειρμικών απαντήσεων.

Αφοπλίζομαι: «Όταν έρχομαι αντιμέτωπη με τη βία. Είτε είναι λεκτική είτε είναι σωματική. Κυριολεκτικά αφοπλίζομαι. Μένω στήλη άλατος. Παγώνω. Δεν μπορώ να αντιδράσω. Μεγάλωσα με τέτοιο τρόπο που μου είναι αδύνατον να αντιδράσω απέναντι σε φαινόμενα βίας».

Βεβαιότητες: «Λόγω ηλικίας έχω κάποιες βεβαιότητες πια, όσον αφορά εμένα την ίδια. Αλλά ως προς τη ζωή, τίποτα δεν είναι βέβαιο. Εν οίδα ότι ουδέν οίδα».

Γεννήθηκα: «Στο μαιευτήριο “Έλενα”, στην Αθήνα, 31 Δεκεμβρίου, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Η Αθήνα γιόρταζε την έλευση του νέου χρόνου. Πυροτεχνήματα στον ουρανό, κανονιοβολισμοί στον Λόφο του Λυκαβηττού και οι γονείς μου είχαν έναν επιπλέον λόγο να γιορτάζουν. Η δε μητέρα μου ζούσε τη μεγαλύτερη ευτυχία, σαν να υποδέχθηκαν όλοι την έλευση της κόρης της».

Δουλειά: «Ξέρω ότι η δουλειά μας είναι απαξιωμένη από την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, καθώς οι περισσότεροι θεωρούν ότι ο ηθοποιός μαθαίνει απλώς κάτι λόγια και τα λέει. Δεν γνωρίζουν πόσοι μήνες προβών χρειάζονται για να μπορέσει να στηθεί και να λειτουργήσει μία παράσταση. Δεν φαντάζονται την ανασφάλεια αυτού του επαγγέλματος, όταν ανά τέσσερις ή έξι μήνες ψάχνεις για δουλειά. Αυτό, όμως, που με ανησυχεί και με πληγώνει είναι ότι η πολιτεία δεν έχει τη θέληση να δημιουργήσει θεσμούς-φυτώρια μέσα από τα οποία θα αναδειχθούν “κήποι” καλλιτεχνικοί».

Ερωτας: «Είναι παρών στη ζωή μου σε όλες του τις μορφές, είτε αφορά σε έναν άνθρωπο, είτε αφορά στη φύση, σε ένα λουλούδι, στα ζώα. Πάντα νιώθω έρωτα μέσα μου. Δεν έχει μειωθεί καθόλου παρά την πάροδο του χρόνου. Θεωρώ ότι όλοι μας χρειάζεται να συντηρούμε μέσα μας με μεγάλη φροντίδα τον έρωτα για τη ζωή. Ο έρωτας μας κρατά νέους, με την έννοια ότι διατηρεί και συντηρεί την περιέργειά μας για τη ζωή».

Ζαβολιάζω: «Όταν πρωτοδιάβασα τον ρόλο της Βούλας στο “Μην Αρχίζεις τη Μουρμούρα”, αυτό που με τράβηξε ήταν οι ζαβολιές που κάνει συνεχώς αυτή η γυναίκα. Το μυαλό μου πήγε αμέσως στη Μικρή Λουλού, που διάβαζα όταν ήμουνα μικρή στη “Διάπλαση των παίδων”, αλλά και στη Μαφάλντα. Μου αρέσουν οι ζαβολιές με τις οποίες εκφράζω την παιδικότητα που διατηρώ άσβεστη μέσα μου. Αυτή η παιδικότητα είναι η κινητήριος δύναμη στη ζωή μου και κυρίως στους ρόλους μου. Όταν αναλαμβάνω έναν ρόλο, τον αντιμετωπίζω όπως ένα παιδί που συνεχώς κάνει ερωτήσεις για τα πάντα».
 
Ημουν: «Ένας ηθοποιός που διαρκώς αναζητούσε να δουλέψει με ανθρώπους από τους οποίους θα μάθαινε πράγματα. Γι’ αυτό και επέλεξα -και ήμουν τυχερή που με επέλεξαν και αυτοί, βέβαια- σκηνοθέτες/δασκάλους, όπως τον Βασίλη Παπαβασιλείου και τον Λευτέρη Βογιατζή, οι οποίοι με δίδαξαν πώς να ζω με την τέχνη μου, πώς να προχωράω ως καλλιτέχνις. Στην παρούσα φάση της ζωής μου, έχω πια την ανάγκη να μιλήσω εγώ για κάποια πράγματα της τέχνης μου, καταρχάς σε εμένα την ίδια αλλά και στους συναδέλφους-συνοδοιπόρους μου. Γιατί μεγαλώνοντας, η ίδια η ζωή επιβάλλει να πάρει η επόμενη γενιά τη σκυτάλη και να μιλήσει πλέον αυτή για την τέχνη της στους νεότερους».

Θέλω: «Να είμαι υγιής. Θέλω να μην ταλαιπωρηθούν οι δικοί μου άνθρωποι. Θέλω πάντα δίπλα μου τους φίλους μου. Και θέλω να μη χάσω ποτέ την ικανότητά μου να αγαπώ».
 
Ιθάκη: «Έχω την εντύπωση ότι δεν υπάρχει η Ιθάκη για κανέναν άνθρωπο. Τουλάχιστον για εμένα δεν υπάρχει. Εννοώ ότι μέχρι και την τελευταία μου στιγμή πάνω σε αυτή τη γη θα την αναζητώ».

Κενό: «Όταν είμαι για πολύ καιρό μακριά από τη φύση, νιώθω το κενό μέσα μου. Νιώθω σαν να αδειάζουν οι μπαταρίες μου. Σαν να σβήνω. Σαν να με εγκαταλείπουν η σωματική και η ψυχική μου δύναμη. Οπότε, ανά τακτά διαστήματα πρέπει να βρίσκομαι στη φύση για να ανατροφοδοτούμαι. Συγκεκριμένα, επισκέπτομαι το χωριό της γιαγιάς μου στην Αρκαδία, τις Αραχαμίτες. Εκεί είναι πέτρινα τα βουνά, θηρία ολόκληρα. Πας εξαντλημένος και επιστρέφεις τούρμπο. (γελάει) Επίσης, έχουμε ένα σπίτι στη Βόρεια Εύβοια, στα Γιάλτρα, όπου εκεί είναι πολύ πιο γλυκό και ήρεμο το τοπίο και το επισκέπτομαι τα καλοκαίρια. Πρέπει, λοιπόν, να βρίσκομαι συχνά-πυκνά στη φύση, διαφορετικά με κατακλύζει ένα απίστευτο κενό, όχι μόνο ενεργειακό, αλλά και πνευματικό, συναισθηματικό, υπαρξιακό».
 
«Λωξάντρα»: «Τον έχω αγαπήσει πολύ αυτόν τον ρόλο. Είναι φυσικά η δική μου Λωξάντρα –ο καθένας ερμηνεύει έναν ρόλο σύμφωνα με τη δική του τη ζωή. Για μένα η Λωξάντρα είναι η γιαγιά μου, οι ισχυρές γυναίκες που γνώρισα στο χωριό στην παιδική μου ηλικία. Αυτές οι γυναίκες ορίζανε το σπίτι τους, ορίζανε το φαγητό που έδινε ζωή στα παιδιά τους, ορίζανε την οικογένεια σε όλες τις δύσκολες στιγμές της. Η γιαγιά μου στην Κατοχή πήρε τα τέσσερα κορίτσια της από την Αθήνα και έφυγε για το χωριό, για να μπορέσει να τα θρέψει, για να τα σώσει από την πείνα. Και κάθε τόσο ερχόταν στην Αθήνα, για να φέρει φαγητό στον άντρα της που είχε μείνει πίσω, στην πόλη. Διέσχιζε την ελληνική επαρχία με μεγάλο κίνδυνο για τη ζωή της. Κάποιες φορές της ανοίγανε οι Γερμανοί στρατιώτες τη βαλίτσα με τα φαγητά και την πετάγανε από το τρένο. Και ερχόταν με άδεια χέρια στην Αθήνα. Η Λωξάντρα είναι όλες αυτές οι μνήμες. Είναι μια Παναγιά. Είναι μια γυναίκα που αγαπά πολύ την οικογένειά της, αλλά και όλον τον κόσμο, και στον κίνδυνο βάζει πάντα μπροστά τον εαυτό της. Η Λωξάντρα λέει: “Ο εαυτός ο δικός μου οι άνθρωποί μου είναι”».
 
Μητρότητα: «Ήθελα πολύ να γίνω μητέρα, το προσπάθησα, αλλά τελικά δεν προέκυψε. Η μητρότητα είναι ένα θαύμα της φύσης είτε το δεις σε έναν άνθρωπο -πώς θηλάζει η μητέρα το παιδί της, είτε το δεις στα ζώα. Εμένα πάντα με συγκινούσε η μητρότητα. Θυμάμαι μια σκηνή με μια σκύλα που θήλαζε ταυτόχρονα τα τέσσερα σκυλιά της και τρία γατάκια που τα είχε παρατήσει η μάνα τους. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτή την εικόνα. Είναι η εικόνα της απόλυτης μητρότητας. Παρατηρήστε μια γυναίκα που μόλις έχει γεννήσει. Έχει αυτό το εσωτερικό φως να αναβλύζει από μέσα της. Έχει δώσει ζωή σε ένα νέο πλάσμα. Δεν υπάρχει πιο μαγικό και συγκλονιστικό πράγμα στη φύση από τη μητρότητα. Η μητέρα είναι ένας θεός».

 
Νύχτα: «Είμαι άνθρωπος της ημέρας και όχι της νύχτας. Παρόλο που ξενυχτάω λόγω δουλειάς, λειτουργώ καλύτερα την ημέρα. Τη νύχτα την έζησα και ως τραγουδίστρια σε ρεμπετάδικα, σε μουσικές σκηνές και δεν μου πήγαινε. Γιατί εκεί με έπαιρνε το πρωί μέχρι να κοιμηθώ και μου ήταν πολύ δύσκολο. Προτιμώ το φως της ημέρας και τον ήλιο. Μου δίνει ενέργεια και δύναμη».

Ξεκουράζομαι: «Μιλώντας με τους φίλους μου, μιλώντας στη γάτα μου και παίζοντας μαζί της μπάλα. Ξεκουράζομαι όταν ακούσω μία πολύ ωραία μουσική και όταν αναπολώ την παιδική μου ηλικία».

Όνειρα: «Κατά την παιδική και εφηβική μου ηλικία έβλεπα σχεδόν κάθε ένα πολύ συγκεκριμένο όνειρο. Έβλεπα ότι είμαι στη θάλασσα και κολυμπώ μαζί με άλλες γυναίκες, που έχουν τα μαλλιά τους μαζεμένα σε σκούφιες θαλάσσης. Κι εκεί που μιλάμε, σχηματίζεται μια ρουφήχτρα και με τραβάει προς τα κάτω στον βυθό της θάλασσας –μόνον εμένα. Αυτό το όνειρο το έβλεπα για πάρα πολλά χρονιά και ξυπνούσα αμέσως. Αφού έχω σκεφτεί ότι αν όντως έχουμε ζήσει προηγούμενες ζωές, σε κάποια από αυτές θα πρέπει να είχα πνιγεί. Πολύ τρομακτικό όνειρο».

Παιδική ηλικία: «Τη θυμάμαι να έχει πολλή χαρά και πολλή αγάπη, αλλά ταυτόχρονα θυμάμαι να τη βιώνω πολύ βασανιστικά εσωτερικά. Ήμουν ένα πολύ βασανισμένο παιδί. Ένιωθα ότι ο κόσμος δεν με θέλει. Ότι η ίδια η ζωή δεν με θέλει. Παρότι λάμβανα πολλή αγάπη από τους δικούς μου, δεν μου ήταν αρκετή. Πλέον, ξέρω ότι ήταν η καλλιτεχνική μου φύση που μου δημιουργούσε αυτό το πνιγηρό συναίσθημα. Οι γονείς μου δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι εγώ ήμουν ένα διαφορετικό παιδί, με ιδιαίτερες ευαισθησίες. Όλο αυτό μου δημιουργούσε ένα τρομερό βάσανο μέσα μου. Ένιωθα ότι είμαι το πιο άσχημο παιδί του κόσμου και ότι δεν με θέλει κανείς. Θυμάστε το παιδικό τραγουδάκι: “Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει, γιατί δεν την παίζουνε οι φιλενάδες της”; Ε, ήταν η απόλυτη ταύτιση. Καθόμουν μόνη μου στην τάξη και δεν έβγαινα να παίξω με τα υπόλοιπα παιδιά. Ζούσα μεγάλα δράματα μέσα μου στην παιδική μου ηλικία και μου πήρε πολύ χρόνο για να μπορέσω να τα αποτινάξω από πάνω μου».

Ρίζες: «Η δύναμή μου είναι οι ρίζες μου. Αυτές είναι η γιαγιά μου από την Αρκαδία και ο παππούς από το Πήλιο. Αλλά επειδή είμαι γυναίκα, η γιαγιά μου είναι αυτή που με καθόρισε και με επηρέασε. Στο χωριό, στις Αραχαμίτες, πήγαινα κάθε καλοκαίρι με την οικογένειά μου. Μεγάλωσα με τα παιδιά και τους ανθρώπους του χωριού. Αυτοί οι άνθρωποι με έμαθαν τι είναι πραγματικά η ζωή, χωρίς τις φιοριτούρες που έχουμε στην πόλη. Γι’ αυτό, στο χωριό καταφεύγω πάντα, εκεί βρίσκεται η δύναμή μου και από εκεί αντλώ πάντα όταν έχω να παίξω ρόλους».

Σιωπώ: «Απέναντι στη βλακεία. Αλλά σιωπώ -με δέος- και απέναντι στην ιδιοφυΐα. Νιώθω πολύ λίγη, πολύ ταπεινή μπροστά της».

Τηλεόραση: «Έχω κάνει λίγα πράγματα στην τηλεόραση, αλλά με καλούς σκηνοθέτες. Η “Μουρμούρα” μου έδωσε το δώρο να δημιουργήσω μια σχέση με πολύ κόσμο. Γιατί η τηλεόραση είναι ένα μέσο που φτάνει παντού, σε όλη την Ελλάδα, αλλά και σε όλον τον κόσμο, όπου υπάρχει απόδημος Ελληνισμός. Αυτό είναι ένα αναπάντεχο δώρο. Δεν είναι θέμα αναγνωρισιμότητας, αλλά το ότι συνδέεσαι και μοιράζεσαι κάτι με τόσον κόσμο. Στο θέατρο απευθύνεσαι κάθε φορά σε συγκεκριμένους θεατές, αυτούς που έρχονται να σε δουν. Με την τηλεόραση μπαίνεις στα σπίτια δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων κάθε φορά. Γίνομαι δικός τους άνθρωπος, όπως γίνονται και αυτοί δικοί μου. Μακάρι να μπορέσουμε να κάνουμε μια περιοδεία με τη “Λωξάντρα”, μετά τις παραστάσεις στην Αθήνα, για να μπορέσω να συναντήσω και από κοντά όλον αυτόν τον κόσμο».

Υπνος: «Μέχρι πρόσφατα, τον ύπνο τον αντιμετώπιζα ως χαμένο χρόνο. Είχα πάμπολλα πράγματα να κάνω μέσα στην ημέρα και δεν ήθελα να κοιμάμαι καθόλου για να μη χάσω το παραμικρό. Τώρα τελευταία, ε, έχω αρχίσει να κουράζομαι. Και μπορώ να πω ότι μου λείπει ο ύπνος, μου είναι αναγκαίος. Γιατί μέσα στον ύπνο μου, επεξεργάζομαι πράγματα που έζησα μες την ημέρα».

Φοβάμαι: «Τη βία. Τον χαμό των ανθρώπων μου. Μην πέσω ξαφνικά και καθηλωθώ και δεν μπορώ να εργαστώ».

Χρόνος: «Δεν μου φτάνει ο χρόνος! Νιώθω τη ζωή να φεύγει, να κυλά σαν το ποτάμι γρήγορα και να μην την προλαβαίνω. Σκέφτομαι συχνά ότι θα φύγω από αυτή τη ζωή και θα έχω ζήσει το ένα εκατομμυριοστό από αυτό που θα μπορούσα να έχω ζήσει».

Ψιμύθια: «Μεγάλωσα σε μία οικογένεια όπου οι γυναίκες ήταν πολύ απλές. Η μητέρα μου ήταν και είναι πάρα πολύ όμορφη, με μια φινέτσα πριγκιπική, όπως την έλεγα πάντα, χωρίς να κάνει ποτέ κάτι ιδιαίτερο πάνω της. Έβαζε ένα κραγιόν και αυτό ήταν. Εγώ είμαι διαφορετική. Δεν έχω αυτή τη γαλήνη, την ησυχία στην αύρα μου, όπως οι γυναίκες στην οικογένειά μου. Είμαι άνθρωπος που θα βαφτώ πιο πολύ, θα φορέσω μεγάλο δαχτυλίδι, μεγάλο βραχιόλι. Είμαι έντονη. Όμως, επειδή με έχει επηρεάσει πολύ και η απλότητα της μητέρας μου, στην ουσία δεν έμαθα να φροντίζω ιδιαίτερα την εικόνα μου».

Ωραίοι Έλληνες: «Ενώ αφουγκράζομαι γύρω μου μία τρομερή έκπτωση ηθών, αξιών, αισθητικής, ξαφνιάζομαι ευχάριστα γνωρίζοντας ακόμα ωραίους ανθρώπους, ωραίους Έλληνες. Ενώ η περιρρέουσα ατμόσφαιρα έχει μία ασχήμια, συνεχώς συναντώ πολύ ωραίους ανθρώπους. Ευτυχώς!».

Ο θίασος της «Λωξάντρας», όπως εμφανίζεται στο Θέατρο Βεάκη στην Αθήνα

 
iob29@yahoo.com