«Αν έλεγες πως σ’ αρέσουν οι Beatles και τα Marlboro σε µια καταπιεστική ατµόσφαιρα όπως αυτή του Κονσερβατορίου Τσαϊκόφσκι στη Μόσχα της δεκαετίας του ’60 έβρισκες τον µπελά σου. Σε έστηναν στον τοίχο οι συµµαθητές που δεν έπαιρναν από τέτοια, έπεφτε ξύλο. Το θυµόταν αυτό ο πατέρας µου, παρόλο που δεν µιλούσε πολύ για τα 8 χρόνια που έζησε εκεί. Τον είχαν τραυµατίσει. Όταν εγκατέλειψε το Κονσερβατόριο στα 19 του χρόνια, ήταν ο πρώτος ξένος που έφευγε πριν τελειώσει τις σπουδές του. Στη Ρωσία είχε πάει όταν ήταν 11 χρονών, ένα παιδί µόνο του σε έναν άγνωστο τόπο. Είχε συνειδητοποιήσει όµως πολύ σύντοµα πως αν και µπορούσε δεν ήθελε να επιστρέψει και να ζήσει στον τόπο του. Εκεί έπαιζε πιάνο κι αυτό του έδινε ζωή. Εκ των υστέρων, καταλαβαίνω πως θα συγκρουόταν πολλές φορές ανάµεσα στο πρέπει και το θέλω, ανάµεσα στο δρόµο που ακολουθούσε χάρη στο τεράστιο ταλέντο του και σ’ αυτόν της καρδιάς του.  
 
Εγκαταστάθηκε λοιπόν στο Μόναχο γιατί εκεί ανθούσε η κλασική μουσική. Σ’ αυτή την πόλη έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Στα 22 του παντρεύτηκε τη μητέρα μου. Εγώ γεννήθηκα ένα χρόνο μετά. Εκεί έστησε ολόκληρο τον κόσμο του. Μη φανταστείς πως ζούσαμε σε κανένα πλουσιόσπιτο. Είχε δίσκους, βιβλία, το πιάνο του. Δεν χρειαζόταν πολλά, παρά μόνο τη μουσική του. Αν δεν έπαιζε ο ίδιος πιάνο, έγραφε, αν δεν μελετούσε άκουγε μουσική, αν δεν καθόταν αυτός στο πιάνο, θα ήταν κάποιος φίλος του. Μέχρι τα χαράματα καμιά φορά. Έμαθα να κοιμάμαι με τη μουσική. Κοιμόμουν στα κοντσέρτα του, σε καναπέδες σαλονιών και εστιατορίων, που είτε έπρεπε να παίξει είτε έπρεπε να παρευρεθεί. Βρισκόταν στο επίκεντρο της ζωής μας κι όταν πέθανε το κυριότερο που έσβησε για μένα ήταν η μουσική. Αυτό μου έλειπε αφάνταστα. 
 
Έχουν περάσει αρκετά χρόνια κι έχω αποστασιοποιηθεί πια από την απώλειά του. Όλα τα καλά που έχω ζήσει μαζί του τα βιώνω μέσα από τη δουλειά μου και τη φιλοσοφία μου. Όταν μιλάω για τον πατέρα μου νιώθω χαρά.  
 
Ναι, την αγάπησα τη μουσική χάρη σ’ αυτόν. Θυμάμαι, καθόμασταν μαζί στο πιάνο και αυτοσχεδιάζαμε. Έπαιζε ένα κομμάτι και με έβαζε να μαντέψω τον συνθέτη για να τρενάρω το αφτί μου. Του έλεγα πως θέλω να γίνω χορεύτρια. Μου έλεγε να γίνω τραγουδίστρια της όπερας. Ό,τι κι αν αποφάσιζα πάντως, αυτό που ήθελε ήταν να γεύομαι κάθε στιγμή της ζωής. Να μην αφήσω τίποτα να πάει χαμένο. Ήταν κάτι που έκανε κι ο ίδιος.
 
Μου έλεγε ότι είμαι καλύτερη από αυτόν, με την έννοια ότι αν τα παιδιά μας δεν είναι καλύτερα από μας, τότε τι καταφέραμε εμείς σαν γονείς; Πάντοτε με ενθάρρυνε. Ποτέ δεν θέλησε να μου δημιουργήσει κόμπλεξ, ήθελε να προοδεύσω. Την υποστήριζε την πρόοδο. Ήταν ένα ελεύθερο πνεύμα που ήθελε να μην πιστεύω σ’ όλα όσα μου λένε, να  έχω δίψα για μάθηση και να θέτω συνέχεια ερωτήσεις.  
 
Στα 12 μου χρόνια οι γονείς μου χώρισαν κι εγώ βρέθηκα στην Κύπρο, στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού μου για να τελειώσω το σχολείο. Ήμουν στην τελευταία τάξη του Λυκείου όταν σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό. Λίγους μήνες αργότερα πήγα στο Λονδίνο για να σπουδάσω υποκριτική και σκηνοθεσία. Αυτά τα χρόνια λειτούργησαν σαν ψυχοθεραπεία για μένα. Είχα πάει από ένα δυναμικό περιβάλλον, αυτό του μπαμπά μου, στο δυναμικό περιβάλλον του Ρώσου καθηγητή μου. Η μουσική ήρθε αργότερα στη ζωή μου αλλά με έναν αβίαστο, αυτόματο θα έλεγα τρόπο. 
 
Είχε πολύ πάθος ο πατέρας μου. Ήταν ένας ενθουσιώδης τύπος που γελούσε πολύ. Η ζωή γι’ αυτόν ήταν χαρά, παιχνίδι. Είχε μια θετική στάση απέναντι σε όλα κι έβλεπε στους ανθρώπους τον καλύτερο εαυτό τους. Δινόταν απεριόριστα. Χωρίς όρους. Χωρίς δίχτυ προστασίας.  Κι αυτό του δημιουργούσε προβλήματα. Υπέφερε. Υπήρχαν στιγμές που ένιωθε πως δεν καταλαβαίνουν οι άλλοι τι προσπαθούσε να κάνει. Δεν θα μπορούσε όμως να ήταν αλλιώς. Όσο πιο καλός είσαι στη μουσική, τόσο πιο ευάλωτος είσαι σαν χαρακτήρας. 
 
Δυσκολεύτηκε πολύ να βρει τις ισορροπίες του. Ήξερε πως στη Ρωσία αν ήσουν καλός γινόσουν αστέρι. Στην Ευρώπη έπαθε σοκ, όταν κατάλαβε πως υπήρχαν πολιτικές, μάρκετινγκ, κυκλώματα. Πάλευε μ’ όλο αυτό και τη φιλοδοξία του.  
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έχω την εντύπωση πως δεν ήταν τόσο ευτυχισμένος όσο θα ήθελε. Πιστεύω πως του έλειπε η αναγνώριση όπως την καταλάβαινε αυτός. Νιώθω πως δεν έζησε τη ζωή του για τον εαυτό του και αυτό το καταλάβαινε πια κι ο ίδιος. Τον είχαν κουράσει οι εμφανίσεις, ήθελε περισσότερο να συνθέτει, να διευθύνει μια ορχήστρα. Ο πατέρας μου ήταν το επίκεντρο της προσοχής, χάρη στο ταλέντο του, από μικρός. Αλλά του έλειπε να τον αγαπούν γι’ αυτό που είναι. Λίγο πριν πεθάνει είχε γράψει ένα κομμάτι που το ονόμασε «Μαρίνα», ένα μικρό λιμανάκι δηλαδή. Αυτό έψαχνε. Κάπου να αράξει.   
 
Στα σχέδιά του ήταν να ιδρύσει ένα Πολιτιστικό Κέντρο στην Κύπρο, την πατρίδα του που αγαπούσε και πηγαινοερχόταν τακτικά. Είχε βρει τον χώρο και θα το ξεκινούσε άμεσα. Δεν πρόλαβε. Η ζωή του αποδείχτηκε πολύ μικρή για να χωρέσει όλα τα μεγάλα που ήθελε να κάνει…»
 
* Στις 29 Δεκεμβρίου συμπληρώνονται 25 χρόνια από το θάνατο του Νικόλα Οικονόμου. Η κόρη του Σεμέλη ζει στο Λονδίνο. Είναι μουσικός, έχει το συγκρότημα Santa Semeli and the Monks, ηθοποιός και ποιήτρια.