Μια από τις σημαντικότερες ερμηνεύτριες της κλασικής μουσικής παγκοσμίωςέχει απόλυτη συνείδηση του ποια είναι και τι «φέρει», μέσα από συνταρακτικά γεγονότα της ζωής της που τη σημάδεψαν βαθιά – ως άνθρωπο και ως φωνή.
 
Άκουσα ξανά τραγούδια της -ξαφνικά- ένα βροχερό πρωινό – διαπίστωνα, για άλλη μια φορά, πως είχε κάτι βαθιά μυσταγωγικό η χροιά της φωνής της, έμοιαζε με ένα αόρατο χέρι που ακουμπούσε τον συννεφιασμένο εκείνη τη μέρα ουρανό της Λευκωσίας, αγγίζοντας κάτι επουράνιο ερμηνεύοντας -καλύτερα από ό,τι προηγήθηκε- ακόμη και το μαζικό, για παράδειγμα, «τι σου ‘κανα και πίνεις» ή κομμάτια κλασικής μουσικής αποτυπωμένα αλλιώς, ψυχικά δοσμένα, σαν να «μιλούσε» η φωνή με εμπειρίες και βιώματα πολλών ετών, βγάζοντας το μέσα έξω συνταρακτικά. Καθόλου τυχαίο που έχει εμφανιστεί, μέχρι σήμερα, στα πιο σημαντικά λυρικά θέατρα του κόσμου ενώ, ως σολίστ, έχει δώσει πολυάριθμες συναυλίες και ρεσιτάλ τραγουδιού, μαζί με τους πιο διάσημους μαέστρους και ορχήστρες παγκοσμίως.
 
Συναντηθήκαμε στη Λήδρας -στο τέρμα της οδού- στη διάρκεια πρόσκλησής της από τον ΠΑ.ΣΥ.ΚΑ.Φ στην Κύπρο. Ζήτησε ελληνικό καφέ σκέτο και λίγο παγωτό «για τη γεύση», αφού διάβασε πως εκεί ήταν τα καλύτερα της Λευκωσίας. Τα μάτια της, στη μία ώρα που μιλήσαμε, δεν ξέφυγαν ποτέ απ’ τα δικά μου – εκφραστικά πάντα, υγρά, σαν να μου «μιλούσαν» κι εκείνα ταυτόχρονα με τη φωνή της στις λέξεις που εκφέρονταν, σαν κάτι το φυσικό.  

«Η μουσική είναι η ύπαρξή μου, ο ανώτερός μου εαυτός, η αναπνοή μου. Ανήκω στους τυχερούς εκείνους ανθρώπους που γνώριζα από μικρή με τι θα ήθελα να ασχοληθώ, αν και δεν ήξερα ακόμη σε τι είδος τραγουδιού θα μπορούσα να αφοσιωθώ. Μέχρι που άκουσα τη Μαρία Κάλλας στο ραδιόφωνο… Τότε την έδειξα με το μικρό μου δαχτυλάκι και είπα: “Εγώ αυτό θα γίνω!”. Ήμουνα μόλις τεσσάρων ετών». 

«Ήμουνα τρόπον τινά τυχερή, αν σκεφτείς ότι στο σπίτι μου άκουγαν Χατζιδάκι, Θεοδωράκη – το λεγόμενο έντεχνο τραγούδι. Η μητέρα μου ήταν νοικοκυρά και ο πατέρας μου είχε καφενείο, αλλά οι ρίζες -και των δυο- ήταν αριστοκρατικές – με καταγωγή από τον Πόντο και την Κωνσταντινούπολη. Λέγανε, θυμάμαι, χαρακτηριστικά, πως η πρόγιαγιά μου, η Σόνια, “δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι της στη γη”, με την έννοια ότι ήταν πλούσιοι και κουβαλούσαν αστική κουλτούρα – αυτό φαινόταν, άλλωστε, και από τον τρόπο συμπεριφοράς της γιαγιάς μου που, όταν πηγαίναμε επίσκεψη, για παράδειγμα, έπρεπε να της φιλάμε το χέρι ή να έχουμε τα μαλλιά μας πιασμένα κότσο. Ο πατέρας μου καταγόταν κι εκείνος από πολύ πλούσια οικογένεια – ο παππούς μου ήταν μεγαλοκτηματίας. Η τάση, λοιπόν, και των δύο μου γονιών, κουβαλώντας αυτή την κουλτούρα, ήταν να μας σπουδάσουν, να μορφωθούμε και όχι να παντρευτούμε και να “βολευτούμε”». 

«Η πιο σημαντική στιγμή μου στο τραγούδι είναι η αυριανή – η κάθε αυριανή. Όμως υπάρχουν και στο παρελθόν πράγματα που έχουν γίνει με τέτοιο τρόπο, που αισθάνθηκα πως σταμάτησε ο χρόνος κι είπα “αν πεθάνω τώρα, σε ευχαριστώ!” – μία από αυτές ήταν στη “Βασιλική Όπερα” των Βρυξελλών, σε μία όπερα του Πουτσίνι, όταν άκουγα τον κόσμο -δυόμισι χιλιάδες ανθρώπους- να κλαίει γοερά. Ή, όταν ηχογραφούσα Καβάφη και τραγουδούσα το “Επέστρεφε” με 100 άτομα ορχήστρα, που το ψιθύριζα και έμοιαζε με ερωτική πράξη. Είναι πολλά, πάρα πολλά, τι να πρωτοθυμηθώ… Μου είχε απονεμηθεί, πολύ νέα ακόμη, το βραβείο των υποτροφιών “Μαρία Κάλλας” και, ως υπότροφος, συνέχισα τις σπουδές μου στην “Ανώτατη Μουσική Ακαδημία” της Κολονίας και στη συνέχεια στο Λονδίνο. Ήταν και αυτό μία ευτυχής συγκυρία – η ζωή μού φέρθηκε πολύ γενναιόδωρα. Έμεινα στο εξωτερικό 35 χρόνια – τραγουδούσα στη Γερμανία, στο Λονδίνο, έμεινα 13 χρόνια στην Ελβετία και μετά στις Βρυξέλλες, ταξίδευα σε όλο τον κόσμο σχεδόν με τη μουσική μου. Συχνά με ρωτούν κάποιοι φίλοι: “Μα, δεν κάνεις τίποτ’ άλλο όλη την ημέρα, εκτός από ό,τι αφορά στη μουσική;”. Και τότε μου έρχεται στο μυαλό πάλι ο Καβάφης: “Και μες στην Τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ τη δούλεψή της…”. Ναι, η Τέχνη σου δίνει αυτά τα δώρα!».

«Με τον Μάνο Χατζιδάκι γνωριστήκαμε στο Γ’ Πρόγραμμα. Σημάδεψε τη ζωή μου! Ήμουνα μικρή, με είχαν πάρει στη χορωδία του Γ’ Προγράμματος και, μέσα από αυτό, εγώ τραγουδούσα το σήμα του Τρίτου. Μου είχε πει, θυμάμαι, πως είμαι η Μαρίκα Νίνου του κλασικού τραγουδιού – αυτό κρατώ. Θα σου πω ένα από τα πολλά περιστατικά που ζήσαμε μαζί: Έπαιζα πιάνο τότε, θυμάμαι, για να επιβιώσω, σε κάτι ταβέρνες και ρεστοράν και, μια μέρα, του λέω: “Αυτός δεν μου δίνει τα λεφτά απ’ το μισθό μου και θέλει να με φιλήσει για να μου τα δώσει!”. Με βάζει αμέσως σε ένα ταξί, πάμε εκεί που ήταν το αφεντικό, σκέφτομαι “θα καθαρίσει τώρα ο Χατζιδάκις!”, μπαίνουμε μέσα και του φωνάζει “γουρούνι!” -με εκείνη τη χαρακτηριστική χροιά που είχε το “ρ” του- και φεύγει έξαλλος (χαμογελά). Το θυμάμαι σαν τώρα αυτό, χαρακτηριστικό του ανθρώπου και του τρόπου σκέψης του. Ή, τότε που ήμουνα στην Ελβετία, αν χτυπούσε το τηλέφωνο μετά τη 1 η ώρα τα ξημερώματα, έλεγα: “Ένα από τα δύο Χ θα είναι – ή ο Χάρος ή ο Χατζιδάκις!” (γελάει). Θυμάμαι κι άλλα πολλά από τον Μάνο – την κολόνια του, τα παπούτσια του, αυτούς τους κούκλους που έβγαιναν απ’ το σπίτι του, αυτή την προσωπικότητα, την τόσο αντρική μέσα στην ομοφυλοφιλία του. Τόσο άντρας! Όταν έλεγε κάτι, αυτό ήτανε! Σύμφωνα με τα πρότυπα της ομορφιάς ήταν άσχημος – αλλά σε μάγευε κι ήταν πανέμορφος! Ο Μάνος, ο Χρήστος Λαμπράκης -ο δεύτερός μου πατέρας- η δασκάλα μου, η Βέρα Ρόζα, είναι μερικοί απ’ τους ανθρώπους που επηρέασαν βαθιά τη θέση μου και την αντίληψή μου στη μουσική…». 

«Εγώ δεν κάνω Τέχνη για να γίνω διάσημη. Κάνω Τέχνη για να αναπτυχθώ πνευματικά, να πάρω και να δώσω χαρά. Αν μέσα σ’ αυτό γίνω και γνωστή έχει καλώς, αλλά ο σκοπός μου δεν είναι αυτός». 

 
Δεν είχατε ποτέ τη ματαιοδοξία τού να γίνετε πολύ αναγνωρίσιμη στην Ελλάδα; Όχι. Είχα, όμως, τη φιλοδοξία τού να είμαι παντού και πάντα η πρώτη. Εγκαινίασα το «Μέγαρο Μουσικής» της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, τραγούδησα σε όλα τα μεγάλα θέατρα του κόσμου, η φήμη μου έφτασε από τη Βέροια μέχρι την Ιαπωνία, την Αμερική και τη Ρωσία, τραγούδησα για προέδρους, βασιλιάδες και βασίλισσες μεγάλων χωρών και κοινό χιλιάδων ανθρώπων – τι είδους άλλη ματαιοδοξία μπορεί να έχει αυτό το κορίτσι που ξεκίνησε κάποτε από τη μικρή Βέροια; Τον Σκαλκώτα, άλλωστε, ποιος τον ήξερε στην Ελλάδα; Τον Μητρόπουλο ποιος τον ήξερε στην Ελλάδα; Αν χρειαστεί, θα με μάθουν και η κυρία Κούλα και η κυρία Μαρία – αν όχι, δεν πειράζει.

«Θα έλεγα πως έζησα δύσκολα παιδικά χρόνια – ο πατέρας μου ήταν πολιτικός εξόριστος, και στο σπίτι δεν ήταν όμορφα τα πράγματα. Υπήρχε και βία από τη μάνα μου προς τα παιδιά, που ήταν περισσότερο το αδιέξοδο ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο. Κουβαλάω πολύ το πείσμα της επιβίωσης, πολύ πόνο, μια παιδική κραυγή που δεν μπορείς εύκολα να εξωτερικεύσεις. Από την άλλη, από μωρό, είχα την τάση για το υψηλότερο και το δυσκολότερο – ποτέ δεν ικανοποιούμουν με το λίγο. Όλα αυτά σμίλεψαν τη μουσική μου μορφή».

 
Συγχωρέσατε ποτέ τη μαμά σας; Ναι. Γιατί είναι άνθρωπος. Και γιατί, κατά βάθος, μας αγαπούσε πάρα πολύ. 
 
Πόσα αδέλφια ήσασταν; Είχα άλλη μία δίδυμη αδελφή, η οποία πέθανε μετά από δυστύχημα με το αυτοκίνητο, το 2014. 
 
 
Τι αποτύπωσε μέσα σας ο θάνατος της αδελφής σας; Το πόσο μάταια είναι όλα αυτά τα υλικά αγαθά. Ήμασταν μαζί μέσα στο αυτοκίνητο. Συνεπιβάτες. Έξω από το Κιλκίς. Είχαμε έρθει από το Βερολίνο, νοικιάσαμε αυτοκίνητο, πήγα να την πάρω από τη Βέροια για να πάμε στο Κιλκίς, όπου εορτάζονταν τα 100 χρόνια της πόλης και μας είχαν καλέσει. Γελούσαμε, μιλούσαμε, και, σε μία στροφή, είδα το φορτηγό -«ένα κόκκινο πράγμα», έλεγα στην αστυνομία- να έρχεται κατά πάνω μας – είχε πάρει ο ύπνος τον οδηγό του. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του συμβάντος, ήμουν πάρα πολύ ήρεμη – μία φωνή ήταν σαν να μου έδινε οδηγίες. Σκεφτείτε πως, τη στιγμή του δυστυχήματος, με την αδελφή μου μιλούσαμε για αγγέλους… Το τελευταίο δείγμα “εγώ” που μπορεί να είχα, έλιωσε μέσα στο νοσοκομείο, στην πορεία θανάτου της αδελφής μου, εκείνους τους 15 μήνες που νοσηλευόταν στο ΚΑΤ, όπως και του κάθε ανθρώπου που έβλεπα εκεί μέσα. 
 
Τυχερή εσείς… Ναι. Αν βλέπατε και το αυτοκίνητο, θα το αντικρίζατε λιωμένο από τη μία μεριά και ατόφιο από την άλλη. Οι τεχνικοί δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν! Πιστεύω πια πως ο θάνατος είναι ένα σκαλοπάτι για το από εκεί και πέρα. Και η στιγμή του θανάτου είναι κάτι τόσο υπερβατικό, όσο και η γέννα. Είναι συγκλονιστική η τελευταία αναπνοή της ζωής ενός ανθρώπου! 
 
Από τη μέρα του δυστυχήματος, το 2013, τι άλλαξε στον τρόπο που ερμηνεύετε πια τα τραγούδια σας; Ο σύζυγός μου, ο μαέστρος Θεόδωρος Ορφανίδης, που εμπιστεύομαι απόλυτα τη γνώμη του, μου λέει πως «από τότε, είναι σαν να τραγουδάς σαν να είναι η τελευταία φορά στη ζωή σου!». Ναι, είναι σαν να παραδίνομαι χωρίς καμία αντίσταση πια σε τίποτα. Αυτό δεν το είχα πριν! Και, νομίζω, πως αυτό είναι ένα επιπλέον κομμάτι της επιτυχίας μου, στην πορεία μου – εμείς είμαστε θεϊκά πλάσματα: «βγες, τραγούδα, κι ό,τι είναι να βγει θα βγει!». Αυτό πιστεύω.   
 
«Το ταλέντο είναι θείο δώρο – έρχεσαι μ’ αυτό. Αλλά το ταλέντο, μέσα του, πρέπει να έχει και την ευφυΐα της δουλειάς. Το πώς τραγουδάς είναι το τελευταίο ζητούμενο – χρειάζεται επιμέλεια, θέληση, πειθαρχία, να μπορείς να μάθεις ξένες γλώσσες -είναι η έκτη γλώσσα τώρα που μαθαίνω, τα εβραϊκά- για να επικοινωνείς τη μουσική σου παντού, να μη φοβάσαι τον συνάνθρωπό σου, να ανοίγεσαι στον συνάδελφό σου και να δίνεις τον καλύτερό σου εαυτό στη σκηνή και στις ηχογραφήσεις. Επίσης, εγώ δεν έχασα ποτέ αυτή την παιδική περιέργεια τού να ερευνώ ξανά και ξανά. Θέλω να διεισδύω μέσα στην ψυχή του ανθρώπου και να λέω την αλήθεια». 
 
 
Συγκινείστε εύκολα πάντως… Ναι. Μ’ αρέσει. Δεν το κρύβω. Το δείχνω! Ανοίγομαι, πληγώνομαι, ξαναπληγώνομαι – αλλά δεν χάνω ποτέ το κουράγιο μου στην ανθρωπιά. Όλα ή τίποτα! 

«Ποτέ μου δεν φοβήθηκα μήπως χάσω τη φωνή μου – αν και γνωρίζω τραγουδίστριες, μεγάλες και σπουδαίες, που έχουν πτώση. Και ξέρετε γιατί; Γιατί η φωνή μου είναι ένα όργανο όπως η καρδιά μου – μιλάω συνεχώς μαζί της, δεν την παραμελώ. Ζω γι’ αυτήν, την φροντίζω, είμαι συγκεντρωμένη – δεν ξενυχτάω, δεν πίνω, δεν καπνίζω, με “κατηγορούν” φίλοι γι’ αυτά, αλλά αυτό είναι το επάγγελμά μου και θέλω να έχω διάρκεια. Βέβαια η φωνή μου δεν είναι αυτή που είχα στα είκοσί μου για να πω τραβιάτες, αλλά βαδίζω μ’ αυτό που έχω – κι είμαι ευτυχής».

«Στον τρόπο που ερμηνεύω, πάντοτε αποτυπώνεται ο έρωτας. Γιατί είμαι διαρκώς ερωτευμένη! Ερωτεύτηκα με πάθος στη ζωή μου. Και πολύπλευρα. Είμαι χορτάτη! Άντεχα ακόμη και το να πληγώνομαι απ’ τον έρωτα! Μη με βλέπετε έτσι, έχω τρομερή αυτοπεποίθηση (γελά). Κι όταν βλέπεις πως κάτι δεν πάει το τελειώνεις, και λες “πήγαινε, αγόρι μου, στο δρόμο σου, εγώ θα σταθώ”. Μ’ αρέσουν τα ξεκάθαρα πράγματα! Πάντοτε, άλλωστε, είχα μια εσωτερική σιγουριά για το ποια είμαι. Και ποτέ, επίσης, δεν είχα στερεότυπα στη ζωή μου – ο κάθε ένας ζει τη ζωή του όπως επιθυμεί». 

 
«Ο γιος μου είναι 27 ετών – έχει σπουδάσει ψυχολογία με ειδικότητα στην εγκληματολογία. Έχουμε άριστη σχέση. Ίσως γιατί κατάλαβα πως δεν μου “ανήκει”, πως δεν είναι “δικό μου” παιδί, αλλά πως απλώς το συνοδεύω στο δρόμο του. Δεν έχω καμία αγωνία γι’ αυτό. Τον “παρέδωσα”. Ό,τι ήταν να κάνω για εκείνον το έκανα. Τον μεγάλωσα δύσκολα, γιατί χώρισα πολύ νέα -ήταν μωρό, σχεδόν δύο ετών- και καταλαβαίνετε πώς ήταν να έχεις μία καριέρα να τρέχει κι ένα μωρό στην αγκαλιά σου… Πρώτη φορά κοιμήθηκα καλά, όταν γνώρισα τον τωρινό μου σύζυγό, τον Θεόδωρο. Ηρέμησα. Γαλήνεψα. Το παιδί μου ήταν πια 17 ετών». 
 

«Το πιο σημαντικό στη ζωή μου είναι το “τώρα”, αυτή η στιγμή που πίνουμε τον καφέ μας. Γιατί δεν ξέρουμε αν θα υπάρξει άλλη! Πριν από το γεγονός του 2013 θα σας απαντούσα βέβαια πως “το πιο σημαντικό στη ζωή μου είναι το παιδί μου, ο άντρας μου, η καριέρα μου”. Όλα αυτά όμως, αγαπητέ μου, δεν είναι τίποτα. Δεν υπάρχουν! Το πιο σημαντικό στη ζωή είναι αυτή η μοναδική στιγμή που ζω μαζί σου τώρα, που είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχω – και τίποτε άλλο. Θέλω να είμαι πάντα λουσμένη μέσα στην αγάπη!». 

 
Δεν επιθυμείτε να σας θυμούνται στο μέλλον, ως μία μεγάλη και σπουδαία ερμηνεύτρια της κλασσικής μουσικής; (γελάει) Όχι, όχι. Θέλω να με θυμούνται ως έναν καλό άνθρωπο! Αυτό. Θέλω να αφήσω μια ηθική παρακαταθήκη. Ξέρω ότι έχω ωραία φωνή κι ότι τραγουδάω καλά, αλλά αυτό που μετράει, πάνω απ’ όλα αυτά, είναι η καλοσύνη του ανθρώπου…