Μια αναδρομή στην πεντάχρονη θητεία του ως πρόεδρος του Δ.Σ του ΘΟΚ, στα τολμηρά βήματα, τις αντιδράσεις, τις έντονες εμπειρίες. Από τις πρακτικές δυσκολίες που συνάντησε μαζί με το Συμβούλιο ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια του νέου κτηρίου του Οργανισμού, μέχρι τη Σαλαμίνα και τις sold out παραστάσεις των Περσών στο Ηρώδειο.
Σε μια βδομάδα από τη μέρα που συναντηθήκαμε θα ολοκλήρωνε τη θητεία του ως πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΘΟΚ. «Νιώθω περίεργα», λέει. «Είναι ένας κύκλος που τελειώνει με μια προσωπική μου απώλεια. Τέτοιες μέρες πριν πέντε χρόνια φιλοξενούσα στο σπίτι μου τον πολύ καλό μου φίλο Αριστείδη Κουδουνάρη, μετά από ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Ήμασταν μαζί όταν ανακοινώθηκε ο διορισμός μου. Αυτές τις μέρες η θητεία μου λήγει με το θάνατό του…», εξηγεί γι’ αυτή τη δύσκολη στιγμή στην προσωπική ζωή του.
Τον συναντώ με την ιδιότητά του ως πρόεδρο του ΔΣ του ΘΟΚ ζητώντας του να καταγράψει σε στιγμές τα χρόνια αυτά, κατά τη διάρκεια των οποίων έγιναν αισθητές αλλαγές στον Οργανισμό. «Αν με ρωτούσες πού βλέπω να βρίσκεται ο ΘΟΚ τώρα, θα σου απαντούσα πολλά βήματα μπροστά από τότε που ξεκινήσαμε, γιατί θεωρώ πως το συμβούλιό μας έκανε πολλές τομές στο κρατικό θέατρο. Και μιλώ εκ μέρους όλων των μελών του ΔΣ, αφού στην τεράστια πλειοψηφία των αποφάσεών μας υπήρχε μεταξύ μας ομοφωνία. Θέλω με την ευκαιρία αυτή να ευχαριστήσω προσωπικά όλα τα μέλη του ΔΣ αλλά και τους λειτουργούς του ΘΟΚ που συνεργάστηκαν μαζί μας με μεράκι και αφοσίωση. Βάλαμε λοιπόν το δικό μας στίγμα στην πορεία του ΘΟΚ, έγιναν μεταρρυθμίσεις που εκκρεμούσαν για χρόνια. Και στις δυο θητείες που υπηρέτησα, αποφασίσαμε πως δεν θα κρύβαμε τίποτα κάτω από το χαλί. Γι’ αυτό και κάποια πράγματα έγιναν με τον δύσκολο τρόπο. Δεν μας χαρίστηκε κανένας…».
Οι υπέρτιτλοι στα τουρκικά και αγγλικά κατά τη διάρκεια των παραστάσεων, η ριζική ανακαίνιση του βεστιαρίου («πονούσα ως σκηνογράφος όταν πήγαινα στο βεστιάριο, του ΘΟΚ στις αποθήκες στα Λατσιά και έβλεπα τις απαράδεκτες συνθήκες που φυλαγόταν η υπέροχη αυτή κληρονομιά»), η αλλαγή των Βραβείων Θεάτρου («θεωρώ πως είναι πολύ πιο ουσιαστικός ο νέος θεσμός»), έρχονται να συμπληρώσουν μια σειρά από σημαντικές μεταρρυθμίσεις, όπως η κατάργηση της μονιμότητας των ηθοποιών, τα κονδύλια του Σχεδίου Θυμέλη, οι παραστάσεις στο Αρχαίο Θέατρο της Σαλαμίνας…
– Θυμάσαι πώς βρήκες τον Οργανισμό όταν πρωτοξεκίνησες; Πώς δεν θυμάμαι… Μπήκαμε σε ένα κτήριο με κλειστούς εξώστες –οι πρώτες σειρές ήταν ακυρωμένες για λόγους ασφαλείας– και με κλειστό το μισό φουαγιέ. Ξεκινήσαμε χωρίς διευθυντή και χωρίς προϊστάμενο διοίκησης και προσωπικού. Είχαμε να αντιμετωπίσουμε σε διαιτησία τη διαμάχη μεταξύ του ΘΟΚ και του αρχιτέκτονα του νέου κτηρίου. Είχαμε ακόμα κληρονομήσει πολύ δύσκολες συνεργασίες που έπρεπε να αντιμετωπίσουμε. Οπότε προσγειωθήκαμε σε έναν Οργανισμό με πρακτικά, διοικητικά αλλά και καλλιτεχνικά προβλήματα. Μπήκαμε αμέσως στα βαθιά νερά, αλλά ευτυχώς όλοι μας είχαμε γερό στομάχι, συγκατάβαση και συναντίληψη. Αρχικά λοιπόν αποκαταστήσαμε το κτήριο, που για δυο χρόνια αντιμετώπιζε καίρια προβλήματα προσβασιμότητας του κοινού. Φτιάξαμε τους εξώστες, αυξήθηκε η χωρητικότητα κατά 100 θέσεις και κάναμε ένα υπέροχο μπαρ στο ισόγειο του φουαγιέ το οποίο μάλιστα βραβεύτηκε σε διεθνή διαγωνισμό σχεδιασμού. Το κυριότερο όμως ήταν ότι αλλάξαμε τη διοικητική δομή του Οργανισμού παρά τις δυσκολίες και τις μύριες διαδικασίες. Είναι απίστευτη η στείρα γραφειοκρατία που επικρατεί στην κρατική μηχανή σε αυτόν τον τόπο. Έχουμε όμως σήμερα καλλιτεχνικό διευθυντή τον οποίο, πιστέψτε με, δεν ήταν εύκολο να αποκτήσουμε. Μας τοποθετήθηκαν χίλια εμπόδια από όλες ανεξαιρέτως τις πλευρές –και το εννοώ– για να μην τον έχουμε…
– Εμπόδια είχατε σε πολλές αποφάσεις σας, όπως την κατάργηση της μονιμότητας των ηθοποιών, τις επιχορηγήσεις του Θυμέλη, τις παραστάσεις στο αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας. Γιατί πιστεύεις πως σε κάθε βήμα σας υπήρχαν αντιδράσεις; Πιστεύω -και από την παλιότερη εμπειρία μου στο ΘΟΚ ως πρόεδρος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής- πως έχουμε την τάση να θεωρούμε τον ΘΟΚ ως προέκταση του κράτους και της εξουσίας και άρα τον κύριο αποδέκτη της όποιας κριτικής. Γι’ αυτό σ’ ό,τι γίνεται υπάρχει αντίδραση, ακόμα και στα θετικά. Δεν συνέβη εξάλλου μόνο με μας, είναι κάτι που θεωρώ πως αντιμετώπισαν και παλαιότερα συμβούλια. Αναμφίβολα η κριτική είναι δεκτή άμα είναι καλόπιστη, αλλά θεωρώ πως πολλές φορές ήταν και άδικη και αδικαιολόγητη. Η προσπάθεια αλλά και τα αποτελέσματα φαίνονται ήδη και θα φανούν και στο μέλλον. Το κυριότερο όμως είναι η αποδοχή του κοινού, στην Κύπρο αλλά και στην Ελλάδα. Αυτό νομίζω πως δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανένας. Ο κόσμος έρχεται στο κρατικό θέατρο και απολαμβάνει τις παραστάσεις και τον ευχαριστούμε γι’ αυτό.
– Οι παραστάσεις του ΘΟΚ στη Σαλαμίνα θα έλεγες πως ήταν το πιο τολμηρό βήμα του Οργανισμού; Ναι ήταν. Ο ΘΟΚ κατάφερε και στις δυο φορές που βρέθηκε με δυο αρχαίες τραγωδίες (τον «Ιππόλυτο» σε σκηνοθεσία Νεοκλή Νεοκλέους και την «Αντιγόνη» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού), στο αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας να μαζέψει πάνω από 10 χιλιάδες κόσμου από όλες τις κοινότητες του νησιού μας. Ήταν στιγμές χαράς, συνύπαρξης και συναντίληψης. Ήταν θεωρώ ουσιαστικές παρεμβάσεις που δείχνουν ξεκάθαρα ποιος θα είναι ο δρόμος της συνένωσης, τον δρόμο που θα έπρεπε να ακολουθήσουμε. Το θέατρο δεν κτίζει τείχη. Δημιουργεί γέφυρες και αυτό το κατάφερε ο ΘΟΚ. Και δυστυχώς εμείς ακόμη επιμένουμε να κάνουμε ακριβώς το αντίθετο.
– Υπήρξαν πάντως μεγάλης έντασης αντιδράσεις… Πολλοί μας ειρωνεύτηκαν με τον χυδαιότερο τρόπο, μας είπαν πως ο ΘΟΚ με το να βρεθεί στη Σαλαμίνα θα καταλύσει το κράτος. Δεν έγινε τίποτα απ’ όλα όσα ειπώθηκαν και γράφτηκαν παρακινούμενα από συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους και ιδεολογίες. Ο ήλιος αν δεν κάνω λάθος εξακολουθεί να ανατέλλει από την ανατολή. Έγινε κατορθωτή η μετάβαση χωρίς φυσικά να δημιουργηθεί κανένα θέμα αναγνώρισης όπως λανθασμένα διέδιδαν αυτοί οι κύκλοι. Γι’ αυτό εξάλλου οι ηγέτες ίδρυσαν τις τεχνικές επιτροπές υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Όσο βέβαια και να ήθελαν να αμαυρώσουν κάποιοι αυτή μας την πρωτοβουλία, οι χιλιάδες του κόσμου απέδειξαν ακριβώς το αντίθετο. Ο κόσμος έδειξε ότι και θέλει και μπορεί άμα του δίδονται τα ανοίγματα και οι ευκαιρίες συνύπαρξης. Τα δυσάρεστα επακόλουθα που δημιουργήθηκαν στη δική μας πλευρά ήταν βέβαια οδυνηρά αλλά δεν το βάλαμε κάτω. Κάναμε αυτό που θεωρούσαμε καλύτερο για τον ΘΟΚ, την πορεία του και την ιστορία του. Αυτός ήταν διαχρονικά και ο ρόλος του Θεάτρου, να κτίζει γέφυρες προς το φως και όχι με εσωστρέφεια να κρύβει το κεφάλι του στην άμμο προς το σκοτάδι.
– Θα έλεγες πως οι στόχοι σας εκπληρώθηκαν; Σε ένα μεγάλο βαθμό ναι. Μπήκαμε σε έναν Οργανισμό με άπειρα θέματα και προβλήματα, και παρόλα αυτά θέσαμε στόχους θέλοντας ο ΘΟΚ να προχωρήσει, να αλλάξει το καθεστώς του, να γίνουν μεταρρυθμίσεις. Μπορώ να πω, πως τόσο καλλιτεχνικά, όσο και διοικητικά και λειτουργικά, πέντε χρόνια μετά μπορούμε να είμαστε περήφανοι για τον ΘΟΚ που παραδίδουμε στο επόμενο συμβούλιο.
– Η κατάργηση της μονιμότητας των ηθοποιών, ήταν μια άλλη σημαντική κίνηση αυτών των χρόνων… Ήταν μια από τις πιο σημαντικές αλλαγές που πιστεύω πως χρειαζόταν το κρατικό θέατρο. Ναι, δεν λέω, πολύ καλά ξεκίνησε ο ΘΟΚ με μια ομάδα σπουδαίων καλλιτεχνών που έφτασαν κυρίως από την Ελλάδα και έπρεπε να προστατευθούν, αλλά στην πορεία των χρόνων τα πράγματα είχαν αλλάξει. Υπάρχει πια μια πλειάδα πολυτάλαντων ανθρώπων που δεν θα μπορούσαν να εργοδοτηθούν υπό άλλες συνθήκες στον ΘΟΚ. Με το καθεστώς των τρίμηνων συμβολαίων δίνεται η ευκαιρία να δουλέψουν για πρώτη φορά στο κρατικό θέατρο, να αναπτύξουν το ταλέντο τους, να δουλέψουν σε σωστές εργασιακές συνθήκες. Βλέπουμε εξάλλου και το κοινό που γεμίζει το θέατρο, το κοινό εκτιμά αυτή την εναλλαγή προσώπων.
– Τι θα θυμάσαι πιο έντονα από αυτά τα χρόνια; Τι να πρωτοθυμηθώ; Το «Τρίτο Στεφάνι», με το οποίο πρωτοξεκινήσαμε; Δώσαμε παραστάσεις σε γεμάτα θέατρα σε Κύπρο και Ελλάδα που καταχειροκροτήθηκαν από ένα κατασυγκινημένο κοινό. Ήταν η πρώτη παραγωγή για την οποία μιλούσαμε στον ΘΟΚ για sold out παραστάσεις. Μια παράσταση διάρκειας τριών ωρών που πολλοί είπαν πως δεν θα δούλευε. Όταν ανέβηκε στον Πειραιά έκανε εφτά παραστάσεις γεμάτες και με απαίτηση για επιπρόσθετες. Είχαμε ακόμη τη «Λωξάνδρα», τον «Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου», το «Παλάτι του Τέλους», την «Τάξη μας» τις «Πυρκαγιές», το πολυσυζητημένο «Cock» τους «Πέρσες»… Όλες, μεγάλες επιτυχίες που έφεραν αθρόα το κοινό στον ΘΟΚ. Ο σκηνοθέτης των Περσών, Άρης Μπινιάρης, που σχεδόν πρωτοξεκινούσε μαζί μας είναι πια ένα σημαντικό όνομα στην Ελλάδα. Με τους «Πέρσες» γεμίσαμε τρεις φορές το Ηρώδειο, κάναμε πολλές περιοδείες στην ελληνική επικράτεια και η παράσταση έφερε πέραν του μισού εκατομμυρίου σε εισπράξεις.
– Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων υπήρξαν πολλοί που ενοχλήθηκαν από την «κάθοδο» Ελλαδιτών καλλιτεχνών στο νησί… Κάτι που έγινε από τη στιγμή που απελευθερώσαμε το σύστημα της πρόσληψης. Ναι, ο ΘΟΚ φυσικά και οφείλει να στηρίζει τους Κύπριους ηθοποιούς, αλλά αυτή η διαχρονική σχέση με την Ελλάδα υπήρχε ανέκαθεν και όχι μόνο στο θέατρο. Είμαστε χώρες που μιλάμε την ίδια γλώσσα και Ευρωπαίοι πολίτες. Δεν μπορούμε να απαγορεύσουμε στους σκηνοθέτες να επιλέγουν τους ηθοποιούς που θέλουν είτε μέσα από ακροάσεις είτε μέσα από αναθέσεις. Εξάλλου, κι αυτό συμβαίνει εδώ και δεκαετίες, το νησί μας έχει «πολιτογραφήσει» δεκάδες σημαντικούς Ελλαδίτες καλλιτέχνες τους οποίους πλέον θεωρούμε «δικούς» μας. Δεν χρειάζεται να αναφέρω ονόματα, είναι θεωρώ αυτονόητο…
– Τι θα απαντούσες στους επικριτές του σχεδίου Θυμέλη; Το σχέδιο έγινε μετά από απαίτηση των ιδίων των θεάτρων αλλά και των θεσμών της Πολιτείας. Ήταν καθολική απαίτηση να αλλάξει το σχέδιο, γιατί πριν δινόταν ουσιαστικά το μεγαλύτερο ποσό σε τέσσερα θέατρα και οι υπόλοιποι έπαιρναν ελάχιστα. Εμείς, τολμήσαμε και το αλλάξαμε το σχέδιο –μετά από πολλές δημόσιες διαβουλεύσεις- ώστε πλέον τα έργα να κρίνονται ισότιμα για όλους τους φορείς και ανά παραγωγή. Προσπαθήσαμε να είναι όλα τα κριτήρια μετρήσιμα, λαμβάνοντας υπόψιν βέβαια και την ιστορικότητά των θεάτρων, τα χρόνια λειτουργίας τους, τη στέγη κ.λπ. και μάλιστα εκεί που υπήρξαν θέματα το αναπροσαρμόσαμε λαμβάνοντας υπόψιν τις ανησυχίες των θιάσων. Ευελπιστώ να συνεχίσει το Θυμέλη να εξελίσσεται. Γιατί ακριβώς μέσα από το σύστημα των χορηγιών αυξήθηκε κατά πολύ η θεατρική δημιουργία. Και μέσα σε χρονιές οικονομικής κρίσης, ο ΘΟΚ κατάφερε να μη μειωθεί το κονδύλι των χορηγιών. Είναι επίσης άξιον αναφοράς το γεγονός ότι σε όλα τα χρόνια λειτουργίας του Θυμέλη, τηρήθηκαν ευλαβικά τα χρονοδιαγράμματα από τον ΘΟΚ και τα θέατρα γνώριζαν από τον Νοέμβριο του προηγούμενου έτους τις επιχορηγήσεις τους, ενώ οι καταβολές γίνονταν άμεσα με τη λήψη των σχετικών δικαιολογητικών από μέρους τους. Κάτι που δεν νομίζω να παρατηρείται συχνά στο δημόσιο μας τομέα…
– Μιλάμε για ένα κονδύλι, που ούτως ή άλλως δεν είναι αρκετό… Αν και το θέατρο λαμβάνει μια γερή χορηγία σε σχέση με άλλες τέχνες, θεωρώ πως η πολιτεία θα πρέπει να δει το θέμα σοβαρά όπως και εμείς επίσημα το έχουμε ζητήσει. Από την άλλη πιστεύω πως αν και είμαστε μικρός τόπος και οι συνεργασίες μεταξύ των θιάσων είναι δύσκολο να γίνουν, θα έπρεπε οι θεατρικές ομάδες να το επιδίωκαν. Έτσι θα ήταν πιο εύκολα τα πράγματα. Δεν μπορεί όλοι να θέλουν να γίνουν θιασάρχες. Ούτε μπορεί το θέατρο να στηρίζεται 100 τοις 100 από το κράτος. Είναι αδύνατον, είναι λάθος. Άρα η πολιτεία από τη μία θα πρέπει να αυξήσει τα κονδύλια, αλλά και θα πρέπει να δημιουργηθούν και συνέργειες από τα ίδια τα θέατρα.
– Τι θα έλεγες στο επόμενο Διοικητικό Συμβούλιο του ΘΟΚ; Να αντιμετωπίσει τον Οργανισμό με την αγάπη που του αξίζει, συνεχίζοντας την εξελικτική πορεία του.
– Σε ποια σημεία πιστεύεις πως πρέπει να δοθεί έμφαση; Θα ήθελα να τον δω τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου να συνεργάζεται ακόμη περισσότερο με άλλα θεατρικά σχήματα, εκτός Κύπρου. Να αποκτήσει ενεργό καλλιτεχνικό ρόλο στη γύρω αλλά και την ευρύτερη περιοχή. Να συνεχίσει την εξωστρεφή πολιτική του με διεθνείς συνέργειες. Ήδη συμμετέχουμε σε ένα σημαντικό ευρωπαϊκό πρόγραμμα. Θα ήθελα ακόμα –αν και το υπάρχον κλίμα αποτρέπει πλέον τέτοιου είδους συνεργασίες αντί να τις ενθαρρύνει- κι επειδή πιστεύω πως το θέατρο ενώνει, να υπάρξουν κι άλλες συνεργασίες με το Τουρκοκυπριακό θέατρο.
– Κι εσύ, πώς συνεχίζεις πια, αφήνοντας τα ηνία του ΔΣ του ΘΟΚ; Ο ΘΟΚ ήταν ένας πολύ τιμητικός διορισμός για μένα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του συμβουλίου θεωρώ πως τα πέντε αυτά χρόνια όλοι μας αφιερωθήκαμε ψυχή τε και σώματι στο κρατικό θέατρο. Ο Γιάννης όμως και χωρίς τον ΘΟΚ έχει αρκετά πράγματα να κάνει. Έχει το Δημοτικό Κέντρο Τεχνών Λευκωσίας, το Ίδρυμα Πιερίδη, τη διδασκαλία στο Πανεπιστήμιο Frederick, αλλά και τη Δικοινοτική Τεχνική Επιτροπή για τον Πολιτισμό. Γιατί πιστεύω πως η επανένωση του νησιού μας πρέπει να είναι το κύριο μέλημά μας. Και όσο κι αν το περιρρέον κλίμα μας σπρώχνει μακριά εμείς πρέπει να αντέξουμε. Δεν έχουμε δα και άλλη επιλογή.