«Στην πρεµιέρα, είχαµε βεβαίως πολλούς προσκεκληµένους, αλλά στο τέλος της παράστασης έρχεται ο Γιάννης Βούρος στο καµαρίνι και µου λέει «Δέσποινα, µη σοκαριστείς εάν τις πρώτες µέρες δεν έχουµε κόσµο». Η αίθουσα ήταν µεγάλη και παίζαµε κάθε µέρα. Του είπα ότι δεν θα σοκαριστώ. Αν η παράσταση είναι καλή και αρέσει, από στόµα σε στόµα θα γεµίσει το θέατρο.
Η πρώτη βδομάδα του «Χάρολντ και Μοντ» πήγε συμπαθητικά. Ώσπου ένα Σάββατο θυμάμαι, έστριψα την οδό Στουρνάρη και είδα μια τεράστια ουρά. Σκέφτηκα πως θα είναι από το απέναντι θέατρο, το Βεάκη, αλλά όταν πλησίασα είδα ότι ήταν στο δικό μας. Από εκείνη τη μέρα και μετά, μιλάμε για ορδές. Ήταν τρομακτική η επιτυχία και θριαμβικές οι κριτικές.
Αυτό το έργο το παρακολούθησαν χιλιάδες θεατές όλων των ηλικιών. Ερχόταν πολύς κόσμος στα καμαρίνια τότε. Πάρα πολύς! Θυμάμαι τελείωνα την παράσταση και έφευγα μετά από μιάμιση – δυο ώρες. Το πιο συγκινητικό είναι ότι ερχόντουσαν παιδάκια που τα έφερνε η μάνα τους για δεύτερη φορά και μου έδιναν ποιήματα με το χεράκι τους γραμμένα. Για τη γιαγιά Μοντ! Ήταν το 1996. Ήμουν τότε 54 χρονών και το έργο πήγε δυο χρόνια.
Εκείνα τα δύο χρόνια στην Αθήνα τα έχω στην καρδιά μου. Εγώ ξέρετε, το δηλώνω με πολύ αίσθημα ότι έχω δυο πατρίδες. Αλλά ο γενέθλιος τόπος μου μού φυλάει άλλες μνήμες, άλλες αναμνήσεις κι άλλες εμπειρίες. Όταν πηγαίνω στην Ελλάδα, μέχρι τώρα, οπωσδήποτε θα κάνω το προσκύνημά μου στη Νέα Σμύρνη όπου γεννήθηκα. Για να κοιτάξω πόσο πολύ έχει αλλάξει ο κόσμος, που τότε η περιοχή ήταν ένα προάστιο με μονοκατοικίες και κήπους και μοσχοβολιές και τώρα έχει γίνει μια τεράστια πολιτεία. Περνώ και λέω πως αυτή η πολυκατοικία ήταν το σπίτι της συμμαθήτριάς μου της Ελένης, εκεί ήταν ένα μικρό μπακάλικο και τώρα ένα τεράστιο γκαράζ. Μου λείπει η Αθήνα… Εδώ όμως έχω εγκατασταθεί απ’ το 1968. Είναι μια ζωή και μια οικογένεια εδώ. Δημιουργήσαμε εδώ. Ας μην ξεχνάμε πως φύγαμε απ’ το Θέατρο Τέχνης νεότατα παιδιά και φτιάξαμε πρώτα το θεατράκι του ΡΙΚ κι έπειτα τον ΘΟΚ.
Κλείνω όμως αυτή τη μεγάλη παρένθεση και επιστρέφω στη Μοντ που την ξανασυναντώ μετά από τόσα χρόνια. Όταν επέστρεψα στην Κύπρο, ανέβασα το έργο στο Σατιρικό, το 1998-1999. Αυτή τώρα, είναι η τρίτη φορά. Έχει συμβεί στο παρελθόν να επαναλάβω μεγάλους ρόλους αρκετές φορές. Έχω παίξει Εκάβη εφτά φορές, Μάνα Κουράγιο τρεις, Ματωμένο Γάμο δυο, Μπερνάντα άλλες δυο, Ήταν όλοι τους παιδιά μου τρεις. Και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον γιατί ενώ το έργο είναι το ίδιο, ο σκηνοθέτης, οι ηθοποιοί, η σκηνογραφία, ο χώρος, όλα αλλάζουν. Έπαιξα με τρεις διαφορετικούς άντρες που υποδύθηκαν τον Χάρολντ: τον Γιάννη Βούρο, τον Αντρέα Τηλεμάχου και τώρα τον Φώτιο Φωτίου. Οι δυο τελευταίοι υπήρξαν μαθητές μου. Ξέρετε πόσο συγκινητικό είναι να παίζω με τους μαθητές μου; Πολλές φορές ξεχνιέμαι πάνω στην πρόβα και το μυαλό μου πάει στην τάξη… Είναι και το έργο τέτοιο βλέπετε. Η σχέση δεν είναι ακριβώς δασκάλας – μαθητή αλλά με έναν τρόπο είναι και αυτό.
Στην περίπτωση της Μοντ είχα δουλειά παρατήρησης. Είναι όπλο για τον ηθοποιό να παρατηρεί τους ανθρώπους γύρω του. Το πώς πίνει τον καφέ του, πώς περπατά, πώς βήχει, πώς γελά. Όλα μαζεύονται μέσα στον εγκέφαλο και κάποια στιγμή όταν σου χρειαστούν στοιχεία ξεκλειδώνεις τα κουτάκια της μνήμης και λες αυτό ταιριάζει σε αυτό το ρόλο. Επίσης, έζησα ανάμεσα σε μια μητέρα και μια γιαγιά, υπέροχες και οι δύο. Τα στοιχεία τους, οι συμπεριφορές τους και η καθημερινότητά τους, ήταν πολύ σπουδαίο βιβλίο για μένα. Αυτά συν την προσωπική μου μελέτη σε επίπεδο σωματικής συμπεριφοράς, τα ένωσα και βγήκε τότε η Μοντ. Τώρα όμως, με την εμπειρία των 22 χρόνων που μεσολάβησαν, έχει άλλη γλύκα ο ρόλος.
Κακά τα ψέματα, είμαι σε ένα ηλικιακό στάδιο που τα αναμμένα μου κεριά είναι λίγα. Μπορεί να φτάσω την ηλικία της Φιλιώς Χαϊδεμένου που πήγε 106, μπορεί όμως να φύγω αύριο. Κανείς δεν ξέρει. Διότι το σώμα υφίσταται φθορά. Όσο και να το συντηρείς -και εμείς οι ηθοποιοί πρέπει να το φροντίζουμε και να το έχουμε σε εγρήγορση όπως και το μυαλό- ο χρόνος περνά. Το μυαλό μου είναι εντάξει. Το σώμα μου προσπαθώ να το έχω διαρκώς σε μια ακμαιότητα. Γι’ αυτό γυμνάζομαι και περπατώ.
Δεν σας κρύβω πως αισθάνομαι ότι η ζωή τελικά, όσο χρονών και να γίνεις, είναι μικρή. Δεν προλαβαίνεις να κάνεις αυτά που θέλεις ή τα αναβάλλεις. Γι’ αυτό να μην αναβάλλουμε ποτέ. Ό,τι μπορούμε να κάνουμε να το κάνουμε. Η Μοντ λέει: «Πίστεψέ με Χάρολντ, δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά μόνο το παρόν. Κάντο τώρα, απ’ τη στιγμή που το σκέφτηκες. Γιατί η ζωή είναι μικρή, είμαστε ταξιδιώτες. Αρχίζουμε να πεθαίνουμε απ’ την ώρα που γεννιόμαστε».
Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Χάρολντ και Μοντ» του Κόλιν Χίγγινς, που ανεβαίνει στο Σατιρικό Θέατρο. Παραστάσεις: Κάθε Σάββατο στις 20:30 και Κυριακή 18:30.