Φτιάχνει κολοκυθόπιτα, τη βάζει στο τάπερ και πάει στις 2 η ώρα, μια νύχτα με βροχή στο Σύνταγμα, να ταΐσει το παιδί της… «Οι γονείς σήμερα έτσι μιλούν, στα κουτουρού», θα πει. «Σαν να μιλάς έξω από κάποιο δωμάτιο σκοτεινό και δεν ξέρεις αν είναι κανείς μέσα. Κι αν είναι τι κάνει, πώς ζει… ». Γι’ αυτόν τον 45λεπτο μονόλογο η Αννίτα Σαντοριναίου δεν θέλει να αποκαλύψει πολλά, αφού «συγκλονίζει με τις ανατροπές του. Με συγκινεί πάντως η διαφυγή αυτής της μητέρας στην ψευδαίσθηση», λέει για το έργο που έγραψε ο Βασίλης Κατσικονούρης και σκηνοθετεί ο Γιώργος Μουαΐμης.
Της ζητώ να πάει πίσω στο χρόνο, τότε που πρωτόπαιξε το έργο έξω από το νέο κτήριο του ΘΟΚ. «Έζησα δυνατές συγκινήσεις από τις αντιδράσεις που είχε το “Μπουφάν της Χάρλεϊ” στο κοινό», απαντά. «Υπήρχε κόσμος που περίμενε ώρα στην ουρά, μέσα στο κρύο και τη βροχή, για να μου μιλήσει. Έβλεπα τη φόρτιση στα μάτια τους. Άλλοι μου λέγανε έχασα πέρσι τον κολλητό μου, πριν έξι μήνες τον αδερφό μου… άλλοι με πλησίαζαν χωρίς να λένε τίποτα, με αγκάλιαζαν κι έκλαιγαν με αναφιλητά. Αυτές οι στιγμές είναι ό,τι πιο σημαντικό μπορεί να προσφέρει το θέατρο».
– Λέτε λοιπόν, πως υπάρχουν στιγμές πιο σημαντικές ακόμη κι από το χειροκρότημα; Συνειδητοποίησα μέσα στα τελευταία χρόνια, πιο έμπειρη πια, πως εγώ το θέατρο δεν το ακολούθησα ούτε για το χειροκρότημα ούτε για τις επιβραβεύσεις. Το σημαντικότερο που μπορεί να πάρει ένας ηθοποιός κι ένας καλλιτέχνης γενικότερα, είναι η ευχαρίστηση και ικανοποίηση πως αυτό που έχει προσφέρει έπεσε όπως το σποράκι στη γη και ξεκίνησε να φυτρώνει. Είναι το πιο σημαντικό επίτευγμα της τέχνης. Όσες φορές η τέχνη γίνεται αυτοσκοπός για προβολή και ικανοποίηση μόνο του εαυτού μας, είναι ρηχότερη και κενή.
– Βρίσκετε αλήθεια ενδιαφέρον στο να ερμηνεύετε μονολόγους; Δεν θα το έλεγα. Θυμάμαι όταν μου έστειλε το συγκεκριμένο ο συγγραφέας του να το διαβάσω, μ’ άρεσε πολύ. Είπα πολύ ωραίος μονόλογος. Αλλά να ανεβάσω τώρα ένα μονόλογο; Δεν θα ήθελα να τον προτείνω στον ΘΟΚ. Αυτό που με έσπρωξε να επιμένω να το κάνω ήταν τα αλλεπάλληλα δυστυχήματα στην άσφαλτο με θύματα νέους ανθρώπους. Είναι κάτι που δεν πρέπει να συμβαίνει. Είναι ανάγκη να καταλάβουν τα παιδιά πως ο κίνδυνος είναι δίπλα τους. Δεν έχω λοιπόν ιδιαίτερη φιλοδοξία να κάνω μονολόγους. Το σημαντικό είναι το ίδιο το έργο να έχει να πει πράγματα.
– Από τον λόγο ξεκινούν όλα τελικά; Αν δεν υπάρχει η αγωνία για το περιεχόμενο, σου μένει μόνο το περίγραμμα, χωρίς ψίχα και ψυχή. Δεν έχουν τόση σημασία τα στολίδια. Όσο εξαίσια κι αν είναι τα σκηνικά, όσο εξαιρετική κι αν είναι η μουσική και τα κοστούμια, θα ικανοποιήσουν το κοινό μόνο αισθητικά. Ένας ηθοποιός όμως – κι εγώ το βίωσα και το απέδειξα με το Μπουφάν με το οποίο βγήκα στο δρόμο- άμα έχει να προσφέρει στο κοινό του, θα το κάνει. Θα το δονήσει, θα του μεταδώσει μηνύματα. Τα θεατρικά έργα μπορεί να μην κάνουν επανάσταση, αλλά μπορούν να αφυπνίσουν, να κάνουν ανθρώπους διορατικούς, σκεπτόμενους, ανήσυχους. Ανθρώπους που να μπορούν να διορθώσουν τα λάθη τους.
– Και γιατί ξανά το Μπουφάν; Θα έλεγα πως ήταν ένα «απωθημένο μου. Είχα ανοικτούς λογαριασμούς με το Μπουφάν και το κάνω ξανά με πολύ δίψα, αφού υπάρχει πάλι –όπως και τότε – μια έξαρση θανάτων με μηχανές. Πιστεύω είναι ένας μονόλογος που πρέπει να ακούσουν όσο περισσότεροι νέοι αλλά και γονείς γίνεται. Σήμερα που περνούσα τα λόγια με τον Γιώργο (σ.σ. Μουαΐμη), θυμήθηκα ξανά πόσο συγκλονιστικός είναι. Συνεχίζω να ανακαλύπτω απίστευτα πράγματα.
– Αν σας ζητούσα να μου πείτε πού εστιάζει αυτός ο μονόλογος; Αυτός ο μονόλογος θα έλεγα είναι μια απολογία της δικής μας γενιάς απέναντι στη νεότερη. Ένας απολογισμός οδυνηρός των λαθών που κάναμε εμείς, τα οποία μεταφέρουμε στα παιδιά μας. Και από την άλλη είναι η τρέλα των νιάτων που δεν αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο. Ξέρεις το έργο πραγματεύεται ένα κεφάλαιο, το οποίο δεν αγγίζουμε συχνά. Γι’ αυτό και έχει πολλά να πει σε νέους, κυρίως όμως σε γονείς για τη διαχείριση της σχέσης τους με τα παιδιά. Ο συγγραφέας λέει, οι νέοι θα έπρεπε να είχαν λίγη από των γηρατειών τη λύπη. Κι εγώ προσθέτω ότι κι εμείς οι μεγάλοι θα έπρεπε να είχαμε λίγη μνήμη της νιότης μας.
– Είχατε αλήθεια αψηφήσει τον κίνδυνο στη δική σας νιότη; Ναι και θυμάμαι πόσο πλήγωσα τη μητέρα και τον πατέρα μου, όταν αποφάσισα να εγκαταλείψω το σπίτι μου -και το δεύτερο σπίτι μου το θέατρο Τέχνης, όπως και τον δεύτερο πατέρα μου τον Κουν- για να πετάξω προς την Κύπρο. Αλλά αυτό δεν νομίζω να μου βγήκε σε κακό. Με πόνεσε όμως πολύ εκείνη η περίοδος γιατί αποσχίστηκα από όλα όσα ζούσα και αγαπούσα μέχρι τότε.
– Είναι σημαντικό πάντως αυτό το δόσιμο που επιδιώκεται με το «Μπουφάν της Χάρλεϊ» στο κοινό… Δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς. Ό,τι αποκομίζουμε από αυτή τη ζωή πρέπει να το μεταδίδουμε. Να μην είμαστε τσιγκούνηδες. Αυτή είναι η δουλειά μας, αν πραγματικά την βλέπεις σαν λειτούργημα και όχι σαν επάγγελμα. Όπως τότε έτσι και τώρα νιώθω πως η αποστολή μου σαν ηθοποιός, με το «Μπουφάν» επιτελείται σωστότερα. Θα μπορούσα να διαλέξω μια άλλη ηρωίδα, ένα άλλο έργο, αλλά αυτό που επιθυμώ βαθιά είναι να μεταδώσω στο κοινό μηνύματα, είτε αυτό λέγεται «Μπουφάν», είτε «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» (ένα έργο που ολοκληρώνει τον κύκλο του τον Φεβρουάριο), είτε «Εκάβη» που ετοιμάζομαι να κάνω το καλοκαίρι.
* «Το Μπουφάν της Χάρλεϊ» ανεβαίνει στο Θέατρο Μελίνα Μερκούρη, από τον Πολιτιστικό Λαογραφικό Όμιλο Λευκωσίας. Παραστάσεις 27, 30 Ιανουαρίου και 13, 15, 17, 20, 22, 24, 27 Φεβρουαρίου. Έναρξη 20:30. Εισιτήρια soldouttickets.com