Ήταν μια μέρα με πολύ φως. Τα σπίτια, οι δρόμοι, τα δέντρα, οι πέτρες, το χώμα, η παλιά ηλακάτη πάνω από το πηγάδι, το άροτρο που σκούριαζε για μέρες άνεργο μέσα στο χωράφι, εγώ, η μάνα μου, η αδελφή μου, οι Εγγλέζοι στρατιώτες, τα όπλα τους, και το γαϊδούρι μας ακόμη, όλα έλαμπαν στο φως. Ο κόσμος έλιωνε μέσα σ’ αυτό κι έρεε σαν ποτάμι. Τα πουλιά πετούσαν διάφανα στον ουρανό και οι λαγοί έτρεχαν μέσα στα χόρτα και τα φυτά σαν ηλιαχτίδες.
Ήταν η περίοδος του αγώνα και θα πρέπει να ήταν Ιούλιος, μπορεί και Αύγουστος και είχαμε κατ’ οίκον περιορισμό για δέκα μέρες, με τους Εγγλέζους στρατιώτες να περιπολούν στους δρόμους του χωριού. Ήταν και τα συχνά μαζώματα των αντρών, από δώδεκα χρονών και πάνω, στο γήπεδο, η πείνα, η δίψα, οι ανακρίσεις και τα ρόπαλα. Εκείνη την ημέρα βγαίναμε έξω για πρώτη φορά. Μόνο οι γυναίκες και τα παιδιά, να μαζέψουμε καρπούς από τα περιβόλια μας. Ίσως γι’ αυτό να φάνταζε τόσο έντονο το φως ολόγυρά μας, ύστερα από όλη εκείνη την κλεισούρα που είχαμε περάσει. Βγήκαμε μαζί με τη μητέρα, την αδελφή μου και το γαϊδούρι μας. Μπροστά πηγαίναμε εμείς, κοιτάζοντας με κάποιο αίσθημα φόβου δεξιά κι αριστερά, ενώ πίσω μας ακoλουθούσε το γαϊδούρι, χοροπηδώντας ανάλαφρο πάνω στον χωματένιο δρόμο. Τα δύο άδεια κοφίνια που ήταν δεμένα στο σαμάρι του ανεβοκατέβαιναν σαν τα φτερά του Πήγασου.
Στον δρόμο συναντήσαμε μια ομάδα από οπλισμένους Εγγλέζους στρατιώτες. Μας κοίταξαν ήρεμα, έτσι που καθόλου δεν φοβηθήκαμε. Κάποιοι από αυτούς μας χαμογέλασαν κιόλας, μας πλησίασαν και μας κέρασαν μπισκότα και καραμέλες, πράγματα που εμείς δεν είχαμε. Γι’ αυτό, ίσως, μας φάνηκαν τόσο νόστιμα. Πλησίασαν και το γαϊδούρι, το οποίο είχε μουδιάσει από την πολυήμερη ακινησία μέσα στον στάβλο και το χάιδεψαν στο κεφάλι και τη ράχη με τρυφερότητα. Εκείνο χλιμίντρισε ευχαριστημένο σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι και κουνώντας την ουρά του. Ήταν, ωστόσο, παράξενο, αφού αυτοί ήταν οι ίδιοι εκείνοι στρατιώτες που τις προηγούμενες μέρες χτυπούσαν με τους υποκόπανους των όπλων τους τις πόρτες μας, έμπαιναν στα σπίτια κι έσερναν έξω με τη βία τους άντρες, τους οδηγούσαν στο γήπεδο του χωριού και τους κρατούσαν για ώρες κάτω από τον βασανιστικό ήλιο, πεινασμένους και διψασμένους.
Όταν βρεθήκαμε μέσα στο περιβόλι, το φως δυνάμωσε ακόμη περισσότερο, απέκτησε σώμα, έγινε υγρό καθώς λιωμένο στη φωτιά χρυσάφι, που χύθηκε από τον ουρανό και χρύσωσε όλο τον κόσμο. Αυτό μαρτυρούσαν οι υπερώριμοι καρποί που απλώνονταν παντού. Τα φρούτα έλαμπαν στα δέντρα και στους θάμνους, οι κόκκινες ντομάτες, οι πιπεριές, οι μελιτζάνες κι όλα τ’ άλλα ήταν έτοιμα να πέσουν στο χώμα και να πετάξουν χιλιάδες νέα φυτά, μόνο να είχαν λίγο νερό.
Κατεβάσαμε τα κοφίνια από το γαϊδούρι και τα γεμίσαμε καρπούς. Μαζέψαμε τόσους πολλούς που έγιναν βαριά πολύ για τα αδύναμά μας χέρια και δεν μπορούσαμε να τα σηκώσουμε. Το φως ήταν πια πολύ ζεστό και τυλιγόταν γύρω μας. Κοντεύαμε να λιώσουμε κι εμείς και να διαλυθούμε στο χώμα.
Κι εκεί που κοιτάζαμε αμήχανοι τα γεμάτα κοφίνια και δεν ξέραμε τι να κάνουμε, φάνηκε ξαφνικά μπροστά μας μια άλλη περίπολος. Οι στρατιώτες μας είδαν που στεκόμασταν ανήμποροι και μας πλησίασαν. Είχαν καταλάβει ποιο ήταν το πρόβλημά μας και μας κοίταζαν χαμογελώντας. Ύστερα, δύο απ’ αυτούς, οι πιο δυνατοί, άφησαν κάτω τα όπλα τους, πήραν τα κοφίνια και τα φόρτωσαν στο γαϊδούρι. Κι εμείς δεν ξέραμε να τους πούμε ούτε ένα θενκ γιου. Ύστερα, όταν θα έφευγαν από το νησί, θα μαθαίναμε.
Τώρα, κάθε φορά που θυμούμαι εκείνη τη μέρα, βλέπω το φως της να χύνεται από τον ουρανό και να με τυλίγει ολόκληρο. Όλα τα πράγματα του κόσμου γίνονται διάφανα και ειρηνικά. Και λέω πως όλα όσα συνέβησαν τότε ήταν δουλειά εκείνου του φωτός. Άπλωσε χρώματα στον κόσμο, ωρίμασε τους καρπούς στο περιβόλι κι έκανε τόσο ανθρώπινους τους στρατιώτες του εχθρού. Παρενέβη ανάμεσα στον φόβο και στην έχθρα και ζωγράφισε χαμόγελα στα πρόσωπά τους. Έκανε ακόμη τα αποφασισμένα χέρια τους ν’ αφήσουν τα όπλα και να οπλιστούν με μια χειρονομία ειρήνης.
Το φως, το φως τα έκανε όλα. Το φως αυτό που κάνει διάφανο και λιώνει όλο τον κόσμο. Αλλιώς δεν εξηγείται το γιατί να τα θυμούμαι ακόμη όλα τούτα, τυλιγμένα σαν καραμέλες σε πολύχρωμο χαρτί, να λάμπουν μες στο φως.
Ένα τέτοιο φως να ‘τανε κι ο Θεός, θα γραφότανε αλλιώτικα η ιστορία του κόσμου.
Ένα τέτοιο φως να ‘τανε κι ο Θεός, θα γραφότανε αλλιώτικα η ιστορία του κόσμου.
* Ο Γιώργος Μολέσκης είναι συγγραφέας.