Όταν παντρεύτηκα τον γιο του πολύ λίγα ήξερα για τον ίδιο αλλά αρκετά για το παρελθόν της ιστορίας της γενέθλιας πόλης µου, της Κερύνειας. Είχα εξερευνήσει τους ελληνιστικούς και ρωµαϊκούς τάφους της, το φρούριο, όλες τις εκκλησιές της και πώς µε την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωµανούς το 1571 οι Κερυνειώτες διώχτηκαν όλοι έξω από τα τείχη της και σκόρπισαν στα γύρω χωριά, µέχρι που µετά από δυο ανακουφιστικά σουλτανικά διατάγµατα του 1839 (Hatt-iSherif του Gulkhane) και 1856 (Hatti-i-Humayn), το ντόπιο ελληνικό στοιχείο παίρνει θάρρος ξανοίγεται και µε τα έσοδα, από το θαλασσινό εµπόριο κυρίως, ξαναµπαίνει στην Κερύνεια, αγοράζει τα ερειπωµένα και εγκαταλειµµένα από δυόµισι αιώνες σπίτια και την ξαναζωντανεύει. Ακολουθεί η Μικρασιατική καταστροφή που πέθανε το εµπόριό της και δεν άργησαν να σαπίσουν τα καράβια της και να αρχίσουν οι νέοι της να µεταναστεύουν.
Τον συνάντησα μόνο μια φορά όταν πήγαμε μια ομάδα από το Γυμνάσιο Κερύνειας να του ζητήσουμε να μας παραχωρήσει το κινηματοθέατρό του για μια σχολική μας γιορτή. Τον βρήκαμε στην τεράστια κουζίνα του ξενοδοχείου του, με άσπρη ποδιά να κόβει σε μερίδες βοδινές κοτολέτες. Η παραχώρηση ήταν δεδομένη, γιατί ποτέ δεν αρνιόταν κάτι τέτοιο για τα σχολεία και τα σωματεία της πόλης.
Μετά τον γάμο μου, γνωρίζοντας από κοντά τον Κώστα Κατσελλή, τον άκουα να αναφέρει κομματιαστά περιστατικά της ζωής του και μου κίνησε το ενδιαφέρον. Το 1964 με τις διακοινοτικές ταραχές το ξενοδοχείο άδειασε, τα τουρκικά πλοία απειλούσαν έξω από την Κερύνεια εισβολή. Στο Άγιο Ιλαρίωνα ταμπουρώθηκαν οπλισμένοι Τουρκοκύπριοι και μια πελώρια τουρκική σημαία κυμάτιζε σε μια θεόρατη χαράδρα εκεί ψηλά. Σε όλη αυτή την ένταση, αναγκαστικά έμεινε άπραγος και τον έπεισα να αρχίσει να μου λέει τη ζωή του. Την απόλυτη φτώχεια, την καταπίεση που έζησε από τα δεκατρία του δουλεύοντας στους προύχοντες, τη μετανάστευσή του στην Αμερική, μ’ ένα μικρό μπόγο μόνο αποσκευές, ούτε καν βαλίτσα, με ένα σαπιοκάραβο που λίγο έλειψε να βουλιάξει. Έμαθα για την πείνα που βίωσε τον πρώτο χρόνο στη Νέα Υόρκη και ύστερα τη σκληρή δουλειά και πώς κατάφερε να γίνει άριστος μάγειρας σε μεγάλα ξενοδοχεία, να πάει εθελοντής στον Αμερικανικό στρατό στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά και το πείσμα του να γυρίσει στην αγαπημένη του πόλη και να κάνει οικογένεια, αφήνοντας εκεί μια ζηλευτή θέση κι ένα υπέρογκο για την εποχή μισθό.
Με δέος κατέγραψα τις πρώτες αντιδράσεις εναντίον του της μικροκοινωνίας της Κερύνειας που είχε μείνει χωρίς οικονομικούς πόρους το 1922 και την επιμονή του να κτίσει το πρώτο μοντέρνο ξενοδοχείο, μεταλλάσσοντας την πόλη του σε πρωτοπόρο τουριστικό προορισμό δουλεύοντας σκληρά. Το μεράκι του να προσπαθεί να ωφελήσει την πόλη του και να υποστηρίξει τους φτωχούς νέους, Έλληνες και Τούρκους, εργοδοτώντας τους. Με μετριοφροσύνη μού ομολόγησε τις πολλές δωρεές του, το δημοτικό που έκτισε στο γενέθλιο χωριό του, λίγο έξω από την Κερύνεια, τη βιβλιοθήκη στο Γυμνάσιο της Κερύνειας.
Την πρώτη Κυριακή της εισβολής δυσκολευτήκαμε να τον πείσουμε να βγάλει την ποδιά της κουζίνας και να μπει με άλλους ηλικιωμένους και παιδιά στο αυτοκίνητο για πιο ασφαλισμένο μέρος μέχρι να σταματήσουν οι βομβαρδισμοί των τουρκικών αεροπλάνων, όπως πιστεύαμε τότε.
Στην αναγκαστική μας προσφυγιά με χαμένες τις σημειώσεις μου και για να τον ανακουφίσω, τον πίεσα να μου ξαναδιηγηθεί τη ζωή του για να την ξαναγράψω. Του άρεσε και του κρατούσε άσβηστη την ελπίδα του γυρισμού. Λίγο καιρό μετά που τελειώσαμε, ήρθε μια μέρα βουλιαγμένος σε θλίψη, με πεθαμένη μέσα του κάθε ελπίδα και σε λιγότερο από δυο βδομάδες ο Κώστας Κατσελλής πέθανε. Ιούλη του 1976.
Κατά καιρούς κοιτούσα αυτά που μου διηγήθηκε. Για να τα επαληθεύσω έψαξα σε βιβλιοθήκες μέχρι την Αγγλία, τον βρήκα στα αρχεία του στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών κι έκανα βιβλίο τη ζωή του. Προβληματίστηκα και έμαθα πολλά σε αυτή την προσπάθεια. Ο βίος του και η ιστορία του τόπου μου με δίδαξαν πως η διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής είναι πολύ πιο μικρή από τα γυρίσματα της ιστορίας, που είναι γεμάτη ανατροπές καλές και κακές.
Μένω τώρα με τη βιογραφία αυτού του ανθρώπου στα χέρια, χωρίς να μου εξαντλεί τους αγκώνες στα εύθραυστα και προβληματικά γεράματα που περνώ στην προσφυγιά. Κατά ένα ανεξήγητο λόγο με κάνει να μπορώ να μαζεύω συχνά ανθούς, ακόμη και από τις δυσκολίες της καθημερινότητάς μου, για να παλεύω, έχοντας πίστη στο καλό κομμάτι της ανθρωπότητας και να ελπίζω τα ανέλπιστα όπως το έθεσε ο μέγας Ηράκλειτος: εάν μη έλπηται, ανέλπιστον ουκ εξευρήσει, ανεξερεύνητον εόν και άπορον (αν δεν ελπίζεις δεν θα βρεις το ανέλπιστο, που είναι ανεξερεύνητο και αδιαπέραστο).
* Η Ρήνα Κατσελλή είναι συγγραφέας και πρώην βουλευτής. Η βιογραφία με τίτλο «Ο Κερυνειώτης Κώστας Κατσελλής-Ο άνθρωπος και ο τόπος εκδόθηκε το 1994 και αναθεωρημένο το 2017 στα ελληνικά και σε αγγλική μετάφραση με τίτλο «Kyrenia’s legend-Life and times of Costas Catsellis» από τις εκδόσεις Αρμίδα.