«Θυµάµαι γύρω µου φωτιά. Έτρεξα έξω από τον ναό όπως µας προέτρεψαν κάποιοι στρατιώτες που είδαν τα αεροπλάνα να έρχονται για να βοµβαρδίσουν το χωριό. Σήκωσα ψηλά τα µάτια µου, είδα ένα αεροπλάνο και µετά τέσσερις βόµβες να πέφτουν. Δεν άκουσα την έκρηξη. Αλλά έβλεπα τη φωτιά παντού, γύρω µου. Τα ρούχα µου, το δέρµα µου, είχαν πάρει φωτιά. Ήµουν τόσο φοβισµένη. Άρχισα να τρέχω και συνέχισα να τρέχω, µέχρι που ήµουν τόσο κουρασµένη που σταµάτησα. Φώναζα «πολύ ζεστό, πολύ ζεστό» και ένας στρατιώτης µου έδωσε νερό να πιω. Συνέχισα να φωνάζω. Και τότε αυτός έχυσε το νερό πάνω στο σώµα µου. Μετά έχασα τις αισθήσεις µου… Ήταν Ιούνιος του 1972, ηµέρα Πέµπτη.
Παρέμεινα στο νοσοκομείο για δεκατέσσερις ολόκληρους μήνες. Με υπέβαλαν σε δεκαεπτά συνολικά εγχειρήσεις, ο οποίες κράτησαν μέχρι το 1984. Το ναπάλμ έκαψε βαθιά το δέρμα μου, πιο βαθιά απ’ ό,τι θα καιγόταν από καυτό νερό κι έτσι χρειάστηκαν πολλοί μήνες για θεραπεία. Η αγάπη των ανθρώπων γύρω μου, των γιατρών, των νοσοκόμων και της οικογένειάς μου, ήταν εκείνη που με βοήθησε να αντεπεξέλθω.
Ναι, ήμουν ευτυχισμένη πριν από εκείνο τον Ιούνιο. Όλες σχεδόν οι παλαιότερες αναμνήσεις μου, είναι αγαπημένες. Η μυρωδιά από το φαγητό που μαγείρευε η μάνα μου, το σπίτι που μοιραζόμουν με τα επτά αδέρφια μου, το χαμόγελο του παππού, τα δέντρα στην αυλή, οι φίλοι στο σχολείο… Μέχρι που μια μέρα όλα αυτά άλλαξαν. Ο πόλεμος τα κατέστρεψε όλα…
Ναι, ήμουν ευτυχισμένη πριν από εκείνο τον Ιούνιο. Όλες σχεδόν οι παλαιότερες αναμνήσεις μου, είναι αγαπημένες. Η μυρωδιά από το φαγητό που μαγείρευε η μάνα μου, το σπίτι που μοιραζόμουν με τα επτά αδέρφια μου, το χαμόγελο του παππού, τα δέντρα στην αυλή, οι φίλοι στο σχολείο… Μέχρι που μια μέρα όλα αυτά άλλαξαν. Ο πόλεμος τα κατέστρεψε όλα…
Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να ήμουν ένα «φυσιολογικό» κορίτσι. Όταν ήμουν έφηβη, από δέκα έως δεκαοκτώ χρόνων, αναρωτήθηκα πολλές φορές «γιατί εγώ». Στο σχολείο, δεν μπορούσα να φορώ κοντομάνικα όπως όλα τα άλλα κορίτσια. Πολλές φορές καθόμουν και κοίταζα τα χέρια μου. Το ένα, το δεξί, ήταν μια χαρά. Το αριστερό, όμως και η πλάτη μου ήταν γεμάτα ουλές. Όταν μια φορά άκουσα τη συζήτηση κάποιων κοριτσιών να μιλάνε για ένα πολύ όμορφο αγόρι της τάξης μας που είχε κάψει το χέρι του, λέγοντας πως δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ το αγόρι τους, εξαιτίας των εγκαυμάτων, φαντάζεστε πόσο άσχημα αισθάνθηκα. Γιατί το δικό του κάψιμο ήταν τόσο δα μικρό, τίποτα μπροστά στα δικά μου εγκαύματα.
Ήταν πολλές οι φορές που θέλησα να αποδράσω από τη σκιά αυτής της εικόνας. Η δημοσιότητά της με έπνιγε. Ιδιαίτερα στα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Αν μπορούσα να την κρύψω να μην την βλέπει κανείς, θα το έκανα. Όσο πιο πολύ η ζωή μου βρισκόταν κάτω από έλεγχο, τόσο πιο πολύ ήθελα να ξεφύγω. Ακόμη και μετά την εγκατάστασή μου στον Καναδά. Ήθελα να έχω μια φυσιολογική ιδιωτική ζωή στη νέα μου χώρα με την οικογένειά μου. Ήθελα να την ξεχάσω. Η φωτογραφία, όμως, με ακολουθούσε παντού. Και μαζί της και οι ρεπόρτερ που με είχαν εντοπίσει. Δεν με άφηνε να ξεφύγω. Πώς θα μπορούσα, άλλωστε; Τα εγκαύματα στο κορμί μου, οι ουλές, η φαγούρα, ο πόνος, μα κυρίως οι εφιάλτες, την κρατούσαν και την κρατούν ακόμα ζωντανή.
Τότε συνέβη ένα υπέροχο πράγμα. Γνώρισα μια γυναίκα και απέκτησα μια αγαπημένη φίλη, τη Nancy Pocock. Η «μητέρα Nancy» ήταν μια φιλειρηνιστής ακτιβίστρια και ένας υπέροχος άνθρωπος. Που παρά τα 85 της χρόνια, εξακολουθούσε να ήταν μάχιμη, βοηθούσε κόσμο, είχε ανοίξει ακόμα και το σπίτι της σε πρόσφυγες και νέους μετανάστες. Η «μητέρα Nancy»ήταν αυτή που με έμαθε να ζω με τη φωτογραφία. Αφού δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτήν, μάθε να ζεις μαζί της, μου είπε. Ζήσε μαζί της και δούλεψε μαζί της για την ειρήνη. Και αυτό έκανα. Το δέχτηκα σαν ένα πολύ ισχυρό δώρο. Και τότε βγήκα έξω. Και μίλησα με τους ανθρώπους που ευαισθητοποίησε. Που αισθάνθηκαν την επιρροή και τη δύναμη αυτής της φωτογραφίας.
Χρόνια μετά, στη διάρκεια ενός ταξιδιού μου στην Ουάσινγκτον, επισκέφτηκα το μνημείο των βετεράνων του Βιετνάμ και μίλησα με πολλούς από αυτούς. Ήταν πολύ έντονα φορτισμένες στιγμές. Πολύ συναισθηματικές για μένα. Ένας άντρας με πλησίασε. Με δάκρυα στα μάτια, μου είπε ότι έλαβε μέρος στο βομβαρδισμό του χωριού μου. Κουβαλούσε το βάρος της πράξης του για περισσότερο από 25 χρόνια μέχρι που με γνώρισε και με ρώτησε: «Με συγχωρείς;». «Ναι, σε συγχωρώ, του απάντησα. Γιατί ήξερα ότι κι αυτός, όπως κι εγώ, ήταν θύμα. Και κλάψαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Δεν ήταν εύκολο. Το να ζω, όμως, χωρίς εχθρότητα, με κάνει πιο ευτυχισμένη, με γεμίζει χαρά».
*H Kim Phuc είναι «το κορίτσι στη διάσημη φωτογραφία» – σύμβολο του πολέμου του Βιετνάμ. Ο φωτογράφος Nick Ut, του Associated Press, κέρδισε χάρη σ’ αυτήν το βραβείο Pulitzer.