Ο φλωρεντινός καθηγητής Μαουρίτσιο Σερατσίνι είναι πρωτοπόρος στην εφαρμογή των μηχανικών επιστημών και της βιοϊατρικής για τη μελέτη της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η εργασία του πάνω σε έργα του Ντα Βίντσι επιχειρεί να ρίξει φως σ’ ένα μυστήριο που πάντοτε έλκυε το ενδιαφέρον. Οι έρευνές του έχουν προκαλέσει αίσθηση, αποτέλεσαν αντικείμενο πολλών ντοκιμαντέρ, αλλά και πολλών αντιδράσεων στον κόσμο της τέχνης. Οι κρυφές ζωές των έργων του Λεονάρντο αποτέλεσαν θέμα διάλεξης που έδωσε πριν λίγες μέρες στο The Shoe Factory στη Λευκωσία, στο πλαίσιο των εορτασμών για την επέτειο των 500 χρόνων από το θάνατο του Ντα Βίντσι. Με την αφορμή αυτή, συζητήσαμε μαζί του για πτυχές της ζωής και των έργων του και τις νέες ανακαλύψεις και δυνατότητες που προσφέρει η επιστήμη στην παραγωγή γνώσης και την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς.
– Ποια η γνώμη σας για τη γνησιότητα του πίνακα «Salvador Mundi», του πιο ακριβοπληρωμένου στην ιστορία της τέχνης; Πρέπει να μιλάω μόνο για πράγματα που γνωρίζω. Θέλω να πιστεύω και να ελπίζω ότι έγιναν όλες οι έρευνες για την αυθεντικότητα του έργου, δεδομένου του ποσού που δαπανήθηκε για την απόκτησή του. Θα ήταν καλύτερα, πάντως, αν δημοσιοποιούνταν η απόδειξη της αυθεντικότητάς του. Δεν την αμφισβητώ, γιατί δεν έχω μελετήσει τον πίνακα, αλλά έπρεπε να γίνει μια επιστημονική ανάλυση και μια επίσημη ανακοίνωση. Βλέπεις να επενδύεται ένα αμύθητο ποσό, αλλά συνειδητοποιείς ότι η αγορά της τέχνης κυριαρχείται από τις ταυτοποιήσεις των ιστορικών τέχνης κι όχι τις επιβεβαιώσεις της γνησιότητας. Σημασία δεν έχει η αξία, αλλά το κόστος του έργου, που φτάνει στα ύψη. Αλλά πού είναι οι αποδείξεις ότι αγοράζεις κάτι γνήσιο;
– Πιστεύετε ότι είναι απαραίτητη η εμπλοκή της επιστήμης; Η παραγωγή απομιμήσεων είναι τεράστια ανά το παγκόσμιο, ακόμη και για τους σύγχρονους καλλιτέχνες. Γιατί; Επειδή υπάρχει ζήτηση. Πιστεύω ότι ειδικά οι επενδυτές πρέπει να απαιτούν την απόδειξη της αυθεντικότητας περισσότερο κι από το όνομα του καλλιτέχνη. Η γνησιότητα είναι αυτή που καθορίζει την πολιτιστική αξία του αντικειμένου. Αλλά θα έπρεπε να καθορίζει και την τιμή. Γι’ αυτό η αγορά έργου τέχνης θεωρείται ριψοκίνδυνη επένδυση. Βρίσκω εκπληκτικό, μετά από τόσα χρόνια τριβής με τον τομέα της εφαρμοσμένης επιστήμης στην τέχνη, ότι η αγορά τέχνης αναπτύσσεται με τρελούς ρυθμούς, αλλά χωρίς κανόνες.
– Γνωρίζουμε στ’ αλήθεια τα έργα του Ντα Βίντσι; Κάποια έργα που είχα το προνόμιο να μελετήσω απέφεραν αποτελέσματα που δεν είναι γνωστά στο ευρύ κοινό και προήλθαν από μελέτη με εξειδικευμένη τεχνολογία. Είναι ένας τρόπος να αναδειχτεί μια διαφορετική πλευρά των αριστουργημάτων αυτών. Τα βλέπουμε σε εικόνες, σε βιβλία, στα ΜΜΕ. Πιστεύω ότι υπάρχουν ακόμη περισσότερα να μάθουμε από κάθε αριστούργημα και την ιστορία που έχει να μας πει. Σταθείτε μπροστά από έναν πίνακα, προσέξτε την τεχνοτροπία και τα υλικά και διερωτηθείτε: Ποιο είναι το μυστικό που τα συνθέτει και τα ανάγει όλα αυτά σε αριστούργημα; Πού είναι η ιδιοφυία; Η επιστήμη, λοιπόν, μάς επιτρέπει να πάμε πίσω στον χρόνο και να ανακαλύψουμε τη γένεση ενός αριστουργήματος. Αυτό είναι πιο ενδιαφέρον από το να διαβάζεις μια ετικέτα κάτω από έναν πίνακα και να προχωρείς στον επόμενο, χωρίς να έχεις πάρει τίποτα.
– Ποιες από τις μελέτες σας θεωρείτε τις πιο συναρπαστικές; Για διαφορετικούς λόγους θα αναφέρω δύο από αυτές. Η πρώτη είναι η έρευνά μου για τη «Μάχη του Ανγκιάρι», αν και πολλοί δεν συνειδητοποιούν ότι η τοιχογραφία αυτή που ο Λεονάρντο ζωγράφισε αλλά δυστυχώς δεν ολοκλήρωσε, ήταν το υψηλότερο σημείο που έφτασε ως καλλιτέχνης. Το άλλο είναι η έρευνά μου για την «Προσκύνηση των Μάγων».
-Γιατί θεωρείτε τη «Μάχη του Ανγκιάρι» τόσο σημαντική; Για να πάρει την εντολή να φτιάξει αυτή την τοιχογραφία από τις αρχές της Φλωρεντίας, σημαίνει ότι επιλέχτηκε ως ο νούμερο ένα διαθέσιμος καλλιτέχνης, σε μια εποχή που εκεί ζούσαν και μεγαλουργούσαν ο Ραφαήλ, ο Μποτιτσέλι, ο Γκιρλαντάιο, ο Βερόκιο, οι σπουδαιότεροι δημιουργοί της εποχής. Στο αποκορύφωμα της Αναγέννησης, κλήθηκε να αποτυπώσει μια σημαντική ιστορική στιγμή μέσα στο σύμβολο της πόλης, την Αίθουσα των Πεντακοσίων στο Παλάτσο Βέκιο. Την ίδια εποχή, εργαζόταν παράλληλα πάνω στη Μόνα Λίζα. Τότε, όμως, κανείς δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τον πίνακα αυτόν, ήταν απλώς ένα πορτρέτο. Όλοι εγκωμίαζαν αυτό το απίθανο αριστούργημα, τη «Μάχη του Ανγκιάρι» που χαρακτηρίστηκε «Σχολή του Κόσμου». Με τη δουλειά μας προσπαθούμε να αποκαλύψουμε ένα μικρό έστω μέρος του αριστουργήματος πίσω από έναν τοίχο όπου από πάνω υπάρχουν τα φρέσκο του Βαζάρι.
– Εκτιμάτε ότι έχει μείνει κάτι; Νομίζω πως ναι. Κι αν έχει μείνει, τότε ολόκληρη η ανθρωπότητα θα έχει την ευκαιρία να δει το μεγαλύτερο επίτευγμα του Λεονάρντο ως καλλιτέχνη.
– Και η «Προσκύνηση των Μάγων;» Πεντακόσια χρόνια μετά, οι άνθρωποι έβλεπαν έναν μονόχρωμο πίνακα που κυμαινόταν από ανοιχτό καφέ σε σκούρο καφέ και μαύρο. Μετά από επιστημονικές αναλύσεις, διαπίστωσα ότι αυτή η καφέ ουσία δεν έγινε από τον Λεονάρντο, αλλά το έργο του ήταν κρυμμένο από κάτω. Μελετώντας, διέκρινα από κάτω σκιτσαρισμένες περισσότερες από 70 έξοχες φιγούρες. Χρησιμοποίησα μια ειδική κάμερα δικής μου έμπνευσης. Ήταν μια τεράστια αποκάλυψη. Αποτέλεσε ίσως την κορυφαία στιγμή της 40χρονης και πλέον πορείας μου στην εφαρμογή της διαγνωστικής επιστήμης στην πολιτιστική κληρονομιά. Δίνει μια τεράστια ικανοποίηση που μπορεί να διαρκέσει για μια ολόκληρη ζωή.
– Εξακολουθεί να υπάρχει όμως μια διαμάχη σε σχέση με το έργο… Ναι, εδώ και σχεδόν 17 χρόνια. Ειπώθηκε μάλιστα δημόσια ότι έκανα λάθος. Αλλά πριν από 5 χρόνια, άρχισαν να συντηρούν το έργο. Το έφεραν στο Εθνικό Εργαστήριο Συντήρησης κι άρχισαν να το καθαρίζουν. Το μεγαλύτερο μέρος της καφετιάς ουσίας αφαιρέθηκε κι αυτό είναι απόδειξη ότι δεν ήταν αυθεντική, δεν τοποθετήθηκε από τον Λεονάρντο. Μακάρι να μπορούσαν να πούνε δημόσια πως αυτό που εγώ απέδειξα το 2001 ήταν σωστό, αλλά δεν το έκαναν. Πάντως, εγώ αισθάνομαι ότι έκανα τη δουλειά μου κι ότι τα σχέδια που αποκαλύφθηκαν έπρεπε να παρουσιαστούν στον κόσμο. Είναι κληρονομιά της ανθρωπότητας. Αυτά που είδα εγώ είναι πιθανότατα τα πιο όμορφα σχέδια που έχω δει ποτέ.
– Είναι ο αγαπημένος σας πίνακας; Είναι αυτός που συλλαμβάνει πολλά θέματα που συναντά αργότερα στη ζωή του. Φύση, ζώα, μάχες, πλήθος, ο πρώτος που συλλαμβάνει την κίνηση και τα συναισθήματα. Οι άνθρωποι μοιάζουν σαν να συζητούν έκπληκτοι μεταξύ τους. Πάνω δεξιά υπάρχει μια σκηνή μάχης με καβαλάρηδες.
– Γιατί όμως η «Μόνα Λίζα» είναι το πιο δημοφιλές έργο του; Δεν θέλω να κάνω εχθρούς στη Γαλλία και πρέπει να είμαι διπλωματικός. Η φήμη του έργου απογειώθηκε το 1911. Έγινε πρωτοσέλιδο επειδή κλάπηκε και μεταφέρθηκε στη Φλωρεντία. Έμεινε εκεί δύο χρόνια μέχρι που ο τύπος που το έκλεψε έμεινε από λεφτά κι αποφάσισε να το πουλήσει στην Πινακοθήκη Ουφίτσι. Προφανώς, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Κατά την επιστροφή του έργου στη Γαλλία με το τρένο έγινε μια μεγάλη γιορτή για την επανάκτησή του και τα ΜΜΕ ανήγαγαν το έργο σε παγκόσμιο σύμβολο. Ένα ποπ σύμβολο.
– Δηλαδή, θεωρείτε το μυστήριο γύρω από τον πίνακα κάπως φτιαχτό; Αντίθετα. Δεν νομίζω ότι όλες οι ιστορίες για τον πίνακα αυτόν έχουν λεχθεί και αποκαλυφθεί. Υπάρχουν πολλά περισσότερα να δει κανείς που δεν έχουν παρουσιαστεί στο ευρύ κοινό. Θα έπρεπε μελετήσουν και να εξηγήσουν πώς δημιουργήθηκε. Αντ’ αυτού, απλώς τον κρατούν καθηλωμένο εκεί και εκατομμύρια άνθρωποι συρρέουν να τον δουν, οι περισσότεροι απλώς για να βγάλουν μια φωτογραφία και να πουν ότι ήταν εκεί.
– Αναμένονται περισσότερες ανακαλύψεις σε σχέση με τα έργα του Ντα Βίντσι; Φυσιολογικά, ναι. Χοντρικά, περίπου μόνο τρία από τα έργα του έχουν μελετηθεί επισταμένα από την επιστήμη. Αν κάποιος ρωτήσει πώς δημιουργήθηκε ένας πίνακας θα σου απαντήσουν διάβασε ένα βιβλίο. Η σωστή απάντηση όμως έπρεπε να αφορά τους επιστημονικούς τρόπους που αποδεικνύουν ότι δημιουργήθηκε από τον Λεονάρντο. Αυτό ανακινεί το ενδιαφέρον. Έτσι, στο τέλος ο επισκέπτης τραβάει απλώς μια σέλφι σ’ ένα μουσείο και φεύγει κι αυτό είναι το μόνο που τον νοιάζει.
– Ποια είναι αυτά τα τρία έργα; Η «Προσκύνηση των Μάγων», η «Μόνα Λίζα» -παρότι πρέπει να μελετηθεί ακόμη περισσότερο- και η «Παναγία των Βράχων». Ακόμη και για τις δύο «Παναγίες των Βράχων», υπάρχει μια διένεξη ανάμεσα στο Μουσείο του Λούβρου και την Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου για το ποιος έχει την πιο αυθεντική. Ήρθαν σε συμβιβασμό ότι και οι δύο δημιουργήθηκαν από τον Λεονάρντο, παρόλο που υπάρχουν πολλοί ιστορικοί τέχνης που διαφωνούν.
– Εσείς ποια από τις δύο λέτε ότι ανήκει περισσότερο στον Λεονάρντο; Κατά τη γνώμη μου, αυτή του Λούβρου. Υπάρχουν χτυπητές διαφορές. Το παράξενο είναι ότι αντί να αξιοποιηθεί η επιστήμη και να μελετηθούν συστηματικά από κοινού και με τον ίδιο τρόπο οι δύο πίνακες για να γίνει μετά η σύγκριση, κανένα από τα δύο μουσεία δεν υποχωρεί κι επίσημα τους συμφέρει να ισχυρίζονται ότι είναι κι οι δύο του Λεονάρντο. Δεν το νομίζω, αλλά αν δεν κληθεί η επιστήμη να δώσει τις απαντήσεις δεν θα μάθουμε ποτέ στα σίγουρα.
– Ο «Μυστικός Δείπνος»; Μελετήθηκε αρκετά; Αγγίζεις ένα ευαίσθητο θέμα. Προσπάθησα πολλές φορές να τους συμβουλέψω να μην αποκαταστήσουν αυτό το έργο. Πηγαίνοντας εκεί, κομίζοντας την τεχνολογία που είχα διαθέσιμη τότε, στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, προσπάθησα να αποτρέψω την έναρξη της αποκατάστασης γιατί δεν γνωρίζαμε πολλά και δεν διαθέταμε επαρκή τεχνολογία για να μπορούμε να τεκμηριώσουμε και να καθοδηγήσουμε τα χέρια της συντηρήτριας, εντοπίζοντας τι είναι γνήσιο και τι προστέθηκε αργότερα. Αντίθετα, στα 20 χρόνια που διήρκεσε η αποκατάσταση, η συντηρήτρια βρισκόταν στη σκαλωσιά αποφασίζοντας αν ένα κομμάτι ήταν του Λεονάρντο ή όχι και ακολούθως να αφαιρεθεί. Αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι ουσιαστικά η δική της ερμηνεία.
– Αμφισβητείτε το αποτέλεσμα της αποκατάστασης; Δεν είμαι συντηρητής. Δεν θα ήταν δίκαιο να αξιολογήσω την ποιότητα της αποκατάστασης και την επάρκεια της ίδιας της συντηρήτριας που είναι καταξιωμένη. Αλλά το ερώτημα είναι γιατί να ρισκάρεις; Γιατί να αφήσεις όλη την ευθύνη στο έμπειρο μάτι μιας συντηρήτριας; Η προσπάθεια έπρεπε να καθοδηγείται από την επιστήμη σε κάθε τετραγωνικό εκατοστό. Αυτό δεν έγινε και μάλιστα μου είπαν να μην ξαναπατήσω εκεί. Η αποκατάσταση μοιάζει με εγχείριση. Παρεμβαίνεις δραστικά στον πίνακα. Θα έπρεπε όμως να προηγηθεί μια ιατρική γνωμάτευση. Προσπάθησε να φανταστείς την ιατρική χωρίς τη διάγνωση. Είναι σαν να πηγαίνεις από τον ψυχολόγο –τον ιστορικό τέχνης- κατευθείαν στο χειρουργείο.
– Πώς βρεθήκατε στα βιβλία του Νταν Μπράουν; Θα εξηγήσω. Μια μέρα δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από έναν φίλο στις ΗΠΑ που μου είπε ότι το όνομά μου αναφέρεται στον «Κώδικα Ντα Βίντσι». Δεν ήξερα τι ήταν αυτό. Έμαθα ότι αναφερόμουν στο βιβλίο, ενώ δεν είχα ποτέ μιλήσει ή συναντήσει τον κύριο Μπράουν. Όπως φάνηκε, όλα άρχισαν με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων για την Προσκύνηση των Μάγων το 2001, τα οποία εξήγησα σε μια δημοσιογράφο των «New York Times». Έγραψε ένα κομμάτι που μού δημιούργησε πολλούς μπελάδες, επειδή αποφάνθηκα ότι η καφετιά ουσία δεν ήταν του Λεονάρντο. Ο Νταν Μπράουν το διάβασε κι άρχισε τις εικασίες. Έτσι κι αλλιώς το βιβλίο του είναι προϊόν μυθοπλασίας. Στην πρώτη έκδοση είχε παραλείψει να το γράψει αυτό και πολλοί νόμιζαν ότι όσα έγραφε έστεκαν. Θίγει θρησκευτικά θέματα, για συνωμοσίες, σύμβολα, για τη σύζυγο και τη γενιά του Ιησού κ.λπ. Είναι ένα μπάχαλο. Και μέσα σ’ αυτό το μπάχαλο, αποφάσισε να τοποθετήσει κι εμένα επειδή φαντάστηκε ότι ανακάλυψα τρομερά ευρήματα στην «Προσκύνηση» που δεν μπορούσαν να δημοσιευτούν και οι υπεύθυνοι της Ουφίτσι έκρυψαν, λέει, τον πίνακα για να μην αποκαλυφθεί η ανησυχητική αλήθεια.
– Σας έκανε ζημιά αυτή η υπόθεση; Βρέθηκα «σταυρωμένος» από ιστορικούς τέχνης, επειδή υπέθεσαν ότι εγώ του τα είπα όλα αυτά. Μου πήρε πάνω από τρία χρόνια μέχρι να συναντήσω τον Νταν Μπράουν και στο μεταξύ είχε γράψει και το άλλο βιβλίο, το «Inferno» που επίσης μ’ έβαλε μέσα. Τη μια φορά ήμουν ιστορικός τέχνης, την άλλη ειδικός στη διαγνωστική έργων. Όταν επιτέλους μιλήσαμε απολογήθηκε και μ’ ευχαρίστησε. Όμως ήταν αργά, η ζημιά είχε γίνει. Του ζήτησα την επόμενη φορά να με ρωτήσει ώστε να εγκρίνω όσα μου αποδίδει.
– Ήταν αιρετικός ο Λεονάρντο; Είναι εύκολο να κάνεις εικασίες γι’ αυτόν. Δημιουργεί ειδήσεις. Τα ΜΜΕ αρέσκονται να μεταδίδουν και την παραμικρή υπόθεση σε σχέση μ’ αυτόν.
– Υπάρχει έδαφος όμως. Είναι μυστηριώδης και αινιγματικός… Ναι αλλά χρειάζεται μελέτη και έρευνα. Υπάρχουν περίπου 7.000 σελίδες που έγραψε ο ίδιος και αγνοούνται. Οι Κώδικες της Μαδρίτης βρέθηκαν κατά λάθος. Υπάρχει πολύ υλικό που μπορούμε να ανακαλύψουμε κι αξίζει τον κόπο να το ψάξουμε.
–Υπάρχει ένας θρύλος ότι ταξίδεψε στην Κύπρο και τα Λεύκαρα. Επειδή τα κεντήματα πάνω στο τραπεζομάντηλο στον «Μυστικό Δείπνο» μοιάζουν με λευκαρίτικα. Ωστόσο, ο Βαζάρι αναφέρει ότι είναι αναφορά σε κεντήματα της Ρεμς. Δεν γνωρίζω αν ήρθε ποτέ στην Κύπρο. Αν υπήρχε κάποιο στοιχείο, θα μπορούσα να τοποθετηθώ. Πήγε όμως σίγουρα στη Γαλλία. Κι έζησε εκεί. Πιθανόν να είδε κάτι που του άρεσε. Θα μπορούσε να γίνει μια έρευνα από κάποιον φιλόδοξο ερευνητή και να βρει αν υπάρχει οποιαδήποτε σύνδεση με την Κύπρο.
-Γιατί άφησε πίσω του τόσα ανολοκλήρωτα έργα; Θα σου δώσω μια αντισυμβατική απάντηση που δεν θα διαβάσεις σε βιβλία της ιστορίας της τέχνης. Προσπάθησε να φανταστείς έναν άνθρωπο διαφορετικό από όλους τους άλλους καλλιτέχνες γύρω του. Πρώτα και κύρια οι καλλιτέχνες εκείνη την εποχή υπέγραφαν συμβόλαιο για να εργαστούν κατά παραγγελία για την Εκκλησία. Ήταν διεκπεραιωτές. Ο καθένας είχε το δικό του στιλ και τη δική του χάρη, αλλά το θέμα, το μέγεθος κ.λπ. ήταν καθορισμένο. Ο Λεονάρντο απέρριπτε την ιδέα να κάνει ό,τι του ζητούν. Ένας άλλος λόγος είναι ότι δημιουργούσε, δεν έφτιαχνε. Ήθελε χρόνο να σκεφτεί και συχνά καθόταν και δεν έκανε τίποτα για μέρες. Η τέχνη θεωρείτο τότε χειρωνακτική εργασία. Για παράδειγμα, όταν εργαζόταν στον Μυστικό Δείπνο κάποιοι διαμαρτύρονταν γιατί δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι κάποιος δεν εργάζεται ολημερίς. Ο Λεονάρντο ήταν άνθρωπος που δεν ήξερες πότε και αν θα τελειώσει τη δουλειά. Η δημιουργία ήταν μέρος της αέναης έρευνάς του για την τελειότητα και την απόλυτη ομορφιά. Άρα, δεν είναι ότι δεν τελείωνε τις δουλειές, αλλά ότι ήθελε να τον αφήσουν ήσυχο να κάνει αυτό που θέλει. Σήμερα το βρίσκουμε φυσιολογικό αυτό για έναν καλλιτέχνη.
– Θα ήταν επιτυχημένος αν ζούσε στις μέρες μας; Πιθανόν να περνούσε τον ίδιο τύπο κόλασης. Άνθρωποι να τον αμφισβητούν, να τον θεωρούν αφερέγγυο και αντιπαραγωγικό και να μη βλέπουν την ιδιοφυία μέσα του. Υπέφερε πολύ κι ήταν μοναχικός άνθρωπος. Αν το σκεφτείς, ο μόνος φίλος που είχε ποτέ ήταν ο βασιλιάς της Γαλλίας στα τελευταία του χρόνια, που του έδωσε τον χώρο και τον χρόνο που ήθελε και τον πλήρωνε χωρίς αντάλλαγμα για να κάνει ό,τι θέλει. Στη Φλωρεντία αντιμετώπισε μεγάλη εχθρότητα και ανταγωνισμό και είχε πολλούς αντιπάλους. Κυρίως τον Μιχαήλ Άγγελο.
– Γιατί; Ο Μιχαήλ Άγγελος ήταν πιο ευθύς και καθόλου σοφιστικέ. Μισούσε τη λεπτότητα του Λεονάρντο. Τον μισούσε για το πώς ντυνόταν, πώς μιλούσε, για το γεγονός ότι δεν του άρεσε η σωματική εργασία και προτιμούσε τη γαλήνη του νου όταν δημιουργούσε. Ήταν δύο εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες. Ο Λεονάρντο δεν μισούσε κανέναν εξ όσων γνωρίζω, αλλά ο Μιχαήλ Άγγελος ήταν βίαιος άνθρωπος. Γιατί είχε στραβή μύτη; Την έσπασε σε καυγά. Δεν χώνεψε ότι η «Μάχη του Ανγκιάρι» ανατέθηκε στον Λεονάρντο κι όταν του ανέθεσαν την ίδια περίοδο να ζωγραφίσει τη «Μάχη της Κάσινα» στην Αίθουσα των Πεντακοσίων, δεν τη ξεκίνησε επειδή δεν υπήρχε περίπτωση να δουλέψουν οι δυο τους κάτω από την ίδια στέγη.
– Τι γνωρίζουμε για τη σχέση του Λεονάρντο με την οικογένειά του; Μπορούμε να ξέρουμε ποια ήταν η μητέρα του, αλλά υπάρχουν εικασίες ότι ήταν υπηρέτρια του συμβολαιογράφου πατέρα του και πως όταν τον γέννησε πιέστηκε να παντρευτεί κάποιον άλλο για ν’ αποκατασταθεί κοινωνικά. Ο πατέρας του δεν τον εγκατέλειψε, στο έγγραφο της βάφτισης του Λεονάρντο είναι δηλωμένος ως γιος του. Αλλά όταν αργότερα μοίρασε την κληρονομιά τον αδίκησε, προικίζοντας τους πιο νόμιμους γιους του. Η σύγκρουση με τον πατέρα του πρέπει να ήταν σοβαρή.
– Γιατί το λέτε αυτό; Βρίσκω ενδιαφέρον το γεγονός ότι, εξ όσων γνωρίζω, δεν υπάρχει ούτε ένας πίνακάς του στον οποίο να εμφανίζεται και ο Ιωσήφ μαζί με την Παναγία. Μοιάζει με απόρριψη της πατρικής φιγούρας. Στην Προσκύνηση π.χ. είναι όλοι εκεί -οι Μάγοι, οι Άγγελοι, η Μαρία, το θείο βρέφος- εκτός από τον Ιωσήφ.
– Τι διδάσκει ο Ντα Βίντσι στον σύγχρονο άνθρωπο; Να είναι περίεργος. Είναι προτεραιότητα για τον καθένα που θέλει να φτάσει στη γνώση. Αυτή ήταν η πηγή της δύναμης του μυαλού του: έθετε συνεχώς ερωτήσεις και δεν τα παρατούσε μέχρι να βρει τις απαντήσεις με ό,τι είχε γύρω του. Παρατηρούσε και ανέλυε τα πάντα, την ανατομία, το πέταγμα των πουλιών, τη ροή του νερού. Σήμερα έχουμε τόσα να μάθουμε, αλλά θέτουμε στους εαυτούς μας όλο και λιγότερες ερωτήσεις. Μας δίνονται τόσες μαζεμένες απαντήσεις, αλλά δεν γνωρίζουμε ποιες ερωτήσεις είναι οι κατάλληλες για μας. Το λάθος είναι ότι τις αναζητούμε έξω κι όχι μέσα μας. Το να ρωτάς τον εαυτό σου είναι ο ιδανικότερος τρόπος να εξελιχθείς.
* Ευχαριστούμε τη Μαρία Παφίτη για τη βοήθεια και τη φιλοξενία.