Μελετητής, εκπαιδευτικός, μα πάνω απ’ όλα ξεχωριστή μορφή της σύγχρονης κυπριακής λογοτεχνίας, αφήνει το δικό του αποτύπωμα στην ποιητική ζωή που επέλεξε να ζει. 
 
«Κατεβαίνω στους δρόμους
κουβαλώντας μέσα μου
εκκωφαντικές εκρήξεις
από λέξεις.
Βαδίζω διάφανος
σχεδόν τυλιγμένος στις φλόγες…».

(«Απομαγνητοφώνηση», 1978, σελ. 20).

– Τι σημαίνουν για σας οι λέξεις; Οι λέξεις είναι ο βασικός πυρήνας της ποιητικής δημιουργίας – η ποίηση είναι κάτι το πολύ ουσιαστικό. Δεν ξέρω πάντως αν κατάφερα να γράψω κάποια ποιήματα. Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια ασχολήθηκα και ασχολούμαι με την έρευνα και τη διερεύνηση κάποιων άλλων θεμάτων, πρωτίστως με τη ζωή του Ανδρέα Κάλβου και σε μία εποχή ιδιαίτερα διαφοροποιημένη πλέον – λόγω της τεχνολογίας.  

 
– Πολλές φορές πάντως συνάντησα τη λέξη «θλίψη» στα ποιήματά σας… «Η θλίψη είναι σαν το θολό τζάμι / ανάμεσα στον ποιητή και τη ζωή…», υπάρχει κάπου καταγεγραμμένο… Ναι. Η φράση είναι του Ορχάν Παμούκ. Υπάρχει και το μότο από τον Σεφέρη: «Έτσι ήταν· / ξέραμε τι θα πει σκλαβιά». Στη συλλογή «Η Θλίψη του Απογεύματος» κυριαρχεί η μετέωρη θλίψη της ιστορίας και όπως έχει επισημανθεί, τα ποιήματα προβάλλουν το συναίσθημα της «ηττημένης μνήμης». Είναι αφιερωμένα στις γυναίκες της Καρπασίας. Στο δεύτερο μέρος της συλλογής με τίτλο «Νερά της Κύπρου», υπάρχει η φράση του Λεόντιου Μαχαιρά «και πολλά επικράνθη θωρώντα το τόσον όμορφον νησσίν και ήτον έρημον». Το πρώτο ποίημα σε αυτή την ενότητα, με τίτλο «στο γκρίζο φως», είναι χαρακτηριστικό για αυτή τη θλίψη: «Ο θρυμματισμένος κόσμος / της Κύπρου / κι οι τελευταίες λέξεις / του Τσέζαρε Παβέζε / “δεν θα ξαναγράψω πια”. / Στη Σαλαμίνα και στην Έγκωμη / η κατάστικτη σελήνη / μέσα στην παγωμένη νύχτα / ανασαίνουμε το σκοτεινό· / ρίγος της  άνοιξης». Για να σας απαντήσω όμως, είναι κάτι που ίσως σχετίζεται με την παιδική μου ηλικία, με τις εμπειρίες που είχα στη Λάρνακα.
 
Ζούσαμε τότε με την οικογένειά μου σε μια φτωχογειτονιά, τον Άη Γιάννη, κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες. Κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν η ζωή μου εκεί. Αυτή η περίοδος, θα έλεγα πως με καθόρισε οριστικά. Κι όλες αυτές οι εμπειρίες έχουν περάσει σε ένα κείμενό μου πεζογραφικό, τους «Συμμορίτες», που επανακυκλοφόρησε πριν από λίγα χρόνια στην Αθήνα, με επιμέλεια του Αλέξη Ζήρα, ο οποίος εξηγεί ότι ο τίτλος αναφέρεται σε συνάθροιση μικρών παιδιών τη δεκαετία 1950-1960. Είναι τα πρώτα χρόνια που ζούσα ακόμη με τους γονείς μου στη Λάρνακα, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου καλύπτει την περίοδο που έζησα  στην «Παιδική Στέγη». Ήταν αυτά τα ιδρύματα τον καιρό της αγγλοκρατίας, όπου μάζευαν φτωχά και ορφανά παιδιά – σε συνθήκες σαφώς πολύ καλύτερες από εκείνες που ζούσαμε προηγουμένως. Στην «Παιδική Στέγη», είχα μάθει και τον θάνατο του πατέρα και της μητέρας μου – αν και τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες πέθαναν και οι δύο, τις έμαθα πολύ αργότερα. Ο πατέρας μου, από τη μία, είχε ζήσει πολύ δύσκολα σε ό,τι αφορούσε τις επαγγελματικές του ενασχολήσεις -ήταν και μεγάλος πλέον- κι έτσι όλες του οι δουλειές είχαν πάρει μία αρνητική στροφή κάποια περίοδο. Έχασε την περιουσία του από δικούς και φίλους και το εμπόριο κεντημάτων πήγε κι αυτό στράφι. Σκέφτομαι, καμιά φορά, πως μέσα από αυτή την καταστροφή έφτασα στον Ανδρέα Κάλβο. Διαφορετικά, σήμερα θα πουλούσα οικόπεδα στο χωριό του πατέρα μου. Πέθανε τελικά μόνος -αφού είχε πεθάνει ένα χρόνο μετά τον θάνατο της μητέρας μου, το 1958- κατεστραμμένος οικονομικά, πάμφτωχος. 
– Κι η μητέρα σας; Η μητέρα μου, απ’ την άλλη, ήταν μία γυναίκα η οποία είχε μία καλή μόρφωση, καλλιεργημένη, οργανωμένη και στον χώρο της Αριστεράς, πιστεύοντας στον Άνθρωπο και σε έναν καλύτερο κόσμο. Συμμετείχε σε κοινωνικούς αγώνες της εποχής εκείνης, ενώ παράλληλα έγραφε και ποιήματα – τιμήθηκε πρόσφατα μάλιστα και από την Π.Ο.Γ.Ο και διαβάστηκε ένα εξαιρετικό κείμενο που έγραψε για την ποίησή της η κυρία Μαρία Πυλιώτου. Τελικά, εξαιτίας των πολύ δύσκολων συνθηκών, έθεσε τέρμα στη ζωή της. 
– Πόσων ετών ήσασταν όταν συνέβη το γεγονός; Όταν πέθανε η μητέρα μου, εγώ ήμουν εννιά ετών… Κοιτάξτε, είναι τραυματικές εμπειρίες αυτές, αν σκεφτείτε μόνο ότι ως παιδί πήγα, με διαφορά ενός έτους, σε δύο κηδείες – της μητέρας, αλλά και του πατέρα μου. Κι αν θυμάμαι καλά, τις νεκροφόρες τις έσερναν τότε άλογα. Στους «Συμμορίτες», λοιπόν, προσπάθησα να αποδώσω πιστά αυτά που έζησα, αλλά παράλληλα και τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής εκείνης που ζούσε η Κύπρος ιστορικά. Η αθηναϊκή έκδοση, την οποία επιμελήθηκε ο Αλέξης Ζήρας, είχε θετικές κριτικές στην Ελλάδα. Σύντομα θα επανακυκλοφορήσει στην Κύπρο από τις εκδόσεις «Εν Τύποις» της Βούλας Κοκκίνου, με νέα εκτεταμένη εισαγωγή του επιμελητή.
– Ξεπερνιούνται ποτέ, πιστεύετε, τέτοιες μεγάλες προσωπικές απώλειες;  Δεν ξέρω αν ξεπερνιούνται ποτέ. Αλλά, προσωπικά, μέσα από κάποιες δικές μου επιλογές, βρήκα μια διαφυγή από το πρόβλημα. Μέσα από την ποίηση αρχικά. Με τις μελέτες στη συνέχεια, με την εργασία μου στα σχολεία της Κύπρου, με τις έρευνες για τον Ανδρέα Κάλβο τις οποίες συνεχίζω μέχρι σήμερα. Όταν ασχολείσαι με κάτι δημιουργικό, είναι πολύ σημαντικό – και για σένα τον ίδιο. Κι άλλωστε, όπως υπάρχει η χαρά, υπάρχει και η θλίψη. 
– Απελπιστήκατε πολλές φορές στη ζωή σας; Έζησα δύσκολες στιγμές, ακραίες, αλλά δεν απελπίστηκα ποτέ. Μπορεί να πληγώθηκα, αλλά δεν απελπίστηκα. 
– Σε τι αφορούσαν οι ακραίες στιγμές; Στο να μην έχεις να φας, για παράδειγμα. Ή, στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, λόγω μιας παρεξήγησης, δεν είχα πού να κοιμηθώ και κοιμήθηκα στην αυλή της εκκλησίας του Αγίου Λαζάρου, στη Λάρνακα. Δεν θα ξεχάσω τον παιδικό μου φίλο -υπάρχει και στους «Συμμορίτες»- ο οποίος έμεινε μαζί μου στην αυλή της εκκλησίας. Αλλά όταν ζεις τα γεγονότα, δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς κάποια πράγματα. Απλώς, τα ζεις. 

«Φεύγω
και χάνομαι στους δαιδαλώδεις δρόμους
της ζωής,
σκοντάφτω πάνω
στις πέτρινες καρδιές
των ανθρώπων
κι ύστερα σε σένα
πάλι ξαναγυρνώ
ω, ποίηση».

(«Ποιήματα Β’», 1977, σελ. 71)

 

– Πώς αντιμετωπίζετε τους ανθρώπους; Με αθώα «ματιά»; Ναι. Άλλωστε και με τους μαθητές μου αυτή την αντιμετώπιση είχα. Ήμουν πάντα καλοπροαίρετος. Μπορεί να ήταν και λάθος, δεν ξέρω. Πρωτοδιορίστηκα το 1975 – νομίζω το σχολείο λεγόταν τότε Γυμνάσιο Αγίου Γεωργίου, στη Λάρνακα. Οπότε οι πρώτες μου επαφές με μαθητές, ήταν με παιδιά -πρόσφυγες κυρίως – παιδιά που είδαν και έζησαν πολλά, τα περισσότερα ανείπωτα. Θα σας φέρω ένα παράδειγμα. Θυμάμαι κάποτε είχα κάνει παρατήρηση σε ένα παιδάκι, γιατί είχε μιλήσει άσχημα σε μια μαθήτρια. Σηκώνεται επάνω, βάζει τα κλάματα, βγαίνει ξαφνικά από την τάξη και εξαφανίζεται. Εγκατέλειψα την τάξη και βγήκα έξω, στην αυλή. Για να τον βρω. Ένα πληγωμένο παιδί, που κουβαλούσε στην ψυχή του πολλά – ένα παιδί που σώθηκε τυχαία, όταν πια είχαν μπει τα τανκς στο χωριό του, όταν κάποιος που ήταν πληγωμένος του έκλεισε το στόμα για να μην τον ακούσουν οι Τούρκοι στρατιώτες και τον σκοτώσουν. Ήταν το παιδί που αγαπούσα πολύ. Σε λίγες μέρες, η φιλία μας αποκαταστάθηκε. Τέτοιες εμπειρίες από αυτά τα παιδιά, που σήμερα είναι πια «μεγάλοι», πολλές.  

– Η επαφή σας με τους μαθητές σας στη Μέση Εκπαίδευση, αντιστάθμισε κάπως τις τραγικές εμπειρίες της παιδικής σας ηλικίας; Η επαφή με νέους ανθρώπους είναι πάντοτε σημαντική. Κι υπήρξε, νομίζω, αμοιβαία εκτίμηση και σεβασμός, όλα αυτά τα χρόνια, ανάμεσα σ’ εμένα και στους μαθητές μου. Δεν είχα, άλλωστε, ποτέ επαγγελματικές φιλοδοξίες – για προαγωγές κ.λπ. Δεν είχα ποτέ μωροφιλοδοξίες, δεν είχα ποτέ τέτοια κίνητρα. Κάτι που, ίσως, με βοήθησε στο να αποκτήσω μία πιο ουσιαστική σχέση με τους μαθητές μου και μακροπρόθεσμη. Από το 2004, επίσης, δίδασκα στο Γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου. Αυτή η εμπειρία είναι μία άλλη «θλίψη», είναι αυτή που καταγράφεται, καταρχήν, στη «Θλίψη του Απογεύματος». Ζώντας στο Ριζοκάρπασο, λοιπόν και συναντώντας ανθρώπους εκεί, κατέγραψα συγκλονιστικές μαρτυρίες, εν είδει ημερολογίου, το οποίο και θα εκδώσω κάποια στιγμή – ελπίζω να προλάβω. Ξεθαρρεύοντας πια, μετά τον πρώτο καιρό του διορισμού μου εκεί, άρχισα να κάνω διερευνητικές διαδρομές, έχοντας μαζί μου φωτογραφική μηχανή και ένα χάρτη στα ελληνικά και στα τουρκικά. Πήγα παντού – ατέλειωτες ώρες, από τον Απόστολο Ανδρέα-Κάστρος μέχρι τους Σόλους και στο Ανάκτορο στο Βουνί. Δεν έλειπαν και τα προβλήματα βέβαια – μία φορά βρέθηκα, θυμάμαι, σε μια περιοχή όπου έκανε άσκηση ο τουρκικός στρατός με πραγματικά πυρά. Ή, μία άλλη φορά, είχα βγει από τη Δεκέλεια, όταν πια άρχισα να ταξιδεύω με το αυτοκίνητό μου – ακολουθώντας πάντα τις δικές μου ιδιαίτερες διαδρομές. Βρήκα, θυμάμαι, εξαιρετικές βυζαντινές εκκλησίες, ξεθωριασμένες τοιχογραφίες, καταστραμμένα νεκροταφεία – στην προσπάθειά τους οι έποικοι να βρουν κοσμήματα και χρυσά δόντια, κατέστρεφαν τους τάφους. Έζησα και συναναστράφηκα εξαιρετικούς ανθρώπους, μαθαίνοντας τις συγκλονιστικές τους ιστορίες. Από το Ριζοκάρπασο έφυγα οριστικά μετά από ατύχημα που είχα με το αυτοκίνητο – είχα τραυματιστεί σοβαρά. Έκτοτε δεν μπορώ να ξαναπάω στα κατεχόμενα, λόγω κάποιων «δικαστικών» εκκρεμοτήτων – αντιλαμβάνεστε…
– Για να περάσουμε σε ένα άλλο, πολύ σπουδαίο κεφάλαιο, είστε πλέον ο κατεξοχήν ερευνητής της ζωής του Ανδρέα Κάλβου, αν δεν κάνω λάθος… Έχετε παραγάγει πολύ σημαντικό έργο για τον ποιητή… Δεν νομίζω να είμαι ο κατεξοχήν ερευνητής της ζωής και του έργου του Ανδρέα Κάλβου. Πολύ πιο πριν, πολλοί ασχολήθηκαν με τα εργοβιογραφικά του Κάλβου. Για παράδειγμα ο Κ. Πορφύρης, πριν από την εποχή της ψηφιοποίησης σχεδόν των πάντων, μας έδωσε τα στοιχεία για τον Καρμπονάρο Κάλβο. Και τόσοι άλλοι, όπως ο Μάριο Βίττι, ο Μπουβιέ και άλλοι, συμπλήρωσαν αρκετά κενά στην εργοβιογραφία του Κάλβου. Τα τελευταία οκτώ χρόνια, ο Σπύρος Παππάς έχει προσθέσει τα πιο σημαντικά νέα στοιχεία για τις σπουδές του Κάλβου και τη συμμετοχή του σε θεατρικές παραστάσεις στη Φλωρεντία, σε έργα του Αλφιέρι – σύμφωνα με δημοσιεύματα, σε έντυπα του 1814 και 1815, καταχειροκροτήθηκε από το κοινό. Οι μελέτες του Παππά έχουν ανοίξει έναν καινούργιο ορίζοντα για τις καλβικές σπουδές. Χωρίς κανένα πανεπιστημιακό τίτλο και μόνο με απολυτήριο Λυκείου. Αρκετοί είναι, πάντως, οι λόγοι που με οδήγησαν στον Ανδρέα Κάλβο – αν και μου είναι δύσκολο να σας τους αφηγηθώ. Το 1992 δημοσιεύτηκε στο κυπροελλαδικό περιοδικό «Σημείο», πρώτη φορά ένα εκτενές χρονολόγιο για τη ζωή και το έργο του Κάλβου με πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Το 2003 στο «Αντί», αλλά και στο περιοδικό «Πόρφυρας», δημοσιεύτηκε, επίσης για πρώτη φορά, η «Ωδή ελπίς πατρίδος», η οποία εντοπίστηκε με τη βοήθεια του Τεύκρου Χαχολιάδη -μαθητή τότε- στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης, γραμμένη το 1819. Το πιο πρόσφατο είναι το βιβλίο μου «Παραλειπόμενα και συμπληρώματα στη βιογραφία του Ανδρέα Κάλβου», το οποίο εκδόθηκε το 2018, με εισαγωγή του Αλέξη Ζήρα. 
– Η τύχη σάς έφερε κοντά στον Ανδρέα Κάλβο; Το ίδιο με είχαν ρωτήσει και σε ένα συνέδριο στο Πανεπιστήμιο La Trobe, στη Μελβούρνη. Τότε, είχα απαντήσει αυθόρμητα πως, όταν ήμουν μαθητής, στο Γυμνάσιο, είχα μάθει μία μικρή πληροφορία για τη ζωή του: Ότι παντρεύτηκε Αγγλίδα. Αυτό μου είχε κάνει εντύπωση τότε – λίγα χρόνια μετά το τέλος της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο, ζώντας υπό άλλες συνθήκες. Έζησε στο εξωτερικό, πέθανε εκεί – η επόμενη πληροφορία που είχα μάθει ως παιδί. Μεγαλώνοντας, ξεκίνησα να έχω μία ιδιότυπη «σχέση» με τον Ανδρέα Κάλβο, αυτό τον σπουδαίο ποιητή, μέχρι σήμερα. Μιλώντας, άλλωστε, για τη νεοελληνική ποίηση, ας μην ξεχνάμε πως δύο είναι οι γενάρχες της: Ο ένας είναι ο Διονύσιος Σολωμός κι ο άλλος ο Ανδρέας Κάλβος. 
 

 
– Γενικότερα, θα λέγατε πως υπήρξατε τυχερός ή άτυχος στη ζωή σας, κύριε Ζαφειρίου; Η τύχη και η ατυχία είναι πώς προσαρμόζεσαι σε δεδομένες συνθήκες ζωής. Πολλές φορές βέβαια, δεν μπορείς να ελέγξεις τα πράγματα και μπορεί να βρεθείς αλλού, σε άλλους δρόμους. Υπήρξα πάντα συνεσταλμένο παιδί – αυτό ίσως να με «γλίτωσε».
– Είστε εν τέλει υπερήφανος για ό,τι καταφέρατε – αν σκεφτεί κανείς τις συνθήκες ζωής στις οποίες μεγαλώσατε; Αυτά, αγαπητέ μου, είναι ασήμαντα μπροστά στην τραγικότητα της ζωής. Νέοι που πεθαίνουν από τα ναρκωτικά, παιδιά που χάνονται στους δρόμους της πορνείας ή πεθαίνουν στους συνεχείς πολέμους, παιδιά που δεν έχουν να φάνε και πεθαίνουν σκελετωμένα… Κι εγώ σήμερα παίρνω μια σύνταξη, που μου επιτρέπει να ταξιδεύω συχνά. Δεν είναι το ίδιο για όλους τους συνταξιούχους και πολύ περισσότερο, γι’ αυτά τα παιδιά που δεν έχουν πού να ακουμπήσουν. Ας μην απελπιζόμαστε. Όπως λέει κι ο Κάλβος σε μια ωδή του: «Φαίνεται εις τον ορίζοντα ωσάν χαράς ιδέα…».

Φιλgood, τεύχος 228.