Συναντήσαμε τον γνωστό ενδυματολόγο και σκηνογράφο στις πρόβες των κοστουμιών του «Βαφτιστικού» λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα του έργου, που θα περιοδεύσει ανοικτά θέατρα της Κύπρου.
Πώς μεταφέρεις ένα έργο που γράφτηκε έναν αιώνα πριν στο σήμερα; Για τον Εδουάρδο Γεωργίου που υπογράφει τα σκηνικά και τα κοστούμια του έργου για τον ΘΟΚ, η διαδικασία ήταν να το μεταφέρει στη σκηνή μέσα από την τρέλα της κωμωδίας, με μια διάθεση ειρωνείας και σαρκασμού των γεγονότων στα οποία αναφέρεται. «Θελήσαμε με τον σκηνοθέτη του, τον Παναγιώτη Λάρκου, να το φέρουμε στο σήμερα, να μιλήσουμε στο σήμερα. Χωρίς όμως να το υπονομεύσουμε και να το προσβάλουμε. Έχει μεγάλη σημασία να προσπαθήσεις αυτό, δηλαδή ένα έργο το οποίο έχει κάπως γεράσει να το προσεγγίσεις με σεβασμό, χωρίς να το κοροϊδέψεις. Είναι μια παράσταση που διακατέχεται από ενθουσιασμό», αναφέρει ο Εδουάρδος που πρόσφατη δουλειά του είδαμε ξανά στην Κύπρο όταν έκανε τον “Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου”, μια παράσταση που όπως λέει ο ίδιος τον σημάδεψε. «Βγαίνει κάτι φρέσκο, το βλέπεις στις πρόβες. Η ομάδα έχει δέσει πολύ όμορφα, το κλίμα της πρόβας που δημιουργεί ο σκηνοθέτης είναι πολύ ωραίο. Έχουμε κάτι καινούριο να προτείνουμε. Κι όταν υπάρχει ενθουσιασμός είναι σαν να έκανες ήδη τη μισή δουλειά», λέει και παραδέχεται πως τον Παναγιώτη Λάρκου, με τον οποίο έχει συνεργαστεί και στο παρελθόν, τον εμπιστεύεται πια τυφλά.
Εμπνευσμένος από ιστορικά σχήματα του περασμένου αιώνα, λοιπόν, ο «Βαφτιστικός» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη θα ταξιδέψει τον θεατή σε έναν κόσμο γεμάτο χρώμα. «Επιδιώξαμε να το μεταφέρουμε μέσα από το πνεύμα του τσίρκου, του μπουρλέσκ, της κωμωδίας, της ανάμιξης στοιχείων, χωρίς να προσκολληθούμε στη συγκεκριμένη εποχή που γράφτηκε το έργο. Όλα αυτά τα αναμίξαμε για να βγει το αποτέλεσμα που θέλουμε, αυτό της χαράς και της ελαφράδας».
Ένα καινούριο κείμενο κάθε φορά είναι για τον ίδιο μια νέα ανακάλυψη. Γι’ αυτό και δεν θα έλεγε πως κυνηγά ένα συγκεκριμένο θεατρικό είδος για να δουλέψει. «Είμαι πολύ ανοικτός σ’ αυτό. Κάθε καινούρια δουλειά εξάλλου, είναι ένας ολόκληρος κόσμος που ανοίγεται μπροστά σου. Είτε σύγχρονο είναι το έργο, είτε εποχής. Το λέω αυτό γιατί σε μια πρώτη ματιά μπορεί τα έργα εποχής να σου δίνουν δυνατότητες να δουλέψεις με κοστούμια, αλλά αντικειμενικά το σύγχρονο κοστούμι είναι πιο δύσκολο. Γιατί μέσα από τα ρούχα που φοράμε όλοι μας πρέπει να βρεις τη θεατρικότητα αυτού που θα ανέβει στη σκηνή, να φαίνεται πως αυτό που φοράει είναι το κοστούμι ενός χαρακτήρα».
Ο Εδουάρδος Γεωργίου, έχοντας μητέρα σκηνογράφο, μεγάλωσε κυριολεκτικά στο θέατρο. Στην εφηβεία του αρχές της δεκαετίας του ’80 γνώριζε όλους τους σημαντικούς ηθοποιούς στην Κύπρο και είχε την τύχη να παρακολουθεί το «μαγικό κομμάτι των προβών» όπως ο ίδιος τον χαρακτηρίζει, δουλεύοντας ως βοηθός της. Δεν ήταν τυχαίο που ακολούθησε επαγγελματικά το δρόμο αυτό. Έκανε βέβαια και σπουδές αρχιτεκτονικής, με αποτέλεσμα το ένα να συμπληρώνει το άλλο. «Δεν βαριόμουνα ποτέ. Οι πιο μεγάλοι ηθοποιοί με γνωρίζουν από παιδί. Τώρα έρχομαι ως επαγγελματίας να δουλέψω μαζί τους».
Στο πέρασμα των χρόνων της δικής του πορείας, έχουν αλλάξει πολλά. Για τον ίδιο, αυτό που μένει σταθερό είναι ο ουσιαστικός τρόπος δουλειάς της τέχνης. «Αλλάζει πολύ το πλαίσιο και τα εργαλεία, αλλά ο τρόπος που προσεγγίζουμε τη δουλειά μας είναι σταθερός. Για μένα όλα ξεκινούν με το κείμενο. Είναι σαν μια πηγή, μια μικρή φωτιά…. Η ομάδα είναι αυτή που μετά θα μας οδηγήσει κάπου, οι ανθρώπινες σχέσεις. Το πώς δουλεύεις με τον άλλο δεν αλλάζει. Παίζει ρόλο το πώς λειτουργείς γύρω από αυτό τον κύκλο με τη φωτιά στον οποίο αναφέρθηκα πιο πάνω».
Σίγουρα κάθε σκηνογράφος κουβαλά κάτι δικό του, το οποίο έρχεται μαζί του από τις σπουδές, το χώρο του, τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις του. «Σε γενικές γραμμές η σκηνογραφία είναι μια τέχνη που ακολουθεί, με εξαιρέσεις κάποια φωτεινά διεθνούς εμβέλειας παραδείγματα. Ο κάθε σκηνογράφος δημιουργεί ένα δικό του ύφος, ακούσια κάποτε. Όταν μου λένε πως αναγνωρίζουν τα σκηνικά μου, μου φαίνεται περίεργο. Δεν δουλεύω με σκοπό να βάλω μια αισθητική δική μου σφραγίδα στη δουλειά μου, αλλά για να υπηρετώ το κείμενο και την παράσταση.
Νομίζω πως ο κάθε σκηνογράφος λειτουργεί καλύτερα μέσα σε ένα πλαίσιο δικό του. Στην εποχή μας αν έχουμε κατακτήσει κάτι είναι η δυνατότητα να κάνουμε διαφορετικά πράγματα. Να μην ακολουθούμε μια συγκεκριμένη τάση. Μπορεί να κάνεις και ένα πολύ αφαιρετικό ή συσσωρευτικό σκηνικό και να είναι αποδεκτά και από το κοινό και από την καλλιτεχνική παραγωγή».
Και ποια θα έλεγε πως είναι αυτά τα χαρακτηριστικά που διακρίνει κανείς σήμερα στη δουλειά του; Έχει τελικά μια δική του σφραγίδα; «Μετά από πολλά χρόνια μ’ αρέσει να λέω πως προτιμώ να κάνω αυτό, μ’ αρέσει αυτό… Μ’ αρέσει η αίσθηση της θεατρικότητας στη σκηνογραφία. Αυτή η αίσθηση του να κουβαλάς την παράδοση του θεάτρου όπως έρχεται σε σένα. Μ’ αρέσει να λες τώρα βλέπω θέατρο, όχι κάτι πραγματικό.
Σε τελική ανάλυση όμως, αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι να πας σ’ άλλους δρόμους που δεν έχεις δοκιμάσει να δουλέψεις ποτέ. Να μην κάθεσαι σε ένα πράγμα που ξέρεις και το κάνεις εύκολα».
Και ποιο είναι το σκηνικό της δικής του ζωής που έχει για βάση του την Αθήνα; «Η ζωή μου έχει δυο πλευρές, έχει την πλευρά της οικογένειας -είμαι παντρεμένος με τρία παιδιά- ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της προσωπικής μου συγκρότησης. Και ταυτόχρονα έχει αυτό το κομμάτι της δουλειάς, κινούμενος σε ένα χώρο που χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα και ποικιλία. Από πρότζεκτ σε πρότζεκτ τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, υπάρχουν πολλά ταξίδια, αλλά και δυο σημαντικοί τομείς στους οποίους δραστηριοποιούμαι.
Αναφέρομαι στο συμβατικό θέατρο, αλλά και το θέατρο στον δημόσιο χώρο, όπου συμμετέχω με την ομάδα μου εδώ και χρόνια σε μεγάλα ευρωπαϊκά προγράμματα. Η τέχνη στο δρόμο με ενδιαφέρει πολύ γιατί αυτόματα ακουμπά σε κοινωνικά και πολιτικά θέματα. Το σκηνικό μου έτσι είναι αρκετά ποικίλο και φορτωμένο. Πιο πολύ από ό,τι μπορώ να αντέξω θα έλεγα… Τα τελευταία χρόνια μάλιστα έχω μπει στο χώρο της διδασκαλίας σκηνογραφίας, με ένα e learning στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και διδάσκωντας στη σχολή υποκριτικής του Αρμένη το κομμάτι συνεργασίας ηθοποιού-σκηνογράφου».
Το να κάνεις τέχνη σε δημόσιο χώρο για τον Εδουάρδο Γεωργίου είναι μια πολιτική πράξη. «Είναι ο χώρος ελεύθερης έκφρασης του πολίτη. Κάτι που κινδυνεύει στην εποχή μας, αφού οι πλατείες γεμίζουν με τραπεζάκια και καρέκλες. Αυτό σημαίνει πρόβλημα. Γιατί ο δημόσιος χώρος είναι εκεί που μπορεί να βγει και να μιλήσει ο ένας για τον άλλο».
Και στη Λευκωσία; Θα έκανε ξανά θέατρο δρόμου (όπως τότε που το παρουσίασε στις εκδηλώσεις για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ); «Είναι μια τέχνη που έχει περιθώριο να αναπτυχθεί, γιατί η Κύπρος έχει ένα κοσμοπολιτισμό, με την έννοια πως είναι ανοικτή σε καινούρια πράγματα. Αν και δεν γνωρίζω πώς μπορεί να τα αφομοιώσει και να τα αναπτύξει…».
Και πώς είναι να ζεις επαγγελματικά στο θεατρικό κόσμο της Αθήνας; «Υπάρχει ένας υπερπληθωρισμός όσων γίνονται», λέει. «Αυτό που έφερε αναγκαστικά η κρίση, ήταν να παράγεται έργο χωρίς να υπάρχει η οικονομική δυνατότητα στήριξής του- αν και ήταν μια ανάγκη που προέκυψε και που φαίνεται πως εδραιώνει ένα κλίμα με αποτέλεσμα το επίπεδο του επαγγελματισμού να έχει πέσει. Είναι αυτονόητο ότι κάποιοι δεν θα πληρωθούν από δουλειές που κάνουν, ότι θα κάνεις σκηνογραφία με ελάχιστα λεφτά… Θεωρείται πια φυσιολογικό να υπάρχει για σκηνικό ένα τραπέζι και μια καρέκλα. Που προφανώς δεν είναι κακό, φτάνει να μην προκύπτει από την ανάγκη, την ευτέλεια».