Το «Βραβείο Γιώργου Φ. Πιερίδη», που απονέµει κάθε χρόνο η Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου, υπενθυµίζει  διαχρονικά την πνευµατική ευλογία του σώφρονος πεζογράφου, προικισµένου µε γνήσιο ταλέντο, σπάνια ευγένεια, εκλεκτή συγκίνηση και υψηλότατη αίσθηση µέτρου και εγκράτειας. 
Ευτύχησα να τον γνωρίσω από τα μαθητικά μου χρόνια στην Αμμόχωστο, όταν σύχναζα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη και Πινακοθήκη Αμμοχώστου, της οποίας ο Γιώργος Πιερίδης υπήρξε ο βασικός οραματιστής, θεμελιωτής και πρώτος διευθυντής. Εκείνους τους καιρούς – μιλάμε για τη δεκαετία του ’50 –  η Αμμόχωστος έλαμπε χάρη στο πρωτοποριακό πνεύμα μιας πλειάδας πνευματικών εργατών. Ενδεικτικά θα πρέπει να  αναφέρουμε τους  Γ. Πολ. Γεωργίου,  Ευάγγελο Λουίζο,  Μήτσο Μαραγκό,  Κυριάκο Χατζηιωάννου, Παναγιώτη Σέργη, Κώστα Κύρρη,  Θεοδόση Νικολάου, Κυριάκο Πλησή, Ιωάννη Αναγνωστόπουλο, αλλά και το αναγκαίο αλάτι που προσέφεραν προσωπικότητες, όπως η Μαρία Π. Ιωάννου, ο Γιώργος Κομήτης, ο Γιώργος Σκοτεινός, ο Γιώργος Φάνος, ο Θ. Μογάπγαπ, ο Μιχαήλ Χατζηδημητρίου (γνωστότερος ως Χατζής), ο Αντώνης Ηλιάκης, οι αδελφοί Χατζησωτηρίου, οι αδελφοί  Βασιλακκά, ο Γιαπάνης και πολλοί άλλοι επώνυμοι και ανώνυμοι. Ενδεχομένως σήμερα και μάλιστα για τη νέα γενιά, αυτά τα ονόματα να μη συνδέονται με αντίστοιχες εμπειρίες και συνεπώς να μη σημαίνουν κάτι συγκεκριμένο. Και όμως το καθένα από αυτά τα ενδημικά, ας πούμε, φυτά της Αμμοχώστου φέρνει μαζί του μια ιστορία και έναν ατομικό πολιτισμό. Η Αμμόχωστος δεν μπορεί να νοηθεί και ούτε υπάρχει χωρίς τους αγαθοποιούς δαίμονές της, που εκπέμπουν τον κραδασμό, το άρωμα και την ουσία του χαρακτήρα της. Το λέω αυτό, γιατί, όταν η πόλη ξαναρχίσει να ηχεί, το πρώτο άυλο μνημείο στην αναφαίρετη εικόνα της και την αναλλοίωτη ψυχή της  θ’ αντανακλά μυστικά όλους εκείνους που αποτέλεσαν τον παλμό και το πνεύμα της. 
Φυσικά όλα αυτά μπορεί να συνιστούν προοίμιο λυρικής και απαρηγόρητης θλίψης για τη λατρεμένη πόλη που η τουρκική κατοχή μάδησε τα φτερά της κι ερήμωσε σπίτια και κήπους. Συνεκτικότερη αντίληψη της τραγωδίας και ψύχραιμος αναστοχασμός για τα έργα των ανθρώπων ενοικεί στα λόγια  του ιλαρού πεζογράφου μας, που υπήρξε, θα έλεγα, χειροποίητος και προσγειωμένος παρατηρητής-ερμηνευτής. Δεν λησμονώ την εικόνα του Λέοντος Τολστόι που δέσποζε πίσω από το γραφείο του Γιώργου Πιερίδη αργότερα στη Λευκωσία.  Ο Τολστόι, μολονότι κόμης, φορούσε, όπως ξέρουμε, τη στολή του μουζίκου και χοντρές μπότες για τις αγροτικές του εργασίες. Τα χέρια του άγγιζαν αδρά τη φυσική πραγματικότητα, μεταφέροντας τη ζωή και στα έργα του. Λοιπόν ο Τολστόι ήταν εκεί, στο γραφείο του, για να τον ελέγχει, όπως μου έλεγε  και…να τον οικτίρει. Συχνά ο Πιερίδης υπογράμμιζε ότι το έργο τέχνης είναι μια κατασκευή και ότι ο αληθινός καλλιτέχνης οφείλει να ανταποκρίνεται σ’ αυτό που του ορίστηκε, «αποφεύγοντας τον σκόπελο να κάνει λογοτεχνία». Άλλωστε θεωρούσε ως συνάδελφό του κάθε καλό τεχνίτη, καρεκλοποιό είτε μάστορα παπουτσή. Οι θεμελιακές αρχές του για την πεζογραφία ήταν οι εξής: «Να λες όσο μπορείς πιο λιτά και πιο καθαρά κείνο που έχεις να πεις και κυρίως να μη λες ψέματα στον ίδιο τον εαυτό σου». Το δεύτερο, το να μην ψευτίζουμε δηλαδή τον εαυτό μας, είναι ακριβώς η ουσιώδης προϋπόθεση για την επαλήθευση του  βαθύτερου είναι μας. «Την οπτική μας γωνία –συνεπώς και την τέχνη μας– την καθορίζει ολόκληρη η ζωή μας και ο προσωπικός μας χαρακτήρας». Ως προς τούτο η οικογενειακή παράδοση των Πιερίδηδων καλά κρατούσε. Μια μέρα μάλιστα μου θύμισε τον διάλογο που είχε ο αδελφός του Θοδόσης Πιερίδης με έναν πολιτικό, του οποίου ο ποιητής κατέκρινε τη στάση. Ο πολιτικός είπε: «Έλα στη θέση μου και θα με καταλάβεις». «Γιατί να ’ρθω στη θέση σου; Η θέση μου είναι εδώ, να σου τα λέω», απάντησε ο Θοδόσης. 
Ο περιορισμένος χώρος του περιοδικού δεν επιτρέπει ανάπτυξη του πνευματικού μεγέθους του Γιώργου Πιερίδη, μολονότι είμαι βέβαιος ότι εκείνος βολεύεται προσωπικά με το ολίγο. Μέσα σε τούτο άλλωστε άπλωνε την ψυχή του. Η πνευματική του ευρυχωρία  συμπύκνωνε στην πράξη τη μετρημένη του έκφραση και συνέστελλε ή στάθμιζε υπαινικτικά τις λέξεις. Ο ίδιος μιλούσε εις ρυθμόν υπαγορεύσεως, φροντίζοντας μην του ξεφύγει λέξη παραπάνω. Η κατορθωμένη ωριμότητά του, μπορώ να πω, επικύρωνε την παιδική του ψυχή. «Οι άνθρωποι δεν κοιτάνε τον ουρανό», διαπίστωνε με τα γλυκά και ήρεμα μάτια του. 
Η καθαρότητα του παιδικού του βλέμματος αποδεικνύεται κι από το ακόλουθο επεισόδιο: Μια μέρα έφτιαξε με ξεχωριστή μαστοριά ένα μεγάλο χαρταετό. Μου είπε πως τον έφτιαξε για τον μικρό μου τότε γιο. Ύστερα πήγαμε σε κάτι υψώματα στην Παλουριώτισσα, όπου ο Πιερίδης έτρεχε πέρα δώθε και ξαμολούσε τον χαρταετό μ’ ενθουσιασμό κι ευκινησία εφήβου! Αργότερα μου εξομολογήθηκε ότι ο γιος μου στάθηκε απλώς το πρόσχημα για να φτιάξει εκείνο τον χαρταετό, που τον είχε από χρόνια καημό. Και μάλιστα πρόσθεσε το επιμύθιό του: «Άλλοι ξοδεύουν το χρόνο τους και άλλοι τον κερδίζουν. Εμείς κερδίζουμε τον χρόνο μας άμα στεκόμαστε παράμερα. Η δόξα είναι κουραστικό πράγμα, είναι αφόρητη». Λες και ήθελε να την αποσείσει με το τίναγμα του χαρταετού του και με το βλέμμα στον ουρανό.  

Ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης τιμήθηκε πρόσφατα από την Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου με το Βραβείο Γ.Φ. Πιερίδης 2019. 

 
Φιλgood, τεύχος 229.​​​​​​​​​​​​​​