Η συμμαθήτρια του Ευαγόρα Παλληκαρίδη, το κορίτσι που στα 18 του συμμετείχε στον αγώνα της ΕΟΚΑ και έβαζε βόμβες στους Άγγλους, εξελίχθηκε σε μια σημαντική συγγραφέα η οποία ξεδιπλώνει στα βιβλία της τις ταραχώδεις περιόδους της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας που έζησε.
Από το σπίτι της, σ’ ένα ύψωμα στο κέντρο της Πάφου, αγναντεύει τη θέα και το γαλάζιο της θάλασσας μέχρι το Κάστρο. Αυτό είναι το δεύτερο σπίτι της. Το πατρικό της, ένα τρίπατο αρχοντικό που ήταν στη γωνία Γαλατείας και Πυγμαλίωνος, καταστράφηκε στους σεισμούς του ’53. Εκεί εκτυλίσσεται και το ομώνυμο μυθιστόρημά της, το οποίο μεταφέρθηκε και στην τηλεόραση. Είναι ένας άνθρωπος παλαιάς κοπής, πολύ δυναμική, γεμάτη ζωντάνια και ενέργεια παρά τα 80 της χρόνια. Μας λέει ότι τα βιβλία είναι το οξυγόνο της και όταν δεν γράφει, διαβάζει ξένη λογοτεχνία. Στο γραφείο της όπου μας υποδέχθηκε είχε απλωμένα τα 13 βιβλία που έγραψε ώς τώρα, μυθιστορήματα τα οποία αναφέρονται στη σύγχρονη ιστορία του τόπου μας. Προτού αρχίσει να ξεδιπλώνει τη δική της συναρπαστική ιστορία, τα συστήνει ένα-ένα σαν να είναι τα παιδιά της.
Μεγαλώσατε στην Πάφο, Γαλατείας και Πυγμαλίωνος, εκεί όπου εκτυλίσσεται η ιστορία στο ομώνυμο βιβλίο σας; Ναι, εκεί έζησα μέχρι τα 15 μου, δηλαδή ώς το 1953 που έγινε ο σεισμός ο μεγάλος. Το σπίτι αγοράστηκε από την Τουρκοκρατία, ήταν 100 ετών περίπου. Μετά τον σεισμό το εγκαταλείψαμε.
Οι γονείς σας με τι ασχολούνταν; Ο πατέρας μου έκανε εμπόριο χαρουπιών, αμυγδάλων, σταφίδων και τα εξήγε στο εξωτερικό. Θυμάμαι, είχαν αλληλογραφία με τη Γαλλία, στη Μασσαλία, για την εξαγωγή αυτών των προϊόντων. Η μητέρα μου και οι αδελφές του πατέρα μου δεν εργάζονταν, όπως οι περισσότερες γυναίκες εκείνης της εποχής.
Το «Γαλατείας και Πυγμαλίωνος» περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία; Το βιβλίο αναφέρεται σε πρόσωπα της οικογένειάς μου, όμως έκανα μια έρευνα πέντε χρόνων. Διάβασα πολλές εφημερίδες που εκδίδονταν από το 1879. Όλα τα γεγονότα που αναφέρω φτάνουν ώς το 1964, γιατί η οικογένεια που πρωταγωνιστεί στο βιβλίο –οι πρόγονοί μου δηλαδή- είχε δράση ώς τότε. Ο προπάππος μου έφερε από τη Λεμεσό στην Πάφο μια κόρη του Αραούζου, την Αγγελική, την οποία πάντρεψε με τον γιο του. Η Αγγελική ήρθε στην Πάφο με καπέλο και μετά έβαλε μαντίλι, γιατί εδώ ήταν χωριό. Είναι μια κεντρική ηρωίδα στο βιβλίο.
Τι ρόλο έπαιζαν οι γυναίκες της εποχής; Παρόλο που δεν μορφώνονταν –πήγαιναν μόνο δημοτικό- ήταν πολύ δυναμικές και κρατούσαν το σπίτι. Η γιαγιά μου, που εικονίζεται και στο εξώφυλλο του βιβλίου, είχε 12 παιδιά και πέθανε 50 χρονών. Εξ αυτών, ο Νικόλας ο Νικολαΐδης ήταν 25 χρόνια δήμαρχος και δημιούργησε το 1928 το Νικολαΐδειο Γυμνάσιο. Ένα άλλο παιδί τους, ο Νεόφυτος, που τον έστειλαν στην Αθήνα να σπουδάσει, πέθανε από τύφο. Ο αδελφός του παππού μου, ο Νεόφυτος Νικολαΐδης, ήταν ο πρώτος εκλεγμένος δήμαρχος της Πάφου. Δημιούργησε το 1914 το Δημοτικό, τη Νεοφύτειο Αστική Σχολή, απέναντι από τα δικαστήρια. Ο πατέρας μου ήταν ο Σωκράτης Νικολαΐδης. Σ’ αυτό το βιβλίο γράφω για την περίοδο της Αγγλοκρατίας. Έχω γράψει και ένα βιβλίο για τα 100 χρόνια πριν τους Άγγλους, τα τελευταία 100 χρόνια της Τουρκοκρατίας, με τον Κυπριανό και τον Χατζηγεωργάκη Κορνέσιο. Τίτλος του «Και μείναμε σαν πρόβατα χωρίς βοσκόν στον κάμπο», εμπνευσμένος από ένα δημοτικό τραγούδι που συνέθεσαν όταν οι Τούρκοι πήραν τον Χατζηγεωργάκη στην Κωνσταντινούπολη και τον σκότωσαν.
Τι θυμάστε από εκείνη την εποχή της δεκαετίας του ’40 και του ’50; Αυτό που θυμάμαι ιδιαίτερα είναι την έντονη πατριωτική έξαρση. Όταν ήμουν στο Δημοτικό, από το ’45 ώς το ’50, τα σχολεία ήταν υπό την αγγλική κατοχή και μαθαίναμε τον εθνικό ύμνο των Άγγλων, «Τον βασιλέα μας κοινό πατέρα μας». Αλλά στο σπίτι υπήρχε η εθνική διαπαιδαγώγηση. Από το ’50 ώς το ’56 που άρχισε η ΕΟΚΑ, το Ελληνικό Γυμνάσιο Πάφου ήταν ένα εθνικό φυτώριο. Δεν είναι τυχαίο που βγήκε ο Παλληκαρίδης από εκεί και ανέβηκε στην αγχόνη και εκτελέστηκε. Ό,τι μάθημα και να κάναμε, ήταν να καταλήξουμε στο «Ένωσις». Δεν είναι τυχαία η έκρηξη της επανάστασης εναντίον των Άγγλων.
Είχατε και εσείς μια δυναμική δράση. Εγώ, μαζί με μια συμμαθήτριά μου την Κλεοπάτρα Φοινιέως, γυναίκα του Κοτσώνη του ζωγράφου, ανατινάξαμε ένα ξενοδοχείο. Ήμασταν στην έκτη τάξη του σχολείου τον Ιούνιο του ’56.
Πώς ένα κορίτσι στα 18 του χρόνια έχει αυτή την τόλμη και το θάρρος; Ξεχωρίσαμε από τη συμμετοχή μας στις διαδηλώσεις και μας πλησίασαν άνθρωποι της Οργάνωσης. Στην αρχή μας έδιναν φυλλάδια για την Ένωση και τα τοιχοκολλούσαμε. Έπειτα μπήκαμε στο Εκτελεστικό και μεταφέραμε όπλα. Εκεί μάθαμε να χρησιμοποιούμε βόμβες και όπλα.
Οι γονείς σας ήταν ενήμεροι για τη δράση σας; Όχι, δεν ήξεραν τίποτα, γίνονταν όλα κρυφά.
Δεν ήταν ασυνήθιστο για την εποχή εκείνη να έχετε μια δράση κρυφή από τους γονείς σας; Όχι, γιατί όταν από τα 12 σε καλλιεργούν σ’ αυτό το πνεύμα, είναι μια φυσική εξέλιξη. Σ’ όλη την Κύπρο συμμετείχαν πολλά κορίτσια, μαθήτριες αλλά και μεγαλύτερες γυναίκες.
Και πώς αναλάβατε να βάλετε μια βόμβα στους Άγγλους; Όταν μπήκαμε στο Εκτελεστικό, μας ρώτησαν «τι έχετε να προτείνετε;». Εγώ πρότεινα να βάλουμε μια βόμβα στο ξενοδοχείο που διηύθυνε ο άντρας της θείας μου. Εκεί μαζεύονταν όλοι οι Άγγλοι αξιωματικοί του Στρατού και της Αστυνομίας, επειδή ήταν απέναντι από τον Αστυνομικό Σταθμό. Εγώ μπαινόβγαινα με άνεση σ’ αυτό το ξενοδοχείο, και μια μέρα μαζί με την Κλεοπάτρα βάλαμε κάτω από το τραπέζι της τραπεζαρίας μια ωρολογιακή βόμβα.
Σκοτώθηκε κόσμος; Όχι, ευτυχώς. Τότε, πίστεψέ με, ήθελα να γίνει ντόρος χωρίς να σκοτωθούν άνθρωποι. Τον θείο μου τον έδιωξαν αμέσως, κατάσχεσαν το ξενοδοχείο και δεν μπορούσαμε πια να το πλησιάσουμε. Ήταν μια εποχή που γινόσουν αγωνιστής χωρίς να το καταλάβεις. Εμείς πιστέψαμε από το Δημοτικό στην Ένωση με την Ελλάδα.
Στο σχολείο ήσασταν συμμαθητές με τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Τι χαρακτήρας ήταν; Είχαμε σχέσεις μαζί του γιατί τον ξέραμε από την έκτη τάξη του Δημοτικού. Όμως ήταν κλειστό παιδί, εσωστρεφής. Ό,τι έγραφε ήταν έμμετρο. Ξέραμε ότι έγραφε ποίηση, αλλά δεν γνωρίζαμε ότι έγραφε ολόκληρα τετράδια. Ένας καθηγητής μάλιστα, φιλόλογος, μας έφερνε στην πέμπτη τάξη ποιήματα του Παλληκαρίδη και τα διάβαζε. Ήταν αξιόλογα ποιήματα για ένα παιδί πέμπτης, έκτης Γυμνασίου. Εγώ που ήμουν καθηγήτρια για πολλά χρόνια στα σχολεία, δεν έχω δει κανένα παιδί να γράφει ποιήματα αυτού του επιπέδου. Ήταν γεννημένος για μεγάλος ποιητής. Έχω πει επανειλημμένα ότι οι Άγγλοι χωρίς να το γνωρίζουν κρέμασαν έναν ποιητή εκείνη την εποχή.
Μιλούσατε μαζί του για τη δράση του; Ναι, ξέραμε τη δράση του. Συνελήφθη σε μια διαδήλωση γιατί χτύπησε κάποιους Άγγλους και τον φυλάκισαν. Τότε βρήκα τον αστυνόμο Χάνον, έναν Ιρλανδό, -που γνώρισα στο ξενοδοχείο του θείου μου- και του είπα, «θέλω να δούμε έναν συμμαθητή μας που έχετε στη φυλακή». Και μου απάντησε, «τώρα είναι δικός μας μαθητής»… Ωστόσο μας βοήθησε να τον δούμε. Ο Παλληκαρίδης παραξενεύτηκε πολύ όταν μας είδε. Του όρισαν δίκη, αλλά τελικά βγήκε αντάρτης. Κάποια στιγμή μου έστειλε και ένα γραμματάκι από το βουνό, όπου με ενεθάρρυνε ότι ο αγώνας θα ευοδωθεί. Επίσης μου είχε γράψει και στο μαθητικό λεύκωμα, λίγο προτού βγει στο βουνό, στο τέλος του ’56.
Σε σας έδωσε το γνωστό ποίημα «Θα πάρω μιαν ανηφοριά…»; Όχι, το έδωσε σε μια φίλη μου. Έπαιξε σε έναν αγώνα μπάσκετ στο σχολείο και καθώς βγαίναμε από το γυμναστήριο το έδωσε στην Αντρούλα, μια γειτόνισσά μου, η οποία την επομένη το πρωί μου είπε, «κοίτα τι μου έδωσε ο Ευαγόρας». Το διαβάσαμε και μετά η φίλη μου το άφησε πάνω στην έδρα γιατί φοβόμασταν μήπως μας συλλάβουν οι Άγγλοι. Κατόπιν πήγαμε στις κερκίδες του σχολείου, όπου κάποιος συμμαθητής το διάβασε ενώπιον όλων. Τέλειωνε με το «Γεια σας παλιοί συμμαθηταί. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας και όποιος θέλει να με βρει ας πάρει μιαν ανηφοριά, ας πάρει μονοπάτια…». Ένας από τους τότε συμμαθητές μας, κάθε χρόνο στην επέτειο του θανάτου του, πάει και βάζει λουλούδια στο άγαλμά του. Στην Αθήνα, που δούλεψα 12 χρόνια σε σχολεία, αλλά και στην Κύπρο, έκανα ομιλίες πάντα στις αρχές του Μάρτη για τον Ευαγόρα. Έχω γράψει και ένα θεατρικό γι’ αυτόν.
Συνειδητοποιείτε σήμερα πόσο είχε κινδυνεύσει η ζωή σας; Βέβαια, τότε ακόμη και μόνο η μεταφορά όπλου σε οδηγούσε στην αγχόνη. Όμως τα μελέτησα όλα πολύ καλά και τα προετοίμασα με κάθε λεπτομέρεια, από πού θα μπω, από πού θα βγω… Δεν κατάλαβε κανείς τίποτα για μένα. Περίμενα όλη νύχτα να έρθουν να με συλλάβουν. Ο πατέρας μου κάτι υποπτεύθηκε, κάτι άκουσε από μια καμαριέρα και αμέσως ετοίμασε το πάσο μου και με έστειλε στην Ελλάδα για σπουδές.
Εσείς θέλατε να φύγετε; Πάντα ήθελα να γίνω φιλόλογος, όμως εκείνη την περίοδο προτιμούσα να έμενα στον αγώνα ακόμα λίγο καιρό.
Διαβάζατε βιβλία από μικρή; Ναι, διάβαζα, μου άρεσε πολύ το θέατρο. Τα πρώτα μου έργα είναι θεατρικά. Θυμάμαι που στην έκτη δημοτικού διάβασα τον Δον Κιχώτη. Μετά διάβασα τον Χιτώνα, τη Φαβιόλα που μας έδιναν στα κατηχητικά. Έπειτα διάβασα όλη τη νεοελληνική λογοτεχνία, Θεοτοκά, Παπαδιαμάντη, Παλαμά, Σικελιανό, και όλη την αριστερή λογοτεχνία. Γιατί οι Έλληνες έγραψαν σημαντικά έργα μετά τον εμφύλιο. Τώρα διαβάζω κυρίως ξένη λογοτεχνία, που τη θεωρώ πολύ σπουδαία. Πρόσφατα διάβασα το βιβλίο του Ντάνιελ Μέντελσον «Μια Οδύσσεια». Επίσης, «Η Πατρίδα» του Φερνάντο Αραμπούρου είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο που αναφέρεται στους αγώνες των Βάσκων στην Ισπανία. Δεν μπορώ χωρίς βιβλία.
Και πώς στραφήκατε στη λογοτεχνία; Δεν ήμουν σαν τον Παλληκαρίδη που έγραφε από μικρός. Μετά το 1974 ήταν τόσο μεγάλο το ψυχικό πλήγμα από την καταστροφή, που η μόνη μου διέξοδος ήταν το γράψιμο. Σκέψου κι εμάς, που επί 20 χρόνια ήμασταν στην πρώτη γραμμή για την Ένωση… Ο σύζυγός μου είναι Ελλαδίτης και το ’64 διηύθυνε τις μάχες του Κτήματος. Μια σφαίρα πέρασε μέσα από τον ώμο του. Πολέμησε και στον Λωρόβουνο πέντε μέρες και αγνοείτο. Στα Μανδριά τον πήραν οι Τούρκοι και για 48 ώρες δεν ξέραμε πού ήταν. Όταν μπήκε ταφόπλακα στην Ένωση το ’74 και επέρριπταν ευθύνες στους ενωτικούς, έφτασα στο σημείο να σκέφτομαι μέχρι και την αυτοκτονία. Δεν μπορείτε να το καταλάβετε αν δεν ζήσατε ό,τι έζησα εγώ. Εκείνη την περίοδο ένιωσα την ανάγκη να γράψω και το βιβλίο μου «Χωρίς προσανατολισμό». Χάσαμε από ένα σημείο και μετά τον προσανατολισμό μας… Ήμουν καθηγήτρια στην Αθήνα όταν έγραψα αυτά τα βιβλία. Όλα μου τα βιβλία είναι η νεώτερη κυπριακή ιστορία.
Ήσασταν στην ΕΟΚΑ Β δηλαδή; Όχι, δεν ήμασταν.
Όμως υποστηρίζατε την ΕΟΚΑ Β; Όχι, όταν μου είπαν ότι ήρθε ξανά στην Κύπρο ο Γρίβας, εγώ τους είπα «Αυτή τη φορά εμείς θα μείνουμε απέξω». Δεν μου άρεσε αυτό που έγινε, σκεφτόμουν με ποιους θα πολεμούσαμε; Πρώτα πολεμούσαμε τους Άγγλους, αργότερα τους Τούρκους, μετά θα πολεμούσαμε μεταξύ μας; Όμως δεν ήμουν και μακαριακή. Από τη στιγμή που άκουσα τον Μακάριο το ’67 να αναγγέλλει την αποχώρηση της Μεραρχίας, είπα μέσα μου, «Τώρα πια δεν θα είμαι μαζί σου». Γιατί ώς τότε ήμουν. Όταν ήρθε η Μεραρχία το ’64, πιστέψαμε πολύ ότι θα γινόταν η Ένωση. Και ο αγώνας τότε ήταν για Ένωση. Στο πραξικόπημα βέβαια το ’74 δεν είχαμε ιδέα. Συνέλαβαν μάλιστα τον σύζυγό μου γιατί ήταν αντιμακαριακός, παρόλο που δεν είχε σχέση με το πραξικόπημα. Μετά από λίγες ώρες τον άφησαν ελεύθερο. Η Πάφος λόγω της καταγωγής του Μακάριου ήταν πολύ μακαριακή κι εμείς ήμασταν η εξαίρεση.
Το ’74 φύγατε από την Κύπρο για την Ελλάδα. Γιατί; Εγώ είχα θέση στα σχολεία, όμως ο σύζυγός μου δεν είχε. Ήταν με απόσπαση από την Ελλάδα όταν δούλευε εδώ. Τότε ήρθαν τόσοι φιλόλογοι από τα κατεχόμενα που δεν είχε θέση για τον σύζυγό μου. Διορίστηκα στην Αθήνα και μείναμε εκεί 18 χρόνια, όμως κάθε καλοκαίρι ερχόμασταν στην Κύπρο.
Υπήρχε μια πίεση εναντίον των ενωτικών; Βέβαια, όμως εμείς δεν τη ζήσαμε. Δεν ήταν όπως στον εμφύλιο της Ελλάδας, που σκοτώθηκαν πολλοί. Ιδίως στην Πάφο, δεν είχε καμία δράση η ΕΟΚΑ Β. Εμένα με δέχονταν καλά όποτε ερχόμουν από την Αθήνα, όμως έβλεπα την αλλαγή. Στην «Επιστροφή του Αγαπήνορα» εκφράζω την απογοήτευσή μου, καθώς έβλεπα ότι από το ’80 και μετά το μυαλό όλων στράφηκε στην οικονομία.
Κοιτάζοντας πίσω στον χρόνο, στην ιστορία της Κύπρου, βλέπετε κάποια λάθη; Λάθος ήταν η ΕΟΚΑ Β. Δεν έπρεπε να ξανάρθει ο Γρίβας στην Κύπρο. Το είπα αυτό από το ’64, που ήμουν 36 χρονών.
Μετά το ’74 εξακολουθήσατε να είσαστε ενωτική; Μα πώς να είσαι; Μου έμεινε όμως μια πικρία…
Ποια διαφορά βρίσκετε ανάμεσα στην Τουρκοκρατία και την Αγγλοκρατία; Σίγουρα ήταν πιο εξευγενισμένοι οι Άγγλοι. Ωστόσο, στα πρώτα χρόνια πολλοί έλεγαν καλύτερα να μέναμε υπό την εξουσία των Τούρκων, γιατί κάποια στιγμή θα απελευθερωνόμασταν, όπως ελευθερώθηκε η Ελλάδα και τα νησιά, ενώ μετά με τους Άγγλους ιδού πού φτάσαμε.
Είσαστε ένας πολιτικοποιημένος άνθρωπος. Αυτό το περνούσατε με κάποιο τρόπο στους μαθητές σας; Όχι, δεν ήθελα να ξέρουν τα παιδιά τι πιστεύω και να τα επηρεάζω, σε αντίθεση με ό,τι γινόταν σε μας. Τους μιλούσα για τον πολιτισμό της Ελλάδας, αλλά πολιτικές θέσεις δεν περνούσα στα παιδιά.
Έχετε γράψει ένα βιβλίο στο οποίο αναφέρεστε στο πώς ένιωθαν οι Τουρκοκύπριοι. Τι σας έσπρωξε να δείτε τα πράγματα από τη δική τους σκοπιά; Αφορμή γι’ αυτό το βιβλίο ήταν η κηδεία του δικαστή Χατζηνικολάου, γιου μιας σπουδαίας γυναίκας από τη Γιαλούσα. Βρισκόταν στη Γιαλούσα τη μέρα που μπήκαν οι Τούρκοι εκεί και τον σκότωσαν μαζί με άλλους οκτώ. Ήταν αγνοούμενος και όταν βρέθηκαν τα οστά του πήγα στην κηδεία. Ο γιος του, δικηγόρος, ήταν τεσσάρων χρονών όταν έχασε τον πατέρα του, και στην κηδεία που μίλησε γι’ αυτόν, είπε «Ψάχνοντας για τον πατέρα μου, ήρθα σε επαφή με Τουρκοκύπριους που είχαν αγνοούμενους και είδα τι υπέφεραν και εκείνοι». Έτσι πήρα την αφορμή γι’ αυτό το βιβλίο.
Ήταν μια υπέρβαση για σας; Ήταν μια υπέρβαση, όμως ήμουν 70 χρόνων όταν το έγραψα, δεν ήμουν νέα. Σκέφτηκα, αυτά τα 50 χρόνια πώς έζησαν οι Τουρκοκύπριοι; Τι υπέφεραν; Έχασαν και αυτοί δικούς τους. Αυτό το βιβλίο μεταφράστηκε και στα τούρκικα και το παρουσιάσαμε στην κατεχόμενη Λευκωσία. Την παρουσίαση την έκανε ο Νιαζί Κιζίλγιουρεκ. Όταν μίλησα στην παρουσίαση, τους είπα «Εγώ ήμουν αγωνίστρια για την Ένωση. Δεν είμαι αριστερή, όμως σας είδα σαν ανθρώπους». Ξέρετε ότι δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι που τους πήραν από τις ελεύθερες περιοχές στα κατεχόμενα; Το ’75 συνάντησα έναν παλιό μου γνωστό Τουρκοκύπριο, ο οποίος έκλαιγε που άφηνε την περιουσία του στην Πάφο. Ουσιαστικά ήταν και αυτοί πρόσφυγες και έζησαν άσχημα. Εδώ επίσης έβλεπα τη γυναίκα του Ιχσάν Αλή και έμαθα πολλά από αυτήν.
Είχατε σχέσεις με Τουρκοκύπριους; Εδώ στην Πάφο, πριν από την ΕΟΚΑ και πριν το ’64, οι τουρκοκυπριακές οικογένειες ζούσαν ανάμεσά μας. Οι κυρίες τους μας έκαναν επισκέψεις. Για να γράψω το βιβλίο, επιδίωξα να μιλήσω σε κάποιους που έμεναν στις ελεύθερες περιοχές και που βέβαια ήταν φιλικά προσκείμενοι σε μας. Πολλοί Τουρκοκύπριοι απογοητεύθηκαν μετά την εισβολή. Ήρθε η μητέρα πατρίδα όμως τα όνειρά τους διαψεύστηκαν. Όταν φεύγουν κατά εκατοντάδες από τα κατεχόμενα, σημαίνει πως δεν περνούν καλά. Προσπάθησα να τους δω και εκείνους ως ανθρώπους.
Έχετε σκεφτεί ποια θα ήταν μια λύση για την Κύπρο που θα έκανε τους κατοίκους της να ζήσουν καλά; Στο δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν, εγώ ψήφισα Ναι. Είναι σημαντικό να επανενωθούμε. Εκείνη την εποχή πιστεύω ότι υπήρχε ένα μομέντουμ, ήταν καλά να βρούμε λύση γιατί η Τουρκία ήθελε διακαώς να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν γινόταν μέλος, θα μπορούσαμε να συνυπάρξουμε. Τώρα τα πράγματα άλλαξαν. Απειλούν από το πρωί ώς το βράδυ και ούτε θέλουν να μπουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε τους θέλουν. Τώρα χάθηκε αυτό το μομέντουμ.
Σ’ ένα από τα βιβλία σας, στο «Θεοδούλου Λίμιτεδ», μιλάτε για την οικονομική κρίση. Κάνετε κριτική στους ανθρώπους του οικονομικού κατεστημένου; Είναι ένα μυθιστόρημα που αποκαλύπτει τις σκοτεινές πλευρές της οικονομικής ανάπτυξης της Κύπρου. Κάποια στιγμή ένιωσα ότι η κατάσταση ξέφυγε. Δεν έχουμε πλέον ούτε ιδανικά ούτε τίποτε. Σ’ αυτό το βιβλίο αναφέρομαι στις οικονομικές απάτες. Γίναμε η χώρα των ντιβέλοπερ. Μίλησα με Παφίτες και τους είπα ότι με το «Γαλατείας και Πυγμαλίωνος» ανέδειξα ανθρώπους που δημιούργησαν την Πάφο, τώρα θα αναδείξω και εκείνους που την κατέστρεψαν. Δεν φοβήθηκα, και ούτε τόλμησαν να μου πουν τίποτε.
Το βιβλίο σας «Τετράδια της Σοφίας» που κυκλοφόρησε το 2002, είναι αυτοβιογραφικό; Μα σε όλα τα βιβλία μπαίνει μέσα ο συγγραφέας. Είναι υπαρξιακό. Με απασχολεί το πώς μια γυναίκα σε μεγάλη ηλικία αντιμετωπίζει την παρέλευση των χρόνων, πώς αισθάνεται; Είμαι και εγώ πολύ μέσα.
Κάποιος από τους ήρωές σας λέει ότι η ευτυχία είναι μια ουτοπία. Τι είναι για σας η ευτυχία; Η ευτυχία είναι θέμα προσωπικό. Ο καθένας μόνος του θα καταφέρει να είναι καλά χωρίς να περιμένει απ’ έξω. Πιστεύω πολύ στον εσωτερικό παράγοντα. Πώς βλέπεις τα πράγματα, αν μπορείς να τα φιλοσοφείς, εσύ θα βρίσκεις τρόπους να τα έχεις καλά με τον εαυτό σου. Όταν τα έχεις καλά με τον εαυτό σου είσαι ήρεμος, και αυτό είναι ένα μεγάλο μέρος της ευτυχίας.
Φιλgood, τεύχος 229.