Με αφορμή την παράσταση «Ο Βαφτιστικός της Κυρίας» που έρχεται στην Κύπρο, ο Χάρης Ρώμας μας μιλά για τις εκθειαστικές κριτικές του Τύπου, τις τηλεοπτικές επιτυχίες που άφησαν εποχή, τον φόβο του να μη παγιδευτεί σε συγκεκριμένους ρόλους αλλά και την απενοχοποίηση που ήρθε χρόνια αργότερα και τον απελευθέρωσε, δίνοντάς του τα φτερά για να πετάξει.
 
– Τι είναι αυτό που κάνει την παράσταση «Ο Βαφτιστικός της Κυρίας» την κωμωδία της χρονιάς; Σε αυτήν βασίστηκε η πιο δημοφιλής ελληνική οπερέτα όλων των εποχών, δηλαδή ο Βαφτιστικός του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, ο οποίος είχε πάρει το θέμα του από τη γαλλική φάρσα των Ενεκέν, Βέμπερ και Ντε Γκορς. Εγώ, όταν είχα συζητήσει με το ΚΘΒΕ για την οπερέτα, κατάλαβα ότι κρύβεται ένα κείμενο από πίσω που μπορούσε να εξελιχθεί σε μια κωμωδία πρώτης γραμμής κι έτσι το είχα πάντα στο μυαλό μου. Έτσι, αποφάσισα να κάνω αυτή τη διασκευή και να παρουσιάσω αυτή την κωμωδία ως εναρκτήριο έργο του ανανεωμένου χώρου του Θεάτρου Αθηναΐς. Η ανταπόδοση του κόσμου, η απήχηση που είχε και ο τρόπος που το αντιμετώπισαν κατά τη διάρκεια της παράστασης, μας έκανε πολύ ευτυχισμένους. Πρώτα απ’ όλα κατάλαβα πως έκανα τη σωστή επιλογή, αφού ήταν μια μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία με πολλές εκθειαστικές κριτικές.
 
– Δίνετε σημασία στις κριτικές, θετικές ή αρνητικές; Δεν κυνηγώ την κριτική, ούτε τη θετική ούτε την αρνητική. Δεν στέκομαι σε αυτές, γιατί μεγάλωσα. Αν όμως σταθείς στα θετικά σχόλια, θα πρέπει να είσαι έτοιμος να αποδεχθείς και τα αρνητικά. Εγώ όλα τα αποδέχομαι, αλλά δεν το ψάχνω πια.
 
– Πώς αισθάνεστε που το Καφέ της Χαράς επιστρέφει στις οθόνες μας την επόμενη σεζόν; Μετά από 10 χρόνια επανέρχομαι στην τηλεόραση και αισθάνομαι υπέροχα! Στην αρχή υπήρχε μια αγωνία μεγάλη, όταν όμως άρχισα να το γράφω με την Άννα Χατζησοφιά, κατάλαβα ότι πρόκειται για ένα προϊόν ανανεωμένο. Είναι οι ήρωες αυτοί, 12 χρόνια μετά, στο ίδιο χωριό. Τα προβλήματα που τους απασχολούν είναι άλλα, οι μικροί έχουν μεγαλώσει και παίζουν βασικούς ρόλους, ενώ έχουν προστεθεί καινούριοι ήρωες. Είναι πολύ διασκεδαστικό και διδακτικό, παράλληλα. Βεβαίως, πάντα στο αποτέλεσμα κρίνεσαι.
 
– Παρόλο που πέρασαν τόσα χρόνια από την τελευταία σας τηλεοπτική δουλειά, εξακολουθείτε να είστε κοντά στον κόσμο μέσω των επαναλήψεων. Είναι τύχη ή κατάρα; Είναι μια τύχη για κάποιους καλλιτέχνες, που έχουμε συνδέσει το όνομά μας με διαχρονικές επιτυχίες. Το χαίρομαι γιατί ξέρω πως δεν γίνεται με τον καθένα. Είναι ο συνδυασμός των πραγμάτων τέτοιος, που σου επιτρέπει να έχεις ένα αποτέλεσμα που να το απολαμβάνουν γενιές επί γενεών. Εγώ βλέπω παιδάκια 6-7 χρονών που φωνάζουν στο δρόμο, «μαμά, η Κατακουζίνα», αν βλέπουν το Κωνσταντίνου και Ελένης ή «μαμά, ο Δήμαρχος» και ανακαλύπτω πως λειτουργεί σε νέα παιδιά με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούσε τότε. Και είναι πολύ ευχάριστο.
 
– Υπήρξε φάση που νιώσατε παγιδευμένος σε αυτούς τους ρόλους; Παλιά, όταν κάναμε καριέρα και ήμασταν 30-35 ετών, είχαμε την αγωνία με την Ελένη Ράντου ότι θα παγιδευτούμε σε αυτές τις εικόνες. Είχα την αγωνία μήπως δεν καταφέρω να ξεφύγω από τον Κατακουζηνό ή τον Δάγκα. Μετά τα 45 όμως, απελευθερώθηκα. Γιατί συνειδητοποίησα ότι δεν μπορεί ο κάθε καλλιτέχνης να δημιουργήσει τον Κατακουζηνό ή τον Δάγκα. Οπότε, κράτησα το θετικό του πράγματος, το ότι φτιάχνεις κάτι που για τον κόσμο είναι σημείο αναφοράς. Και από εκεί και πέρα, λύθηκε μέσα μου το πρόβλημα. Άρχισα να παίζω ό,τι ρόλο μπορεί να φανταστεί κανείς με μεγάλη άνεση. Είναι λεπτό το σημείο βέβαια για τον καλλιτέχνη που πρέπει να ξεπεράσει την τηλεοπτική του επιτυχία για να αποδείξει ότι έχει μεγαλύτερη γκάμα και ότι μπορεί να κάνει κι άλλα πράγματα. Όταν το κάνεις τρίτη, τέταρτη και πέμπτη φορά, δεν έχει νόημα. Το πρόβλημα, ουσιαστικά, είναι όταν κάνεις μία επιτυχία, αν θα μπορέσεις να επαναλάβεις, να συνεχίσεις, να εξελίξεις.
 
– Θεωρούσατε ότι είναι κακό να είσαι τηλεοπτικός σταρ; Έτσι λειτουργούσε μια μερίδα του Τύπου περισσότερο ή του καλλιτεχνικού κυκλώματος και επειδή ήμασταν ως νέοι πιο ευάλωτοι και πιο αγωνιώδεις σε σχέση που αυτά που θέλαμε να κάνουμε, ήταν πραγματικά δύσκολο κάποια στιγμή να σε κατατάσσουν στην κατηγορία «τηλεοπτικός σταρ». Δεν ήταν τίτλος τιμής τότε, αλλά κάπως υποτιμητικό. Σε διαχώριζε από το αντικείμενο της δουλειάς σου που το βασικό για έναν ηθοποιό είναι το θέατρο. Κι εγώ και άλλοι παίζαμε στο θέατρο συνεχώς, αλλά περνούσε σε δεύτερο πλάνο γιατί ήταν πολύ μεγάλη η τηλεοπτική επιτυχία. Και αυτό το ξεπέρασα όμως με το χρόνο, γιατί πολύ λίγοι μπορούν να κάνουν μια μεγάλη και συνεχόμενη τηλεοπτική επιτυχία. Και έχω την εντύπωση πλέον ότι αυτό που φοβόμαστε, αυτό μας βρίσκει. Όταν απαλλαγείς από το φόβο, τότε τα πράγματα έρχονται πολλές φορές και στα πόδια σου. Ο φόβος για κάτι είναι σαν να δίνεις σήμα στο σύμπαν να σε βρει το κακό, αυτό που φοβάσαι. Όταν σταμάτησα να φοβάμαι και σταμάτησε να έχει σημασία για εμένα πια, τότε κι εγώ αισθάνθηκα πολύ πιο σίγουρος και η αποδοχή ήρθε από όλα τα κυκλώματα.
 
Info: 8/7, 21:00, Λευκωσία, Αμφιθέατρο Μακαρίου Γ, 22314507. 9/7, 21:00, Λεμεσός, Δημοτικό Κηποθέατρο, 25343341, 25582268, 25878744. 10/7, 21:00, Λάρνακα, Παττίχειο Δημοτικό Αμφιθέατρο.
 
Περιοδικό Go, τεύχος 69.