Όση ώρα μιλούσαμε με την Τούλα Λιασή, με αφορμή το «Τετράδιον Αναμνήσεων» της, το ημερολόγιο που κρατούσε κατά τον πρώτο χρόνο της εισβολής, όντας εγκλωβισμένη με την οικογένειά της στην Αγία Τριάδα της Γιαλούσας και το οποίο θα δοθεί με τον «Φιλελεύθερο» την ερχόμενη Κυριακή, στριφογύριζε στο μυαλό μου μια φράση της Ζυράννας Ζατέλη, εκείνη που λέει «Μας μαχαιρώνουν ήσυχα αυτά που πέρασαν για πάντα».
«Νιώθω τόσο άδεια» μού είχε πει εκείνο το βράδυ του Απρίλη, στις 30 του μήνα συγκεκριμένα, όταν ο πατέρας της, ο Σάββας Λιασής, άφησε την τελευταία του πνοή. Μέρες μετά, διαβάζοντας το ημερολόγιό της, μια φράση, ο τρόπος που έκλεινε το γράμμα που έγραψε τον Αύγουστο του 1975 προς τον αγνοούμενο αδελφό της, τον Γιαννάκη – ένα γράμμα που δεν παραδόθηκε ποτέ – τράβηξε το βλέμμα μου: «Είμαι τόσο άδεια… Σε περιμένω, η αδελφή σου». Τις δύο φράσεις χώριζαν 44 χρόνια αλλά θαρρείς και τις ένωνε μια νοητή ράγα πάνω στην οποία κύλησε η ζωή της. Τον Γιαννάκη τον έθαψαν, τελικά, τον Ιούλιο του 2014, ανήμερα των γενεθλίων του πατέρα της. Βρέθηκε σ’ έναν ομαδικό τάφο στην Κλεπίνη, της Κερύνειας. Ήταν ο πρώτος αγνοούμενος που τάφηκε στα κατεχόμενα, στην πατρώα γη του. Εννέα μήνες αργότερα, η μητέρα της, η Μαρούλλα, τάφηκε δίπλα στον γιο της. Και τώρα…
– …Και τώρα πια είσαι εσύ, ένα σπίτι στην Αγία Τριάδα της Γιαλούσας και κάμποσες αναμνήσεις. Τι συναισθήματα σου προκαλεί αυτή η πραγματικότητα; Δεν απαντάται εύκολα αυτό που με ρωτάς. Προσπαθείς να επιβιώσεις, όπως κάναμε και τις προηγούμενες φορές που περάσαμε δυσκολίες. Προσπαθείς να περπατήσεις σ’ εκείνο το σπίτι, προσπαθείς να πιεις νερό, να κοιμηθείς το βράδυ, να ζήσεις φυσιολογικά τη ζωή σου, όσο φυσιολογικά σου το επιτρέπουν οι συνθήκες…
– Είναι στιγμές που νιώθεις μετέωρη; Μετέωρη, όχι. Μόνη ναι. Μαζί με τον πατέρα μου και τη μητέρα μου, βιώσαμε τον χαμό του Γιαννάκη. Όταν πέθανε η μητέρα μου, είχα τον πατέρα μου. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, ναι, ένιωσα μόνη. Η απουσία του πατέρα μου είναι πολύ αισθητή. Μπορώ να πω, πιο αισθητή κι από την παρουσία του. Ακόμα τον ακούω. Ακούω την τηλεόρασή του, το ράδιο του, τα παράσιτα που έκανε προσπαθώντας να πιάσει σταθμό, τον ακούω να μιλά με τους γάτους μας… Με τη μητέρα μου, παρόλο που είχαμε πολύ καλή σχέση, δεν ήταν έτσι. Ίσως επειδή όταν έφυγε δεν ήταν η τελευταία, υπήρχε κάποιος άλλος να βιώσουμε μαζί την απώλεια… Τώρα, ναι, αισθάνομαι μόνη μου, αλλά προσπαθώ. Προσπαθώ όχι να το ξεπεράσω, γιατί είμαι άνθρωπος που θέλω να αισθάνομαι έντονα οτιδήποτε αισθάνομαι, προσπαθώ να βιώσω την απουσία του, μέχρι ο χρόνος να την απαλύνει.
– Το λες και στο «Τετράδιον Αναμνήσεων» σου, «ο χρόνος, επουλώνει, συνεπής, χωρίς φόβο». Αλήθεια είναι. Τούτα τα χρόνια, άλλωστε, ήταν τόσο επώδυνα, αλλά το γεγονός ότι μπορώ να μιλώ γι’ αυτά σήμερα και να εξιστορώ με ηρεμία όσα ζήσαμε, πάει να πει ότι οι πληγές έχουν επουλωθεί. Ή μάλλον, για να ακριβολογώ, πάει να πει ότι οι γωνιές έχουν πλέον στρογγυλέψει, έχουν λειάνει, δεν είναι τόσο αιχμηρές και δεν τραυματίζουν όπως στο παρελθόν. Πλέον, μιλώ για τον φόβο χωρίς να φοβάμαι.
– Κρατούσες πάντα ημερολόγιο; Από το ’72. Και συνέχισα μέχρι το ’95, αλλά πιο αραιά με την πάροδο του χρόνου.
– Συνειδητοποιούσες τη σημασία του εκείνον τον πρώτο χρόνο της εισβολής, όταν κατέγραφες όσα κατέγραφες καθημερινά; Καθόλου. Μέχρι πέρσι που υπήρξε ενδιαφέρον από σας και παρότρυνση για έκδοσή του, δεν θεωρούσα ότι είχε κάποια σημασία. Κατά καιρούς, σ’ ανθρώπους που μου ζήτησαν περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή μας τότε, ανέτρεξα σ’ αυτό και τους έδωσα κάποια στοιχεία, αλλά ως εκεί. Δεν θεωρούσα ότι είχε κάποια άλλη χρησιμότητα.
– Θυμάμαι που είχες πει, «ποιον ενδιαφέρει;». Κι όμως, προσωπικά θεωρώ ότι πρόκειται για ένα ντοκουμέντο. Ο λιτός τρόπος με τον οποίο καταγράφεις τα γεγονότα, η αγνή, αφτιασίδωτη ματιά ενός νεαρού κοριτσιού που σημειώνει απολίτικα την καθημερινότητα, εκείνη τη συγκεκριμένη καθημερινότητα, του πρώτου χρόνου της εισβολής και της κατοχής… Βρίσκω ότι είναι πολύ ενδιαφέρων ο τρόπος που φωτίζονται οι καθημερινές στιγμές στη σκιά των μεγάλων γεγονότων. Και περιττό να πω, ότι βρίσκω συγκλονιστικό τον τρόπο που καταγράφεται η αγωνία, η ατελέσφορη ελπίδα, ο καταιγισμός πληροφοριών για τον αγνοούμενο αδελφό σου. Ειδικά, όταν ο σημερινός αναγνώστης ξέρει τη συνέχεια εκείνης της μέρας που εσύ έγραψες: «10 Αυγούστου. Ήρθε ο Γιαννάκης. Κολυμπήσαμε. 11 Αυγούστου. Με Γιαννάκη στο Βαρώσι. Κόψαμε τα μαλλιά μας στη Μάρω. Τον πήραμε στην Κυθραία»… Αυτό ήταν ό,τι πιο οδυνηρό ζήσαμε. Παρακαλούσαμε να γινόμασταν πρόσφυγες, να τα χάναμε όλα, παρά αυτό. Οι γονείς μου έταζαν τα πάντα, προκειμένου να λάβουν ένα γράμμα, να δουν την υπογραφή του σε μια κόλλα χαρτί, ένα «είμαι καλά». Αλλά κανείς δεν ήταν σε θέση να το φέρει.
– Ο πατέρας σου σε μια συνέντευξή του μας είχε πει, «Η Μαρούλλα ελάλεν: “Ο Γιαννάκης εν ζωντανός”. Εγώ εν εμιλούσα…». Ναι, ο πατέρας μου δεν εκδηλωνόταν πολλά σ’ αυτό το θέμα, αλλά ήλπιζε. Η μητέρα μου, για να καταλάβεις, στα γενέθλια του Γιαννάκη, κερνούσε. Και ο κόσμος ερχόταν σε δύσκολη θέση. Τι να της ευχηθεί; Χρόνια του πολλά; Να σου ζήσει; Τους βοήθησε, βέβαια, αυτό. Το γεγονός ότι ήταν εξωστρεφείς άνθρωποι, δεν έκρυβαν τον πόνο τους. Μιλούσαν. Έκλαιγαν και μιλούσαν.
– Πότε άρχισε να λιγοστεύει η ελπίδα, πότε άρχισε να επικρατεί η σκέψη πως «μπορεί και να…»; Όταν άρχισαν να βρίσκουν αγνοουμένους και να ταυτοποιούνται τα οστά τους, κάπου το 2006 δηλαδή, εκείνη η σκέψη, «μπορεί και να μη ζουν», που δεν ήθελες να αποδεχτείς, άρχισε να εδραιώνεται…
– Κράτησε μέχρι τότε, λοιπόν… Φυσικά. Ιδίως για τη μητέρα μου η οποία ήθελε να ελπίζει ότι ήταν κάπου, ότι ίσως να παντρεύτηκε στην Τουρκία, ίσως να κρύφτηκε κάπου… Σκέψεις που δεν άντεχαν στη λογική, αλλά συντηρούσαν την ελπίδα που δεν ήθελε να σβήσει. Και η αλήθεια είναι ότι δεν το μιλήσαμε ποτέ. Δεν κάτσαμε ποτέ να πούμε, ξέρεις, μπορεί να έχει σκοτωθεί…
– Ποια είναι η πιο δυνατή ανάμνηση που έχεις από τότε, Τούλα; Τη μέρα που μας έπιασαν αιχμαλώτους, στην αυλή της εκκλησίας. Βλέποντας τους άντρες χωριστά από τις γυναίκες. Απέναντι στα σκαλιά οι άντρες, όρθιοι, γονατιστές εμείς κάτω από το υπόστεγο. Οι στρατιώτες πίσω τους με τα όπλα. Τη μέρα εκείνη έπιασαν τον πατέρα μου και για 40 μέρες δεν ξέραμε πού βρίσκεται. Ήταν συγκλονιστική στιγμή. Αποκλείεται να ήταν χιλιάδες οι Τούρκοι στρατιώτες, έχεις δει τον χώρο της εκκλησίας όπου μας συγκέντρωσαν, εγώ όμως τότε τους έβλεπα χιλιάδες, ήταν παντού. Ήταν μέρες δύσκολες και ο φόβος έντονος. Τόσο που θέλαμε να κοιμόμαστε όσο πιο γρήγορα, για να μην είμαστε ξύπνιοι να φοβόμαστε. Μετά να είσαι στο σπίτι σου και να τους ακούς να περπατούν πάνω στο δώμα, να κρατάς την αναπνοή σου ώστε να μην ακουστείς, να μπαίνουν μέσα, να αρπάζουν ό,τι θέλουν…
– Ποιο είναι το πιο έντονο συναίσθημα που αφήνουν όλα αυτά στην ψυχή ενός νεαρού κοριτσιού; Η υποδούλωση. Η επιβολή με τη χρήση ενός όπλου. Η κατοχή. Η αποχή και η αποστέρηση από κάτι που έχεις δικαίωμα να κάνεις. Η ανασφάλεια. Ο φόβος. Η σκέψη, «Θα έρθουν να μας βιάσουν; Παναγία μου, ας μη μας βιάσουν μπροστά στους γονείς μας». Αυτός ήταν ο φόβος. Γι’ αυτό και ντυνόμασταν με μαύρα μακριά ρούχα, σεμνά, λες και δεν ήξεραν την ηλικία μας. Ευτυχώς, δεν αξιωθήκαμε να ζήσουμε τέτοια εμπειρία.
– Να τολμήσω να ρωτήσω αν χρειάστηκε ποτέ να κάνεις ψυχοθεραπεία; Όχι. Δεν ξέρω αν είναι θέμα δύναμης ή του τρόπου που σκεφτόμουνα όσα ζήσαμε. Υπάρχουν και χειρότερα, έλεγα. Μπορούσε να βιασθείς ή να σκοτώσουν κάποιον δίπλα σου. Και έλεγα, είσαι τυχερή. Απ’ την άλλη πάλι, όλα τα γεγονότα που έζησα, τα μιλώ μέσα μου. Γι’ αυτό και τα κράτησα στη μνήμη μου ζωντανά. Όλες αυτές τις ιστορίες μου τις αφηγήθηκα χιλιάδες φορές. Τις περιέγραψα χιλιάδες φορές στον εαυτό μου, σαν να τις έλεγα σε κάποιον άλλον…
– Για ποιο λόγο το έκανες αυτό; Μα για να τις κρατήσω ζωντανές. Δεν ήθελα να ξεχάσω τίποτα. Δεν ήθελα να φύγουν αυτές οι αναμνήσεις. Αλίμονο. Θα ήταν πιο οδυνηρό να μη θυμόμουνα. Γι’ αυτό και μου τις έλεγα συνεχώς, μου τις περιέγραφα, προκειμένου να θυμάμαι τα πάντα, όλες τις λεπτομέρειες.
– Απ’ όσο σε ξέρω έχω την εντύπωση και παρακαλώ διόρθωσέ με αν κάνω λάθος, ότι δεν έφυγες ποτέ από την Αγία Τριάδα. Παρόλο που έφυγες στα 18 σου, παρόλο που έζησες στο εξωτερικό, παρόλο που η ζωή σου μπήκε σε άλλους δρόμους, νιώθω ότι έχω να κάνω με έναν άνθρωπο βαθιά ριζωμένο στον τόπο του. Η αλήθεια είναι πως τα πρώτα χρόνια στην Ολλανδία, όπου μετά την Αθήνα πήγα για να συνεχίσω τις σπουδές μου στη ζωγραφική, ήθελα να «εξελιχθώ». Να μη μιλώ ελληνικά για να μάθω την ξένη γλώσσα, να μην έχω επαφές με Έλληνες για να γνωρίσω νέες κουλτούρες. Γρήγορα, όμως, διαπίστωσα ότι δεν μπορούσα να ξεφύγω. Δεν μπορούσε, άλλωστε, να γίνει διαφορετικά. Οι γονείς μου εξακολουθούσαν να είναι εκεί, στην Αγία Τριάδα. Ο αδελφός μου εξακολουθούσε να αγνοείται. Κι όταν πια, μετά από 20 χρόνια, μου επετράπη να επισκεφτώ ξανά το χωριό μου, ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι με τίποτα δεν μπορούσα να ξεκόψω. Δεν γινόταν να με εμπνέει, ως καλλιτέχνη και άνθρωπο, το τοπίο της Ολλανδίας και να ζωγραφίζω τον ουρανό της, όταν την ίδια ώρα στο χωριό μου, για να πάνε πέντε γέροι με το «π» τους στην εκκλησία, χρειάζονταν άδεια.
– Θα έπαιξαν, μάλλον, ρόλο κι εκείνες οι φωτογραφίες, οι λεπτομερέστατες, που σου έστελνε ο πατέρας σου όσο εσύ βρισκόσουν στο εξωτερικό. Είναι γεγονός πως ο πατέρας μου με κρατούσε απόλυτα συνδεδεμένη με τον τόπο μας. Μου έστελνε συχνά φωτογραφίες από το σπίτι και τον κήπο, τραβηγμένες απ’ όλες τις μεριές. Στα εκατοντάδες γράμματά του δε, φρόντιζε πάντα να μου γράφει την ημέρα, την ώρα, τη θερμοκρασία, τη βροχόπτωση, ακόμα και την τιμή του συναλλάγματος.
– Στον λίγο χρόνο που τον γνώρισα, είχε ένα ιδιαίτερο χιούμορ ο πατέρας σου. Διακωμωδούσε την τραγικότητα. Ήταν χαρακτηριστικό του αυτό; Θυμάμαι πως, όταν το ’79 επέτρεψαν στα παιδιά των εγκλωβισμένων να δουν για λίγο τους γονείς τους, πήγαμε κι από το Βαρώσι, περάσαμε κι από το σπίτι του παππού, κατοικημένο βέβαια, «πάμε να πάρουμε το νοίκι», είχε πει ο πατέρας μου. Όταν πάλι πέθανε η μητέρα μου, «ήταν η πιο όμορφη και γι’ αυτό μάς την πήραν», έλεγε. «Η ελευθερία πλησιάζει, έρχεται ως τη στροφή, αλλά δεν στρίβει προς τα δω», συνήθιζε να λέει… Ναι, ήταν ο τρόπος του να αντιμετωπίζει τα γεγονότα.
– Ποια στοιχεία κληρονόμησες από τους γονείς σου; Νομίζω ότι έχω λίγο από το χιούμορ του πατέρα μου. Η μητέρα μου, πάλι, ήταν πολύ δίκαιος άνθρωπος. Όπως τον πατέρα της, τον παππού μου που έχτισε αυτό το σπίτι και έφτιαξε τα έπιπλα που έχει μέσα μέχρι σήμερα. Η μητέρα μου, λοιπόν, είχε έντονα ανεπτυγμένο το αίσθημα του δικαίου. Σεβόταν, βοηθούσε, δεν ήθελε να αδικήσει κανένα… Εξού και ήταν και πιο αντιδραστική στην καταπίεση που δεχόμασταν. Όταν ήθελαν να αρπάξουν πράγματα μέσα από την αυλή ή μέσα από το σπίτι μας, φώναζε «δεν έχουν κανένα δικαίωμα να μας τα πάρουν». Θυμάμαι μια φορά που ένας αστυνομικός απαίτησε τα υλικά που είχαμε για να χτίσουμε το μπάνιο και η μητέρα μου φώναζε, δεν ήθελε. Και τότε εγώ της είπα, «τι θέλεις δηλαδή; Να γίνει και ο πατέρας μου αγνοούμενος;». Φορούσα ένα ξώπλατο φόρεμα και τα δαχτυλικά της αποτυπώματα φαινόντουσαν στην πλάτη μου και την επόμενη μέρα. Κλάψαμε και οι δυο. Κι όταν ήρθε το φορτηγό να τα πάρει, έφυγε από το σπίτι, να μην είναι μπροστά.
– Στο «Τετράδιον» μιλάς για τους έποικους που ήρθαν τα μετέπειτα χρόνια στην Αγία Τριάδα και σημειώνεις «πλέον μένουν στο χωριό μου περισσότερα χρόνια απ’ ό,τι έμεινα εγώ»… Είναι μια σκληρή πραγματικότητα. Γιατί συνειδητοποιείς ότι έχουν ριζώσει. Ότι δεν θα φύγουν ποτέ, ότι η γειτόνισσά μου δεν θα μπορεί να επιστρέψει σπίτι της, ότι η κατάσταση δεν θα γίνει όπως ήταν πριν…
– Ο τόπος μπορεί να γίνει ξανά ίδιος; Ούτε εγώ είμαι ίδια, ούτε ο τόπος είναι ίδιος. Όπως προχώρησα εγώ, προχώρησε και ο τόπος. Ο τόπος δεν είναι μια γεωγραφική περιοχή, είναι οι άνθρωποι, οι εμπειρίες, τα βιώματα…
– Δεδομένου ότι εσύ έφυγες πριν εγκατασταθούν έποικοι στο χωριό, τι σου έχουν πει οι γονείς σου, πώς ήταν η κατάσταση; Στην αρχή ήταν πολύ αρνητικές οι εμπειρίες. Ήταν άνθρωποι που δεν ήξεραν καν πού είναι η Κύπρος, άνθρωποι που εκεί που έμεναν δεν είχαν ούτε ρεύμα, ούτε πόσιμο νερό. Δεν ήξεραν να χρησιμοποιήσουν βασικά προϊόντα, όπως το λεμόνι, η ντομάτα… Και είχαν, ασφαλώς, μια διεκδικητική στάση, με την παρότρυνση του στρατού, σ’ ό,τι αφορά στον χώρο στον οποίο βρέθηκαν. Χρησιμοποιούσαν τη λέξη «λάφυρα» κι ακόμη τη χρησιμοποιούν κάποιοι, σε περίπτωση κλεψιάς. Αργότερα, η κατάσταση βελτιώθηκε.
– Σ’ αυτό το σπίτι έχετε τόσα «κειμήλια». Ποιο είναι το πιο σημαντικό για σένα; Τώρα πια έχουν όλα την ίδια αξία. Τα εργαλεία με τα οποία έκτισε το σπίτι ο παππούς μου, οι παλιές φωτογραφίες που φυλάω σαν ιερό κειμήλιο… Βέβαια, όταν επέστρεψα στο χωριό ξανά, το 95, εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν οι σποντούες που είχαμε κρεμασμένα διάφορα οικιακά σκεύη στους τοίχους και ήταν ακόμα οι ίδιες. Ο σπάγκος απ’ τη μια σπόντα στην άλλη, πάνω στον οποίο απλώναμε τη μαντιλιά. Τα είδα ξανά μετά από είκοσι χρόνια και μου έκανε εντύπωση. Τα πάντα γύρω αλλάζουν, η ζωή αλλάζει, αυτά μένουν ίδια, σκέφτηκα. Τα αντικείμενα του σπιτιού μας τα κρατήσαμε σε καλή κατάσταση επειδή οι γονείς μου, φοβούμενοι ότι το ’77 θα τους έδιωχναν, τα είχαν βάλει όλα μέσα σε κάσες. Το σαλόνι μας ήταν μέχρι το ταβάνι, στοίβες από κούτες. Για να τρώνε, είχαν αγοράσει άλλα πιάτα, άλλα πιρούνια, άλλα ποτήρια… «Πρόχειρα». Τα δικά τους έμειναν σε κούτες μέχρι και το 2000. Τότε βγήκαν ξανά και πήραν σιγά – σιγά τη θέση τους.
– Ο απολογισμός της ζωής σου, τι καταγράφει Τούλα; Περισσότερη χαρά ή περισσότερο πόνο; Ούτε περισσότερη χαρά, ούτε περισσότερο πόνο. Τότε, βέβαια, ήταν πόνος. Δεν είναι πια πόνος. Αλλά ούτε και χαρά είναι. Θα έλεγα ότι είναι εμπλουτισμός. Έγινα πιο πλούσια μ’ αυτές τις εμπειρίες. Οι εμπειρίες αυτές με διαμόρφωσαν. Αυτές με έκαναν αυτό που είμαι. Όλη η ζωή μου καθορίστηκε από αυτές.
– Απ’ όσο σε γνωρίζω, θα έλεγα ότι είσαι ένας άνθρωπος συναισθηματικός, μα συνάμα έχεις δημιουργήσει και μια απόσταση ασφαλείας… Δεν είναι απόσταση ασφαλείας. Είναι απόσταση. Σκέτη. Που δημιουργείται από τον χρόνο. Από τις εμπειρίες. Κι από τη γνώση. Και η απόσταση αυτή σε βοηθά να βλέπεις τις καταστάσεις πιο ρεαλιστικά. Δεν είναι ένα προστατευτικό τείχος που έχω κτίσει. Είναι ο χρόνος και ό,τι αυτός έφερε και χώρεσε στο μεσοδιάστημα. Γι’ αυτό είπα πιο πάνω τον χρόνο συνεπή. Αυτός είναι ο μόνος συνεπής στην πορεία του.
– «Εν τω μεταξύ, ο χρόνος κυλά, τα χρόνια περνούν. Κάποιοι φεύγουν από τη ζωή», λες σε κάποιο σημείο του «Τετραδίου». Ποιος είναι ο φόβος σου και ποια η ελπίδα σου, Τούλα; Η ελπίδα μου είναι να λυθεί το Κυπριακό.
– Υπάρχει ακόμα; Υπάρχει, φυσικά και υπάρχει. Έχω πάρει την αισιοδοξία του πατέρα μου. Δεν ξέρω ρεαλιστικά τι πιθανότητα υπάρχει, αλλά η ελπίδα είναι εκεί.
– Και ο φόβος σου; Να μη χάσω το σπίτι μου. Κοίτα, μεταξύ μας, ο φόβος μου είναι πως, ύστερα από 50 χρόνια, όταν εγώ δεν θα υπάρχω πια και τα παιδιά μου θα είναι κι αυτά ηλικιωμένα και δεν θα έρχονται στην Αγία Τριάδα, το σπίτι μου θα τουρκέψει. Κι αυτό και το χωριό μου. Υπάρχει το σπίτι μου, γιατί έμειναν στον τόπο τους οι γονείς μου, υπάρχει τώρα γιατί υπάρχω εγώ…
– Και γιατί θέλεις να μείνει μεταξύ μας; Δεν ξέρω αν ενδιαφέρει αυτό κάποιον.
– Είναι ένας φόβος που ο συνεπής χρόνος καθιστά σιγά – σιγά πραγματικότητα. Σκληρό μεν, μπορεί να θεωρείς ότι είναι κάτι προσωπικό, που αφορά εσένα, αλλά δεν είναι… Αντιπαραβάλλω, λοιπόν, την ελπίδα.
* TO «ΤΕΤΡΑΔΙΟΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ» της Τούλας Λιασή θα δοθεί δωρέαν μαζί με τον Φιλελεύθερο της ερχόμενης Κυριακής, 21η Ιουλίου. Εκδόθηκε με την ευγενή χορηγία του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών.
Φιλgood, τεύχος 232.