Tη χρονιά που η Αμμόχωστος ετοιμαζόταν να υποδεχτεί το αναστηλωμένο αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας, τίποτα δεν φαινόταν να αλλάζει στην καθημερινότητα των 15 μου χρόνων. Ζωγράφιζα πολύ, έβλεπα παραστάσεις από θιάσους που έφταναν στην πόλη, έκανα κατά καιρούς Καραγκιόζη που είχαμε φτιάξει με τον αδελφό μου -για εισιτήρια ζητούσαμε σπίρτα και κεριά- ακούγαμε ανελλιπώς τα βράδια θέατρο από το ραδιόφωνο, επισκεπτόμουν πολύ συχνά την Πινακοθήκη και τη Βιβλιοθήκη, παρακολουθούσα μαθήματα φωτογραφίας και περνούσα ώρες στον εξοπλισμένο φωτογραφικό θάλαμο που είχα φτιάξει στο πατρικό μου. Τότε ονειρευόμουν να γίνω αρχαιολόγος. Μ’ άρεσε πολύ η ιδέα της ανακάλυψης, της περιπέτειας, των ανασκαφών… 
Δεν είχα σκεφτεί ποτέ μέχρι τότε πως αυτή η χρονιά – ορόσημο για την πόλη θα ήταν τελικά σημαδιακή και για μένα. Η αναστήλωση του αρχαίου θεάτρου από το τμήμα αρχαιοτήτων και τον δρα Βάσο Καραγιώργη θα λειτουργούσε καταλυτικά στη μελλοντική επαγγελματική πορεία μου, με αφορμή -λίγο αργότερα- μια παράσταση που θα ζούσα σε κάθε στάδιο της δημιουργίας της. Σ’ εκείνο το χειροκρότημα της συγκεκριμένης πρεμιέρας θα γευόμουν τη μαγεία του θεάτρου, θα ξεκινούσε η σχέση μου μαζί του. Μια σχέση που θα κρατούσε για πάντα.  
Βέβαια αν έπρεπε να ξεκινήσω από κάπου θα έκανα αρχή με τα παιδικά μου χρόνια για να θυμηθώ τη μανία που είχα με τις κατασκευές: κάρφωνα, έκοβα, ξήλωνα, έφτιαχνα. 
Στο Δημοτικό από την τάξη ήμουν απών. Εκτός κι αν κάναμε τέχνη. Αλλιώς ακολουθούσα τον δάσκαλο της ζωγραφικής κι όπου πήγαινε πήγαινα, σε όποια τάξη κι αν δίδασκε. Ζωγράφιζα τοπία και πορτρέτα, ανάλογα με τη διάθεσή μου, κυρίως τοπία. «Με τέτοιο σχέδιο και τέτοιο χρώμα σκηνογράφος θα γίνεις», μου έλεγε αργότερα ο καθηγητής μου Γιώργος Μπισκίνης, που ήταν σπουδαίος καλλιτέχνης με ειδικές σπουδές σκηνογραφίας στην Ιταλία και Αυστρία. Ο πατέρας μου από την άλλη, μου είχε ανοίξει λογαριασμό στο ΖΕΤ, το τεράστιο κατάστημα του Νίκου Ζαννετίδη που πουλούσε ακουαρέλες, λαδομπογιές, τέμπερες, καναβάτσα, πινέλα, τελάρα, κορνίζες. Ένας παράδεισος για όσους αγαπούσαν την τέχνη. 
Ο Ζαννετίδης ήταν παντρεμένος με ξαδέλφη του πατέρα μου, αδελφή των ζωγράφων Χατζησωτηρίου. Του Φώτου και του Ξάνθου, που μαζί με τον Γιώργο Σκοτεινό, τον Γιώργο Κομίτη ήταν γνωστοί καλλιτέχνες της πόλης. Στο Βαρώσι τότε ζούσαν άνθρωποι του πνεύματος που ήταν αδύνατο να μην σε επηρεάσουν: Χριστόφορος Μηλιώνης, πεζογράφος. Κυριάκος Πλησής, εκπαιδευτικός ποιητής, Θεοδόσης Νικολάου ποιητής, Γιάννης Αναγνωστόπουλος πρωτοπόρος εκπαιδευτικός, Kυριάκος Χατζηιωάννου επιστήμονας φιλόλογος, Γεώργιος Φιλίππου Πιερίδης αδελφός του Θεοδόση Πιερίδη, λογοτέχνης και βιβλιοθηκάριος της σπουδαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Αμμοχώστου. Θυμάμαι το γραφείο του Πιερίδη το έβλεπες με το που έμπαινες στα δεξιά σου. Επάνω είχε ένα υπέροχο μεγάλο πίνακα του Γεωργίου Πολ Γεωργίου. «Κύριε Παρτζίλη να σας ρωτήσω κάτι;» μου λέει μια μέρα (ήταν ο πρώτος που με αποκάλεσε κύριο στα 14 μου). «Ο πίνακας αυτός σας αρέσει;» Του λέω «δεν είμαι σίγουρος. Νομίζω πως δεν μου αρέσει και πολύ». «Καθίστε κύριε Παρτζίλη». Όταν βγήκα από το γραφείο του με είχε πείσει πως ο Πολ Γεωργίου ήταν ένας σπουδαίος καλλιτέχνης.  
1962 λοιπόν…Τα Γυμνάσια Αμμοχώστου υπό την καθοδήγηση του αείμνηστου και σπουδαίου του πολιτισμού Παναγιώτη Σέργη, αποφασίζουν να ανεβάσουν την τραγωδία «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, με πρωταγωνιστή τον επίσης μαθητή (δυο χρόνια μεγαλύτερό μου) Δημήτρη Ποταμίτη. Ο κος Μπισκίνης που είχε αναλάβει τα σκηνικά, ζητά να τον βοηθήσουν κάποιοι από τους μαθητές του, ανάμεσα κι εγώ.  Ήταν ένα τεράστιο σκηνικό, έξι μέτρα ύψος, δώδεκα μέτρα άνοιγμα. Ένα ολόκληρο τρισδιάστατο παλάτι. Κι εγώ, εκεί, ανεβασμένος σε μια σκάλα, να δουλεύω κι ας είχα υψοφοβία… Αυτό ήταν. Στο πρώτο χειροκρότημα της πρώτης παράστασης στην Αρχαία Σαλαμίνα ήμουν σίγουρος πως θα γινόμουν σκηνογράφος.  
Ο πατέρας μου, που είχε εμπορικές συναλλαγές με την τότε Τσεχοσλοβακία αποφασίζει να σπουδάσω στην Πράγα. «Αλλά να γίνεις γραφίστας, είναι οι σπουδές του μέλλοντος», μου είχε πει. Δεν έφερα αντίρρηση. Με το που φτάνω στην Πράγα, τον Σεπτέμβρη του 1964, δηλώνω αμέσως πως έγινε λάθος στην αίτηση και πως έφτασα για να για να διεκδικήσω μια θέση στη σκηνογραφία. Ήμουν πολύ τυχερός. Ήμουν ο πρώτος Κύπριος που θα σπούδαζα στο καλύτερο πανεπιστήμιο σκηνογραφίας στον κόσμο, το πρώτο που ιδρύθηκε παγκοσμίως. 
Για να πετύχω στις εξετάσεις βέβαια οφείλω να αναφερθώ πέρα από τον Μπισκίνη και στη Δώρα Ορφανού Φαρμακά, η οποία μας έκανε απογευματινά μαθήματα σχεδίου με κάρβουνο. 
Στην Κύπρο επέστρεψα το 1970. Ένα χρόνο αργότερα μου φωνάζει ο Βλαδίμηρος Καυκαρίδης και μου ζητά να συνεργαστούμε στο θεατράκι του ΡΙΚ για τα σκηνικά της παράστασης του «Θείου Βάνια» του Τσέχωφ σε δική του σκηνοθεσία. Εκεί γνωρίζω τον Εύη, τη Δέσποινα, τον Στέλιο, τον Νίκο, την Τζένη… ανθρώπους που έμελλε να συνεργαστώ ξανά και ξανά και που σημάδεψαν ανεξίτηλα το κυπριακό θέατρο. Αυτή η παράσταση ήταν και η τελευταία της μικρής αλλά σημαντικής πορείας στο θεατράκι του ΡΙΚ. Λίγο αργότερα θα ιδρυθεί ο ΘΟΚ. 

Ο Άντης Παρτζίλης είναι σκηνογράφος. Τα τελευταία χρόνια έχει αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του Διεθνούς Φεστιβάλ Κύπρια.  
 

Φιλgood, τεύχος 237.