Ο ποιητής με τη χαρακτηριστική τραγιάσκα – σήμα κατατεθέν του για μισό αιώνα –  τα επιμελώς διαλεγμένα γιλέκα, το oversize παλτό και εκείνη τη σκαλιστή μαγκούρα με την ασημένια λαβή έφυγε από τη ζωή πλήρης εμπειριών, στα 80 του χρόνια, ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι. Μια ζεστή μέρα του Ιουλίου, την εποχή, δηλαδή, που δόξασε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Ο φίλος του, ο Γιώργος Νταλάρας, ετοίμασε μια σειρά συναυλιών με τα ωραιότερα τραγούδια έχοντας παρέα του τον Μίλτο Πασχαλίδη και τον Χρήστο Θηβαίο.
 
Είναι εκείνοι οι στίχοι του, τραγουδισμένοι με το χαρακτηριστικό γρέζι της φωνής της  Μοσχολιού που λατρεύω. «Χρόνια μετά και κάτω απ’ τη μαρκίζα / σε βρήκα που ‘ρθες για να μη βραχείς, ίδια η βροχή τα μάτια σου τα γκρίζα / μα τίποτα, όπως πάντα, δεν θα πεις». Όχι πως η εκτέλεση της Αλεξίου, απ’ το CineΚεραμεικός, το 2002 πάει πίσω. Μαγεία και η Αλεξίου. Η ίδια είχε πει βέβαια πως όλα είναι ένα παζλ. Πως αξία δεν έχει μόνο η φωνή της. Είναι και η μουσική. Οι νότες που ντύνουν τον λόγο. Αλλά και τα λόγια που καλείται να τραγουδήσει. Και ο Ελευθερίου της έδωσε απλόχερα –και κατ’ επέκταση σε όλους εμάς- στίχους με μασίφ μελαγχολία και άκρατο αισθησιασμό. Χωρίς πολλές λεκτικές φιοριτούρες ή συναισθηματικά τεχνάσματα. Βάζοντας τις προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις του πλάι-πλάι, έδωσε εικόνες και χρωμάτισε συναισθήματα. Ή καλύτερα το οπτικοποίησε το συναίσθημα σε περισσότερα από 400 τραγούδια. Είναι το «Ο Χάρος βγήκε Παγανιά», τα «Παραπονεμένα Λόγια» – ένας ύμνος με εκείνη την τέλεια τσαλκάντζα στη φωνή του Νταλάρα – είναι ο «Άμλετ της Σελήνης», το «Το τρένο φεύγει στις Οκτώ», είναι τα «Χρόνια της Υπομονής». Εν αρχή ην ο λόγος λοιπόν. Του το είχα πει ένα μεσημέρι που καθίσαμε στο BlackDuck, κοντά στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Σε ένα τραπέζι κοντά στην είσοδο. Ήταν η πρώτη απ’ τις τρεις φορές που τον συναντούσα. «Μα τι ωραίο όνομα έχετε νεαρέ! Θα μπορούσε να ήταν το όνομα κάποιου ήρωα, σε κάποιο μυθιστόρημα. Και από τι ωραίο τόπο μου έρχεστε! Η Κύπρος, τι ωραίος πολύπαθος τόπος… Τραγουδάς και εσύ;». Με κοίταζε πίσω απ’ τα μυωπικά γυαλιά του γουρλώνοντας τα μάτια του καθώς περίμενε την απάντησή μου. Ψέλλισα ένα όχι, πως δεν είμαι για να πάω και στο X Factor. «Η πρώτη μου επαφή με Κύπρια τραγουδίστρια ήταν νομίζω με την Άννα τη Βίσση. Τι ωραίο πλάσμα που ήταν και τι ωραία φωνή είχε από τότε… Όσο για τους στίχους τυχαία ξεκίνησε όλο αυτό. Ούτε εγώ το περίμενα πως θα τράβαγε τόσο». Είχε βγάλει από την τσάντα του μια μεγάλη έκδοση, με μεγάλα, λευκά γράμματα στο εξώφυλλο. Τα λόγια και τα χρόνια που μόλις είχε κυκλοφορήσει απ’ τις Εκδόσεις Μεταίχμιο. Με δεκάδες τραγούδια δικά του τραγουδημένα απ’ την Αλεξίου, τον Νταλάρα, τη Μοσχολιού, τον Μητροπάνο, τον Θηβαίο, την Πρωτοψάλτη. Ξαφνικά σταμάτησε να μιλά. Αφουγκραζόταν τα ηχεία του BlackDuck. «Αυτή δεν είναι η Φλέρυ Νταντωνάκη;». Δεν ήμουν σίγουρος τι ακούγαμε. Φωνάζει τη σερβιτόρα, την ήξερε με το όνομα της, Ντίνα, νομίζω λεγόταν. Της έκανε την ίδια ερώτηση. Δεν ήξερε ούτε η Ντίνα. Συγχύστηκε. «Αυτή  πρέπει να είναι». Η Ντίνα, τσεκάρει το κομπιούτερ, δεν βρίσκει το όνομα. Μέχρι να κάνω Shazam, το κομμάτι τελειώνει. «Θα ήθελα να έλεγε ένα τραγούδι μου η Νταντωνάκη. Είναι η Θεά του κόσμου όλου. Και θα ήταν μαγεία αν έλεγε στίχους δικούς μου. Αυτό είναι ίσως το μοναδικό απωθημένο μου…». Μπροστά μας είχαμε τα ορεκτικά, κάτι μικρές πιτούλες με μέλι και μαυροκούκι και ρολά χορταρικών με μυρωδικά. Αυτός παράγγειλε και μια μερίδα γεμιστά. Μισή για να φάει τώρα, μισή για το βράδυ στο σπίτι. Τον άκουσα να μιλά για τα 350 χιλιάδες βιβλία του που χάρισε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Ερμούπολης, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, για τη Νίκη Μαραγκού, που γνώρισε μια φορά όταν ήρθε Κύπρο και τον μάγεψε με την απλότητα, τη φιλοξενία και την αγάπη της. «Μεγάλωσα πια. Και χάνω κόσμο που γνώρισα. Παλιά, ξέρεις, διάβαζα αγγελίες γάμου. Τώρα διαβάζω αγγελίες θανάτου και βλέπω όλο και περισσότερους να χάνονται». Είχε ένα τεράστιο ντοσιέ, μου είπε, έγραψε απ’ έξω με καλλιγραφικά γράμματα «Κοιμητήριον Αγάπης» και εκεί μέσα είχε τα αποκόμματα των εφημερίδων από τους θανάτους των φίλων του ή ανθρώπων που θαύμασε πολύ αλλά τους γνώρισε λίγο. «Τα πράγματα ξεκίνησαν να γίνονται δυσάρεστα γιατί το ντοσιέ φουσκώνει όλο και περισσότερο». Είχε παραδεχτεί, θυμάμαι, πως δεν ήταν απ’ αυτούς που έφτιαχναν ένα φωτοστέφανο για εκείνους που έφυγαν. «Ο καθένας έχει τις μιζέριες του, τις ιδιοτροπίες του, τις ιδιαιτερότητές του». Και αυτόν, είπε, πολλοί άνθρωποι δεν θα τον ανέχονταν για παρέα. Και ο ίδιος; Πώς θα χαρακτήριζε τον εαυτό του; Ποια επίθετα θα διάλεγε; «Είμαι αρκετά βλαξ. Με εκμεταλλεύτηκαν όσο δεν πάει. Ό,τι έγινε, έγινε πια. Είμαι 75 χρονών. Εξεμέτρησα το ζην. Και περιμένω… Μου χτυπάνε βέβαια την πόρτα οι αρρώστιες αλλά δεν την ανοίγω. Προσπαθώ να την κρατώ κλειστή αλλά μπαίνουν απ’ τα παράθυρα. Δεν με φοβίζει όμως το τέλος. Το μόνο που δεν θέλω είναι πόνο. Ούτε θέλω να πέσω στην ανάγκη κανενός. Δεν με ενδιαφέρει να με λυπηθούν αλλά δεν θέλω την εξάρτηση απ’ τους άλλους. Θα ήταν εξαντλητικό και για μένα και για τους άλλους. Αλλά κυρίως για μένα… Ξέρετε, τα γηρατειά δεν έρχονται μόνα τους. Φέρνουν απ’ τη μια σοφία, για τους ανθρώπους που μπορούν να πάρουν κάτι απ’ τη διαδρομή και απ’ την άλλη σέρνουν αρρώστιες, δυσκολίες που πρέπει να αντιμετωπίσεις. Πάντα σκεφτόμουν τα γηρατειά και τις δυσάρεστες ώρες τους. Τελικά ήρθαν χωρίς να το καταλάβω, με αποτέλεσμα τώρα πια το καταλαβαίνω συνέχεια. Είναι μια ανίατος ασθένεια τα γηρατειά νεαρέ μου». Και ο θάνατος; Σας φοβίζει; «Η ιδέα του θανάτου με απασχολεί έντονα. Θα ήθελα να πεθάνω στο δρόμο, ανάμεσα σε κόσμο. Να βγούμε από εδώ, να περπατήσω στη Σταδίου και να πεθάνω. Να μην είμαι μόνος μου… Διαβάζω στις εφημερίδες τις αγγελίες θανάτου και στεναχωριέμαι. Σκέφτομαι, αν είχε κάποιον μαζί του, αν είχε έναν άνθρωπο δίπλα του εκείνες τις τελευταίες στιγμές…» 
 
Οι συναυλίες για τον Μάνο Ελευθερίου θα πραγματοποιηθούν στις 11/9 στο Θεατράκι Προεδρικού Μεγάρου, στις 12/9 στο Κηποθέατρο Λεμεσού και στις 14/9 στο Παττίχειο Αμφιθέατρο Λάρνακας. Περισσότερες πληροφορίες και εισιτήρια tickethour.com.cy, 7777 7040 και σε όλα τα καταστήματα ACS courier. 

ΛΕΝΕ ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ 

Ο στιχουργός Νίκος Μωραΐτης γράφει σκόρπιες μνήμες από συναντήσεις τους: 
«Όταν τον πρωτοσυνάντησα, τον ρώτησα “τι κάνετε κύριε Ελευθερίου;” και με πολύ σοβαρό ύφος μου απάντησε “δεν είμαι καλά, είμαι πολύ άρρωστος”. Αυτό συνέβη το 1998. Ήταν 60 χρόνων. Έκτοτε, όποτε τον συναντούσα, έλεγε ακριβώς το ίδιο πράγμα. Πολύ αργότερα μού εκμυστηρεύτηκε την αρρωστοφοβία του, ότι πήγαινε κάθε εβδομάδα και έκανε εξετάσεις μήπως έχει κάτι, ότι στα νοσοκομεία είχε ξοδέψει τα πνευματικά του δικαιώματα. “Στα νοσοκομεία και στα σπάνια βιβλία”».
Μια φορά, μπαίνω με την παρέα μου σε ένα εστιατόριο και βλέπω ένα μεγάλο συνθέτη με τον οποίο δεν μιλάμε εδώ και χρόνια και στην παρέα του τον Μάνο Ελευθερίου. «Ποπό, τι κάνουνε τώρα;». Γυρίζω αμέσως το βλέμμα, κάνω ότι δεν τον είδα και πάω και κάθομαι στο βάθος, ελπίζοντας να μη με έχει δει. Λίγο αργότερα, έρχεται ο Μάνος Ελευθερίου στο τραπέζι μας να με χαιρετίσει. Σηκώθηκε από το… εχθρικό τραπέζι και ήρθε, αντί να κάνω την καρδιά μου πέτρα και να πάω εγώ. Ντράπηκα, ήταν όμως πολύ πιο μεγάλος και γενναίος από εμένα…
Κάποια στιγμή, με κάλεσε στην εκπομπή του στον 9,84. Εκεί, στον αέρα, με ρώτησε: «Γράφεις στίχους και στα αγγλικά;». «Όχι», του λέω παραξενεμένος. «Ευτυχώς, τουλάχιστον να σε φθονούν μόνο οι Έλληνες στιχουργοί για τα σουξέ σου». «Βιτριολικός».
 

Ο Γιώργος Νταλάρας γράφει για την απώλεια του μεγάλου στιχουργού: 
«Βρίσκομαι ακόμη νομίζω σε κατάσταση σοκ. Ο θάνατος ενός αγαπημένου σου ανθρώπου σε αρρωσταίνει. Στη δική του περίπτωση, το εισπράττω κι από πολλούς που δεν τον είχαν γνωρίσει ποτέ προσωπικά. Του έλεγα πάντα ότι έχει το χάρισμα με τις ευαίσθητες κεραίες του και τα έξυπνα μάτια του να αφουγκράζεται κάθε γενιά και κάθε εποχή και να συνομιλεί μαζί τους. Είναι δύσκολο να μετρήσεις το ανάστημά του, δεν είχε μία ιδιότητα: πέραν της στιχουργικής και της ποίησης ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, με τη λαογραφία μέσα από τα μυθιστορήματά του, ήταν δεινός σχολιαστής με παρεμβατικό λόγο, υπήρξε ραδιοφωνικός παραγωγός. Ήταν πάντα ενεργός και δημιουργικός, ποτέ αμέτοχος στα τεκταινόμενα. Μεγάλη πλήγμα η απώλειά του… Μου λείπει η παρέα του. Το να χτυπήσει το τηλέφωνο και να μου πει: «Έλα από εδώ, έφτιαξα γλυκό κυδώνι». Τα μικρά καθημερινά πράγματα που όταν τα χάνεις φτωχαίνει η ζωή σου. Για μένα αποτελούσε και μια πατρική φιγούρα. Ήταν πάντοτε προστατευτικός απέναντί μου, μου έδινε συμβουλές. Μου έλεγε: «Μη μιλάς πολύ σε ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν τι τους λες». «Ήταν τόσο ξαφνικός ο θάνατός του που δεν πρόλαβα να τον αποχαιρετήσω. Δεν ξέρω πώς να περιγράψω αυτό το συναίσθημα, αλλά όσοι το έχουν νιώσει καταλαβαίνουν τι εννοώ».

 

Η στιχουργός Λίνα Νικολακοπούλου μιλά για τον ακριβό της φίλο. 
«Άγαπημένε Μάνο, η Ελλάδα ολόκληρη ένιωσε πως έφυγες. Ένα ακόμα φως που έσβησε στο πατρικό σπίτι του λόγου. Να ‘ξερες πόσοι και πόσο σ’ αγαπάνε.
Έβαλα ν’ ακούσω τον «Άγιο Φεβρουάριο».
«Η σούστα πήγαινε μπροστά / κι ο μάγκας τοίχο τοίχο
Δεν έτυχε τα χρόνια αυτά / τίποτα να πετύχω»
«Κι όμως, πέτυχες πολλά. Όσα δεν φαντάζεσαι. Έσωσες λόγια, ιστορίες, συναισθήματα, καημούς, την ίδια την ομορφιά αυτής της γλώσσας. Παρηγόρησες, συντρόφεψες, στήριξες τις καρδιές μας, βάθυνες τη ματιά μας στα ανθρώπινα, κρατώντας ψηλά την κιβωτό του τραγουδιού, παραμένοντας αστείρευτος μέχρι την τελευταία σου πνοή. Το έργο σου είναι εδώ, κοντά μας. Να μας μιλά, να μας εμπνέει, να μας δίνει ταυτότητα. Να έχουμε την ευχή σου και τη χάρη σου να συνεχίσουμε. Καλό Παράδεισο, ακριβέ μας άνθρωπε. Η φίλη σου η Λίνα».

Ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος γράφει για τον δάσκαλο όλων:
«Ο Μάνος Ελευθερίου ήταν ένα στοιχειό. Ένα πλάσμα αλλούτερο και συνάμα γήινο. Αν σου δινόταν η ευκαιρία να του σφίξεις το χέρι το καταλάβαινες από την πρώτη στιγμή: ατσάλινος κι ανυπεράσπιστος την ίδια στιγμή. Ασθενικός και συντονισμένος με τα πιο σκανδαλιάρικα ρεύματα της ζωής. Ευγενής και καυστικός. Συνειδητός φορέας της ιστορίας του κι ένα παιχνιδιάρικο παιδί που αστειευόταν με τους πάντες και τα πάντα. Είναι τόσο δύσκολο να προσπαθήσει κανείς να τον περιγράψει και να πέσει μέσα, απλούστατα γιατί μπορούσε να είναι τα πάντα, ανάλογα με τα κέφια του. Αγαπούσε τα όμορφα πράγματα και λάτρευε να τα μοιράζεται, είτε μιλάμε για εμπειρίες, ιστορίες και πιπεράτα ανέκδοτα του παρελθόντος, είτε για υλικά αντικείμενα – τα οποία για εκείνον ήταν κάτι παραπάνω από αντικείμενο. Συλλέκτης που αποχωρίζεται με χαρά τις συλλογές του – πράγμα από μόνο του σπάνιο. Αν διαισθανόταν την αδυναμία σου σε κάτι, σε προίκιζε με ό,τι κατείχε και ένιωθε πως μπορούσε να σου δώσει χαρά. Αγαπούσε τον τρυφερό πληθυντικό και την λεπτή ειρωνεία. Το κάθε του τηλεφώνημα (πάντα σε ανύποπτο χρόνο) ήταν ένα καλοσκηνοθετημένο μονόπρακτο απαράμιλλης κομψότητας. Μακάρι να μπορούσα να μεταφέρω την ατμόσφαιρα που έφτιαχνε με το καλησπέρα. Ο ”Κύριος Μάνος” όπως τον λέγαμε όλοι, γιατί δεν είχαμε επιλογή ανάμεσα στον σεβασμό και την τρυφερότητα, άφησε πίσω του αμέτρητους μαθητές, επίδοξους συνεχιστές κι ένα δυσθεώρητο όριο, που κανείς μας δεν θα καταφέρει να ξεπεράσει. Άφησε πίσω του τραγούδια και βιβλία και ιστορίες που θα φωτίζουν τον δρόμο όλων μας και δεν θα σβήσουν ποτέ. Κανένας αποχαιρετισμός λοιπόν. Μόνο βαθιά ευγνωμοσύνη που πέρασε από τις ζωές μας – αθόρυβος κι εκρηκτικός – και τις έκανε καλύτερες».

Ο Σταμάτης Κραουνάκης θυμάται την τελευταία φορά που τον συνάντησε:
«Με την είδηση της αποχώρησής του προς τα ουράνια διαμερίσματα, ούτε άνθρωπο δεν ήθελα να δω. Ο Μάνος κυκλοφορούσε, αγαπούσε, νοιαζόταν. Και όπως τον πείραζα και με πείραζε του είπα την τελευταία φορά που τον είδα ότι δεν ήρθε να με δει στον «Duende». Μου είπε ότι ήταν άσχημα και πως “θα πεθάνω”. Του απάντησα “κοίτα να μην πεθάνεις καλοκαίρι και έχουμε τράβαλα”. Και ξεκλείδωσε την πόρτα και έφυγε τελικά την Κυριακή το πρωί και πήρε την ανηφόρα (συγκινείται). Δεν μπορώ που μιλάμε στον πεθαμένο, δεν ακούει. Ούτε μπορώ τα Καλό Παράδεισο. Ο Μάνος είναι πανταχού παρών. Κασκέτο, αγάπη, τσιγαράκι, ανελέητο χιούμορ, ουισκάκι και το λευκό πουκάμισο κουμπωμένο μέχρι το λαιμό. Ήταν ο μέγας ποιητής».  

Φιλgood, τεύχος 237.