Αγάπη: «Αν υπάρχει αγάπη, όλα γίνονται. Και θα γίνουν όμορφα, καλά, αρμονικά. Και μιλώ αναφερόμενος και στη δουλειά μου και στη ζωή μου».
Βαλίτσα: «Φέτος το καλοκαίρι βγάλαμε ρίζες μέσα σε ένα πούλμαν οργώνοντας την Ελλάδα με τον θίασο της “Λωξάντρας” κάνοντας συνολικά περίπου 60 παραστάσεις. Καθώς, λοιπόν, ήμασταν συνέχεια εν κινήσει, η βαλίτσα μου ετοιμαζόταν πολύ γρήγορα με τα απολύτως απαραίτητα. Στις “αποσκευές” του ένας περιπλανώμενος θεατρίνος πρέπει να έχει πρωτίστως αγάπη και ζεστασιά για τους ανθρώπους που θα συναντήσει στις πλατείες των θεάτρων. Και φυσικά επαγγελματισμό».
Γεννήθηκα: «Στην Κληματιά Ιωαννίνων, πρώην Βελτσίστα. Εκεί έμεινα μέχρι τα οκτώ μου χρόνια, με τη γιαγιά μου και τον αδερφό μου, γιατί η μητέρα μου είχε κατέβει να δουλέψει στην Αθήνα. Πατέρα δεν είχαμε. Μας είχε εγκαταλείψει. Γεννήθηκα στις 18 Οκτωβρίου, την ίδια ημέρα με τη Μελίνα Μερκούρη, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τον Χένρι Κίσινγκερ, τον Τίτο, τον Θεόδωρο Τερζόπουλο –είμαι Ζυγός».
Δακρύζω: «Εύκολα και συχνά. Δακρύζω όχι μόνο αυτή την περίοδο που είναι δύσκολη για μένα λόγω της απώλειας της γυναίκας μου πριν μερικούς μήνες, αλλά και με ένα γατάκι που θα το ακούσω να νιαουρίζει μόνο του μες στη νύχτα. Μικρός δεν ήμουν καθόλου έτσι. Δεν είχα την πολυτέλεια να “σπάω”, να δακρύζω. Έπρεπε να είμαι δυνατός και σκληρός για να επιβιώνω. Δουλεύω από 7 ετών, έχω κάνει δεκάδες επαγγέλματα για να μπορέσω να ζήσω εγώ, η μητέρα μου και ο αδερφός μου. Ό,τι έβγαζα, τα έδινα στη μητέρα μου. Θυμάμαι όταν ήμουν 17 ετών, έφυγα στα καράβια. Είχα καλέσει στον Πειραιά τη μάνα μου, τον αδερφό μου και κάτι θείες μου για να τους αποχαιρετήσω, αλλά τους είχα δώσει λάθος ντόκο. Όταν έφευγε το καράβι, τους είδα να τρέχουν στην αποβάθρα και να φωνάζουν “Γιώργο”. Τότε ήταν η πρώτη φορά που “έσπασα” και δάκρυσα. Γιατί ήταν σαν να αποκοβόμουν από την οικογένειά μου, τη μάνα μου».
Ευτυχία: «Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα ευτυχισμένος όταν πέρασα το κατώφλι του Υπογείου του Θεάτρου Τέχνης και συνάντησα τον Κάρολο Κουν. Μπήκα ξαφνικά σε έναν τόπο μαγικό, μυσταγωγικό. Μαγεύτηκα από τον Κουν, το θέατρο, την τέχνη, τους ηθοποιούς. Λείανα τις γωνίες μου εκεί, γιατί ήμουν ένα αγρίμι πριν. Ο Κουν μας έπλαθε όλους σαν να ήμασταν ζυμαράκια. Μαζί του βρήκα ποιος ήθελα να είμαι, τι ήθελα να κάνω. Ένιωσα πραγματικά ευτυχισμένος στο Θέατρο του Κουν -πριν ήταν πολύ άγρια η ζωή μου. Η δεύτερη πολύ ευτυχισμένη στιγμή μου ήταν όταν ερωτεύτηκα τη γυναίκα μου, την Ελισάβετ. Εγώ ήμουν 28 ετών και εκείνη ήταν 22, μια πολύ όμορφη κοπέλα, αεροσυνοδός. O Κωνσταντίνος Κάρολος, ο γιος μου, είναι άλλη μια πτυχή ευτυχίας».
Ζωή: «Ένα υπέροχο δώρο. Δώρο Θεού. Η ζωή έχει πολύ μεγάλη αξία και δεν πρέπει να τη σπαταλάμε, να την ξοδεύουμε ανούσια. Η δική μου η ζωή εξελίχθηκε καλά θα έλεγα. Γιατί τη σεβάστηκα. Δεν τη σπατάλησα. Ούτε σε ουσίες, ούτε σε παίγνια, ούτε σε άλλα ανώφελα ξοδέματα».
Ηθοποιός: «Από μικρός έγραφα πράγματα δικά μου, είχα την ανάγκη να πλάθω έναν κόσμο δικό μου. Και με αυτό το αίτημα, το αίτημα να γίνω συγγραφέας, πήγα στον Κουν. Χωρίς να έχω σαφή αντίληψη για το μέγεθος του καλλιτέχνη με τον οποίο μιλούσα, του είπα εν ολίγοις ότι “έρχομαι σε εσάς γιατί θέλω να γίνω συγγραφέας”. Και αυτός μου απάντησε: “Να γίνετε πρώτα ηθοποιός; Και μετά γράφετε”. Ε, έτσι έγινα ηθοποιός. Αλλά παράλληλα τον πρώτο χρόνο που ήμουν στη σχολή έδωσα στον Κουν και το πρώτο μου έργο το οποίο του άρεσε πολύ. Έτσι, η μετέπειτα πορεία μου μοιράζεται πάνω στη σκηνή και μπροστά από μία λευκή κόλλα χαρτί που περιμένει να γραφτεί».
Θάνατος: «Άμα σε κυριεύσει ο θάνατος, έχεις χαθεί. Το θέμα είναι να αποδεχθείς το αναπόδραστο του τέλους. Δεν έχω φόβο θανάτου. Η ζωή σου δίνει τα χρονικά περιθώρια, έτσι όπως ωριμάζεις στα διάφορα στάδια, να συνειδητοποιήσεις ότι, εφόσον ήρθες, κάποια στιγμή θα φύγεις. Τον περιμένω σαν φίλο τον θάνατο. Είμαι έτοιμος, πανέτοιμος, μέσα μου».
Ισορροπώ: «Με το θέατρο και την επαφή μου με το κοινό. Ισορροπώ επίσης με τον έρωτα. Ισορρόπησα μέσα μου όταν συνάντησα τη γυναίκα μου την Ελισάβετ και την ερωτεύτηκα. Τη λάτρεψα. Στη συνέχεια, η αγάπη μου για το παιδί μου μού πρόσφερε άλλου είδους ισορροπίες. Όπως και ο έρωτας για την τέχνη μου, τα κείμενα, τους μαθητές μου».
Κάρολος Κουν: «Στο Θέατρο Τέχνης έμεινα 22 χρόνια και 6 μήνες μέχρι που πέθανε ο Δάσκαλος. Τότε έφυγα και εγώ. Για να ακολουθήσω πια τη δική μου πορεία. Θυμάμαι το 1967, μετά τον πρώτο-δεύτερο μήνα που ήμουν στη σχολή και δούλευα ως φροντιστής σε μια παράσταση, μου είχε πει αλληγορικά, ποιητικά στην πρόβα: “Γιωργάκη, πρόσεχε μη σου σβήσει το κερί”. Ε, αυτήν την κουβέντα του Κουν τη λέω κι εγώ πάντα στους μαθητές μου: “Παιδιά, προσοχή, μην μας σβήσει το κερί”. Να κρατάμε άσβεστη τη φλόγα της τέχνης μέσα μας και να τη μεταλαμπαδεύουμε στους θεατές. Ο Κουν επίσης πρέσβευε με το παράδειγμά του το ήθος, όχι μόνο πάνω στη σκηνή, αλλά και στη ζωή. Έλεγε ότι “από τη στιγμή που έχεις γίνει ηθοποιός, δεν μπορείς να ασχημονείς στις πλατείες και τους δρόμους”. Ο Κουν για μένα ήταν ο πατέρας μου. Βρήκα έναν άνθρωπο που νοιαζόταν για μένα. Που μου έλεγε “προχώρα”. Που μου έδειξε δρόμους, δρομάκια, μονοπάτια, λεωφόρους. Που έδωσε χαρά και νόημα στη ζωή μου. Τα πρώτα μαθήματα αγάπης τα πήρα από τον Δάσκαλό μου. Δεν με έπλασε μόνο ως ηθοποιό αλλά και ως άνθρωπο. Οφείλω τα πάντα στον Κάρολο Κουν».
«Λωξάντρα»: «Μια πολύ ευτυχισμένη στιγμή στην πορεία μου είναι αυτή η παράσταση του Σωτήρη Χατζάκη, όπου παίζω τον Δημητρό, τον άντρα της Λωξάντρας, την οποία υποδύεται η Ελένη Κοκκίδου. Είχαμε ενθουσιώδεις εκδηλώσεις αγάπης από το κοινό όπου και αν παίχτηκε η παράσταση. Ο κόσμος ταυτίζεται με τη ζωή της πληθωρικής Λωξάντρας, με το δάκρυ της, τα γέλια της, την αγάπη και τη φροντίδα της για την οικογένειά της και όλον τον κόσμο. Στην υπόκλιση, βλέπουμε τους θεατές με βουρκωμένα μάτια. Έρχονται μετά στα καμαρίνια και μας αγκαλιάζουν. Μάλιστα, κάποιοι έρχονται να μας φιλήσουν τα χέρια».
Μοναχικότητα: «Από παιδί ήμουν μοναχικός. Απολαμβάνω τις στιγμές που είμαι μόνος μου. Δεν έχω πολλούς φίλους, δεν μου αρέσει να πολυβγαίνω έξω. Ίσως γι’ αυτό μπόρεσα και έγραψα πολλά θεατρικά έργα, μυθιστορήματα και διηγήματα, σίριαλ. Μου αρέσει να είμαι μόνος μου και να συγκεντρώνω τη σκέψη μου. Βέβαια, τους τελευταίους μήνες, μετά την απώλεια της γυναίκας μου, η μοναχικότητά μου έχει μετατραπεί σε μοναξιά».
Ντρέπομαι: «Είμαι ντροπαλός άνθρωπος. Σκεφτείτε μέχρι που γνώρισα τη γυναίκα μου δεν είχα κορίτσι. Εντάξει, στα καράβια όταν ήμουν, είχα βγει με κάποιες ιερόδουλες, όπως συνήθιζαν να κάνουν οι ναυτικοί, αλλά και αυτές τις κοπέλες τις ντρεπόμουν».
Ξαγρυπνώ: «Δεν έχω καλόν ύπνο και έτσι ξαγρυπνώ. Τα βράδια κάνω τις πιο ωραίες σκέψεις μου ή μου έρχονται ιδέες για ένα νέο βιβλίο. Από παιδί δεν είχα καλόν ύπνο. Αλλά το πρωί ξυπνώ νωρίς».
Οικογένεια: «Για μένα η οικογένειά μου είναι πάνω από όλα. Πάντα ήθελα να κάνω οικογένεια. Ίσως επειδή μεγάλωσα χωρίς πατέρα, δεν ήθελα να κάνω τα ίδια λάθη στη ζωή μου. Όταν γεννήθηκε ο γιος μου, πήρα τέτοια δύναμη. Τότε έφτιαξα το θέατρό μου (σ.σ. Νέο Ελληνικό Θέατρο στα Εξάρχεια), οργάνωσα τη Δραματική Σχολή του θεάτρου μου, έπαιξα σε σίριαλ, σε ταινίες. Για μένα η οικογένεια ήταν πάντα πηγή δύναμης και δημιουργίας».
Παιδική ηλικία: «Η παιδική μου ηλικία στο χωριό ήταν πολύ άγρια. Και η εφηβική μου επίσης. Θυμάμαι που μας είχαν επιτάξει το σπίτι οι Ιταλοί, τη δουλειά στα χωράφια, τη μητέρα μου τις αδερφές της και τη γιαγιά μου να παιδεύονται να φέρουν ένα πιάτο φαΐ στο τραπέζι, τον δάσκαλο που μας χτύπαγε τα χέρια με τη βίτσα. Όμως, επίσης, θυμάμαι που είχαμε μια λάμπα που αχνόφεγγε το βράδυ και μαζί με τη φωτιά από το τζάκι δημιουργούσαν σκιές και σχήματα στους τοίχους και αυτό θέριευε τη φαντασία μου. Έτσι άρχισα από μικρός σιγά-σιγά να γράφω. Παράλληλα, η γιαγιά μου, που είχε βγάλει το τότε Σχολαρχείο, μου έδινε και διάβαζα Χρήστο Χρηστοβασίλη και Κώστα Κρυστάλλη. Μου άρεσε πολύ να διαβάζω και να γράφω, αλλά η εποχή εκείνη απαιτούσε από όλους μας να δουλεύουμε για να ζήσουμε. Δύσκολα χρόνια».
Πατέρας: «Παντρεύτηκε τη μάνα μου με πλαστά χαρτιά, έκανε δύο παιδιά μαζί της και εξαφανίστηκε. Ενήλικος πια, επιδίωξα να τον βρω, από περιέργεια για να δω ποιος με είχε σπείρει, αλλά δώρον άδωρον. Μου ήταν αδιάφορο αυτό που είδα, σηκώθηκα και έφυγα και δεν τον ξαναείδα. Χωρίς πατέρα στο σπίτι, ως μεγαλύτερος αδερφός, είχα συνεχώς την έγνοια της μάνας μου. Πώς να τη φροντίσω, πώς να τη βοηθήσω όπως μπορούσα. Αναγκαστήκαμε, λόγω φτώχειας, να βάλουμε τον αδερφό μου σε ένα ορφανοτροφείο, πράγμα που τον στιγμάτισε. Θυμάμαι με το που μάζευα κάποια χρήματα από τις δουλειές που έκανα εδώ κι εκεί, παιδί κι εγώ τότε, πήγαινα και τον έπαιρνα από το ίδρυμα, μετά τον έπαιρναν πίσω κι εγώ έτρεχα πίσω τους και τους πέταγα πέτρες. Άγριες εποχές».
Ρήξη – Ρίσκο: «Μετά τον θάνατό του, ο Κουν με άφησε κληρονόμο του Θεάτρου Τέχνης μαζί με τον Γιώργο Λαζάνη και τον Μίμη Κουγιουμτζή. Έφυγα. Δεν ήρθα σε ρήξη. Αλλά ήθελα πλέον να κάνω δικά μου πράγματα. Να ρισκάρω. Να δοκιμάσω και να δοκιμαστώ πέρα από το κουκούλι του Θεάτρου Τέχνης. Δεν ήθελα να βολευτώ εκεί».
Σιωπώ: «Όταν έχω κάτι στο μυαλό μου, όταν γεννιέται κάτι μέσα μου, σιωπώ και το επεξεργάζομαι. Είτε πρόκειται για ρόλο, είτε για γράψιμο. Απομονώνομαι με τα χαρτιά μου χωρίς να με τρομάζει η λευκή σελίδα μπροστά μου. Κι ενώ εξωτερικά είμαι σιωπηλός, μέσα μου υπάρχει φοβερός αναβρασμός».
Τύχη: «Στάθηκα τυχερός στη ζωή μου. Μόνο στο τζόκερ δεν έχω πιάσει τίποτα. (χαμογελάει) Ευγνωμονώ την τύχη μου που με οδήγησε στον Κουν. Που συνάντησα την Ελισάβετ. Που κάνω μια δουλειά που αγαπώ. Που έχω ζήσει μια ζωή όπως την ήθελα».
Υποκρισία: «Δεν με απασχόλησε ποτέ να υποκριθώ κάτι που δεν ήμουν εκτός σκηνής –εκεί υπάρχει μια δημιουργική σύμβαση ανάμεσα στον ηθοποιό/υποκριτή και τον θεατή. Στην προσωπική μου ζωή ήμουν πάντα ευθύς με τους ανθρώπους».
Φοβάμαι: «Πάντα είχα ένα φόβο μέσα μου για τη μάνα μου, τον αδερφό μου, εμένα. Πώς θα ζήσουμε. Πλέον φοβάμαι το απρόσμενο, το κακό. Για παράδειγμα, φοβάμαι τον καρκίνο. Και έχω πει ότι άμα έρθει, δεν θα κάνω τίποτα. Καμία θεραπεία με χημικά. Όπως πάει. Είμαι 76 ετών. Εντάξει, από κάτι θα φύγω κι εγώ».
Χρόνος: «Ευγνωμονώ τον χρόνο για το ότι έχω φτάσει σε αυτήν την ηλικία και είμαι καλά».
Ψέματα: «Κατά καιρούς έχω πει κάτι ψεματάκια. Και στον Κουν, και στη γυναίκα μου και στον εαυτό μου ακόμα. Αλλά όχι κάτι μεγάλο. Ούτε έχω λοιδορήσει κάποιον».
Ώρα χαράς: «Κάθε πρωί βράζω τρία αβγά, μουσκεύω ένα παξιμάδι, τα ανακατεύω και τα δίνω στα πουλιά που έρχονται στην αυλή μου. Τώρα το καλοκαίρι, τους έχω και ένα μπανάκι να δροσίζονται. Μου δίνει μεγάλη χαρά να τα βλέπω να τρων και να δροσίζονται».
* «Λωξάντρα», σκην. Σ. Χατζάκης. Με τους Ελ. Κοκκίδου, Γ. Αρμένη, Μ. Μητρούση, Ε. Μουμούρη, Χρ. Παπά. 19/9 Παττίχειο Αμφιθέατρο Λ/κα. 20/9 Αμφιθέατρο Μακ. Γ’ (Σχολή Τυφλών) Λ/σία. 21/9 Δημοτικό Κηποθέατρο Λ/σός. Τickethour.com.cy (τηλ. 77777040) και ACS couriers.